WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
κατάλυμα accomodation
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lodging n (temporary housing)κατάλυμα ουσ ουδ
  (η διαδικασία)διαμονή ουσ θηλ
 Tim reserved lodging for his trip a week in advance.
 Ο Τιμ έκανε κράτηση για κατάλυμα για το ταξίδι του μια εβδομάδα πριν.
 Ο Τιμ έκλεισε τη διαμονή για το ταξίδι του μια εβδομάδα πριν.
accommodation,
also US: accommodations
n
(hotel room) (ξενοδοχείου)δωμάτιο ουσ ουδ
  (πιο επίσημο, γενικά)κατάλυμα ουσ ουδ
 What's the accommodation like at the resort?
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το δωμάτιο του ξενοδοχείου δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας.
billet n (lodging for a soldier)κατάλυμα ουσ ουδ
 The soldiers' billet was an unused house in the village.
lodgment,
lodgement
n
(act of lodging)κατάλυμα ουσ ουδ
  διαμονή ουσ θηλ
rest house n (travelers' lodging)κατάλυμα ουσ ουδ
  κατάλυμα ανάπαυσης ταξιδιωτών φρ ως ουσ ουδ
living quarters npl (accommodation)χώρος διαμονής, χώρος διαβίωσης φρ ως ουσ αρσ
  κατάλυμα ουσ ουδ
  (πιο απλά: ολόκληρος χώρος)σπίτι ουσ ουδ
  (πιο απλά: μικρός χώρος)δωμάτιο ουσ ουδ
 Residents must evacuate their living quarters when the alarm sounds.
accommodation,
also US: accommodations
n
(lodging)κατάλυμα ουσ ουδ
  χώρος διαμονής φρ ως ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μέρος για να μείνω περίφρ
  (με την ευρύτερη έννοια)διαμονή ουσ θηλ
 What kind of accommodation is available in the mountains?
 Τι καταλύματα υπάρχουν στο βουνό;
lodgings npl (place to sleep)κατάλυμα ουσ ουδ
 Fred offered lodgings to his friends for the night.
bed n (lodging)κατάλυμα ουσ ουδ
  μέρος για να κοιμηθώ περίφρ
 He was looking for a bed for the night.
 Έψαχνε κατάλυμα για τη νύχτα.
 Έψαχνε ένα μέρος για να κοιμηθεί το βράδυ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
accommodate sb vtr (provide lodging)φιλοξενώ ρ μ
  (σε κάποιον)προσφέρω κατάλυμα περίφρ
 The hotel can't accommodate us tonight.
 Το ξενοδοχείο δεν μπορεί να μας φιλοξενήσει σήμερα το βράδυ.
B and B,
B&B,
B & B
n
abbreviation (bed and breakfast)κατάλυμα τύπου bed and breakfast φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)bed and breakfast ουσ ουδ άκλ
bed and board n (living quarters and meals)διατροφή και στέγαση, διατροφή και κατάλυμα έκφρ
billet sb vtr (provide lodging for a soldier)παρέχω κατάλυμα ρ μ + ουσ ουδ
  στρατωνίζω ρ μ
 The army ordered the townspeople to billet the soldiers.
quartered adj (given lodging)που βρίσκει κατάλυμα περίφρ
  που στεγάζεται περίφρ
  που φιλοξενείται περίφρ
self-catering n (holiday accommodation not including meals)παραμονή σε κατάλυμα όπου δεν προσφέρονται γεύματα περίφρ
  παραμονή σε κατάλυμα χωρίς διατροφή περίφρ
 Jose booked his family into a self-catering.
wilderness camp n (holiday resort in a remote place)κατάλυμα διακοπών στην άγρια φύση περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση κατάλυμα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «κατάλυμα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!