WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
κατάστημα store
  shop
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shop n mainly UK (store: retail outlet)κατάστημα ουσ ουδ
  μαγαζί ουσ ουδ
 The shop specialised in hiking equipment.
 Το κατάστημα ειδικευόταν σε εξοπλισμό αναρρίχησης.
 Το μαγαζί ειδικευόταν σε εξοπλισμό αναρρίχησης.
store n mainly US (shop: retail outlet)μαγαζί, κατάστημα ουσ ουδ
 We have a clothing store close to home.
 Έχουμε ένα μαγαζί (or: κατάστημα) ρούχων κοντά στο σπίτι.
facility n (building, unit)εγκαταστάσεις ουσ θηλ πλ
  μονάδα ουσ θηλ
  (κυρίως για φυλακές)κατάστημα ουσ ουδ
 A new facility for mental health patients is being built on the edge of town.
retailer n (store)κατάστημα λιανικής πώλησης, κατάστημα λιανικής φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κατάστημα, μαγαζί ουσ ουδ
 Many retailers now operate in out-of-town shopping centres.
 Πολλά καταστήματα (or: μαγαζιά) λειτουργούν πλέον σε εμπορικά κέντρα που βρίσκονται έξω από το κέντρο της πόλης.
retail outlet n (shop, store)κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό ουσ ουδ
 The paint company had retail outlets in every state.
retail store n (shop)κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό ουσ ουδ
 We have a retail store in the mall and a discount outlet store at the factory.
commissary n (store selling to prisoners)κατάστημα ουσ ουδ
  (κατά λέξη)κατάστημα φυλακής φρ ως ουσ ουδ
concession n (business premises)κατάστημα ουσ ουδ
 Who runs that little concession in the hotel lobby?
 Ποιος διευθύνει εκείνο το μικρό κατάστημα στο λόμπυ του ξενοδοχείου;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
location n (place of business)κατάστημα ουσ ουδ
  (μεγαλύτερης αλυσίδας)υποκατάστημα, παράρτημα ουσ ουδ
 The restaurant has opened a new location close to our house.
 Το εστιατόριο άνοιξε ένα καινούριο υποκατάστημα κοντά στο σπίτι μας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bridal store,
also UK: bridal shop
n
(shop selling wedding clothes)κατάστημα ειδών γάμου περίφρ
  (μόνο για τη νύφη)κατάστημα νυφικών περίφρ
 Bridal shops are reporting the usual spring increase in business.
 Τα καταστήματα ειδών γάμου αναφέρουν τη συνηθισμένη ανοιξιάτικη αύξηση της εμπορικής κίνησης.
clothing store (US),
clothes shop (UK)
n
(shop: sells clothes)μαγαζί με ρούχα, κατάστημα ρούχων περίφρ
 The new mall has a clothing store that carries all of the styles that I like.
 Το νέο εμπορικό κέντρο έχει ένα μαγαζί ρούχων με όλα τα στιλ που μου αρέσουν.
corkage n (fee for bringing own wine)επιπλέον χρέωση σε εστιατόριο για το άνοιγμα φιάλης κρασιού, η οποία αγοράστηκε από άλλο κατάστημα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
costumer,
costumier
n
(costume seller or shop) (κατάστημα)κατάστημα με στολές και κουστούμια περίφρ
  (κατάστημα: θεατρικά ή εποχής)βεστιάριο ουσ ουδ
  (άτομο)έμπορος στολών και κουστουμιών περίφρ
 None of the local costumers has a pharaoh costume.
 Κανένα από τα τοπικά βεστιάρια δεν έχει κουστούμι φαραώ.
discount store n (store with lower prices)κατάστημα με μειωμένες τιμές έκφρ
 Wal-mart and Kmart are well-recognized American discount stores.
discounter n (shop selling cut-price goods)εκπτωτικό κατάστημα, εκπτωτικό μαγαζί φρ ως ουσ ουδ
dollar store (US),
pound shop (UK)
n
(shop selling cheap items)κατάστημα που πουλά πολύ φτηνά πράγματα, συνήθως στην τιμή του ενός δολαρίου ή της μίας λίρας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 These sunglasses were only a buck at the dollar store.
 Jane's present looked as if it had been bought in a pound shop.
duty-free shop n UK (airport: untaxed goods store)κατάστημα αφορολόγητων φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)duty free ουσ ουδ άκλ
  (μεταφορικά: το κατάστημα)τα αφορολόγητα περίφρ
 You must show your boarding pass at the checkout counter of the duty-free shop.
franchise n (business)franchise ουσ ουδ άκλ
  κατάστημα franchise φρ ως ουσ ουδ
  σύστημα ενοποιημένης παρουσίας φρ ως ουσ θηλ
 The business was growing and decided to open a franchise.
 Η δουλειά αυξανόταν και αποφασίστηκε να ανοίξουν ένα κατάστημα franchise.
general post office n US (main post office branch)κεντρικό ταχυδρομικό κατάστημα φρ ως ουσ ουδ
 The general post office is located in the neighborhood of Chelsea.
general store n US (shop selling a variety of goods)κατάστημα γενικού εμπορίου ουσ ουδ
 Because of big shopping malls and supermarkets, it's hard to find a general store these days.
gift shop n (store selling gifts)κατάστημα με είδη δώρων ουσ ουδ
 If you need a little something for your brother's birthday, there's a gift shop on the corner.
hardware store n (shop selling DIY or home-improvement supplies)κατάστημα σιδηρικών ουσ ουδ
 I went to the hardware store to buy a hammer.
health food store n (shop selling organic and whole foods)κατάστημα ειδών υγιεινής διατροφής περίφρ
 You can buy tofu in the health food store.
ice-cream parlor (US),
ice-cream parlour (UK)
n
(café: serves ice cream) (καθομιλουμένη)παγωτατζίδικο ουσ ουδ
  κατάστημα με παγωτά περίφρ
 The ice cream parlor offers more than 20 different sundae toppings.
independent retail n (small commercial business) (μτφ: όχι μέλος αλυσίδας)συνοικιακό κατάστημα επίθ + ουσ ουδ
 Although the prices tend to be higher, I prefer shopping at independent retailers as the service is better.
ironmongery n UK (hardware shop)κατάστημα σιδηρικών
  σιδηροπωλείο ουσ ουδ
mass merchandiser n (large retail store or seller)πολύ μεγάλο κατάστημα λιανικής περίφρ
  (μέλος αλυσίδας)αλυσίδα καταστημάτων φρ ως ουσ θηλ
outlet n (factory shop)outlet ουσ ουδ άκλ
  (κατά λέξη)κατάστημα outlet φρ ως ουσ ουδ
 You should shop at the outlets. The clothes are cheaper there.
 Να ψωνίζεις στα καταστήματα outlet. Τα ρούχα είναι πιο φτηνά εκεί.
outlet n (retail store)κατάστημα λιανικής φρ ως ουσ ουδ
  (κατά λέξη)κατάστημα λιανικής πώλησης φρ ως ουσ ουδ
 Modern clothing companies have outlets in many countries.
 Οι σύγχρονες εταιρείες ένδυσης έχουν καταστήματα λιανικής σε πολλές χώρες.
penitentiary n US (prison)φυλακή ουσ θηλ
  σωφρονιστικό κατάστημα επίθ + ουσ ουδ
 The penitentiary contained both violent offenders and white-collar criminals.
penny arcade n (amusement area with slot machines)κατάστημα με ηλεκτρονικά παιχνίδια ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Some boardwalks still have old-fashioned penny arcades.
piercing parlor,
UK: piercing parlour
n
US (business: does body piercings)κατάστημα piercing φρ ως ουσ ουδ
  στούντιο piercing φρ ως ουσ ουδ
saddlery n (shop selling horseriding equipment)κατάστημα ειδών ιππασίας
shebeen n Irish, Scot, SA (unlicensed drinking establishment) (παράνομο μπαρ)κουτούκι, καταγώγιο ουσ ουδ
  παράνομο καπηλειό
  παράνομο κατάστημα που σερβίρει αλκοολούχα ποτά
shoe repair shop n (place where footwear is mended)κατάστημα επιδιόρθωσης παουτσιών περίφρ
shoe store (US),
shoe shop (UK)
n
(shop that sells footwear)κατάστημα παπουτσιών περίφρ
  κατάστημα υποδημάτων περίφρ
  (καθομιλουμένη)παπουτσάδικο ουσ ουδ
shoplift vi (steal from a store)κλέβω από κατάστημα, κλέβω από μαγαζί έκφρ
  (πιο απλά)κλέβω ρ αμ
 I have never shoplifted in my life; have you?
shoplifting n (theft from a shop)κλοπή από κατάστημα ουσ θηλ
 Sam was outraged when the owner of the store accused him of shoplifting.
shopworn adj (goods: soiled while in store) (για προϊόντα)φθαρμένος μτχ πρκ
  (για λευκά είδη)κιτρινισμένος μτχ πρκ
  που υπέστη φθορά κατά το χρόνο αποθήκευσης στο κατάστημα
specialty store (US),
speciality shop (UK)
n
(specialized goods)εξειδικευμένο κατάστημα επίθ + ουσ ουδ
 They only sell golf shoes in that specialty store.
 Αυτό το εξειδικευμένο κατάστημα πουλάει μόνο παπούτσια του γκολφ.
stationer,
UK: stationer's
n
(shop that sells writing materials)κατάστημα χαρτικών φρ ως ουσ ουδ
 The assistant went to the stationer's to buy more paper and pens.
stationery store n US (stationer's: selling pens, paper, etc.)κατάστημα χαρτικών φρ ως ουσ ουδ
  κατάστημα ειδών γραφείου φρ ως ουσ ουδ
  κατάστημα γραφικής ύλης φρ ως ουσ ουδ
 The advent of electronic communications has all but killed the local stationery store.
 Η εξάπλωση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει καταστρέψει το τοπικό κατάστημα χαρτικών.
storewide adj (throughout a shop)σε όλο το κατάστημα, σε ολόκληρο το κατάστημα περίφρ
  σε όλο το μαγαζί, σε ολόκληρο το μαγαζί περίφρ
storewide adv (throughout a shop)σε όλο το κατάστημα, σε ολόκληρο το κατάστημα περίφρ
  σε όλο το μαγαζί, σε ολόκληρο το μαγαζί περίφρ
 The 10% discount applies storewide.
team shop n (store selling a sports team's merchandise)κατάστημα ομάδας, μαγαζί ομάδας περίφρ
thrift store (US),
charity shop (UK)
n
(sells second-hand items)κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών φρ ως ουσ ουδ
  κατάστημα με μεταχειρισμένα φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)θριφτάδικο ουσ ουδ
 I bought these vintage shirts at a thrift store.
 Charity shops are a great place to find second-hand books.
toy store (US),
toy shop (UK)
n
(store selling children's playthings)μαγαζί με παιχνίδια, κατάστημα παιχνιδιών φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)παιχνιδάδικο ουσ ουδ
 In the weeks before Christmas, toy shops are packed.
toyshop n (store selling toys)κατάστημα παιχνιδιών ουσ ουδ
 We can't pass a toyshop without Sadie begging to go in.
union shop n (employees must join union)κατάστημα το προσωπικό του οποίου ανήκει σε συγκεκριμένο σωματείο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
video store,
UK: video shop
n
dated, US (shop selling videocassettes)κατάστημα με βιντεοταινίες ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση κατάστημα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «κατάστημα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!