WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
κατάλογος list
  catalog, catalogue
  menu
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
list n (written series of items)λίστα ουσ θηλ
  κατάλογος ουσ αρσ
 I have a list of twenty things I need to buy.
 Έχω μια λίστα με είκοσι πράγματα που πρέπει να αγοράσω.
menu n (restaurant: list of dishes)μενού ουσ ουδ άκλ
  κατάλογος ουσ αρσ
 This restaurant does not have clams on the menu.
 Αυτό το εστιατόριο δεν έχει αχιβάδες στο μενού (or: στον κατάλογο).
inventory n (list of items)κατάλογος ουσ αρσ
  κατάσταση ουσ θηλ
  πρακτικά απογραφής φρ ως ουσ ουδ
 Kate checked the inventory against the sales figures to make sure nothing was stolen.
 Η Κέιτ συνέκρινε τον κατάλογο και τα νούμερα των πωλήσεων για να διασφαλίσει πως δεν εκλάπη τίποτα.
listing n (list)λίστα ουσ θηλ
  κατάλογος ουσ αρσ
 Garrett tried to get removed from the company's listings so that they would stop calling him.
catalog (US),
catalogue (UK)
n
(sales brochure) (με προϊόντα)κατάλογος ουσ αρσ
 A lot of mail order companies have stopped printing catalogs.
 Πολλές εταιρείες παραγγελιών μέσω ταχυδρομείου σταμάτησαν να τυπώνουν καταλόγους.
bill of fare n (menu)κατάλογος ουσ αρσ
  μενού ουσ ουδ άκλ
 The bill of fare at the hotel was pretty poor.
class list n (school: register of names)κατάλογος με ονόματα μαθητών τάξης περίφρ
  (καθομιλουμένη)κατάλογος ουσ αρσ
 The teacher read out the class list at the beginning of the lesson.
directory n (company)κατάλογος ουσ αρσ
 Sarah looked in the directory to find an advertising agency.
index n (ordered list)κατάλογος ουσ αρσ
 Ben checked the inventory against the index to see what they needed to restock.
 Ο Μπεν σύγκρινε το απόθεμα με τον κατάλογο για να δει τι χρειάζεται να συμπληρώσουν.
catalog (US),
catalogue (UK)
n
(library contents list)κατάλογος ουσ αρσ
 You can search the library's catalog online.
 Μπορείς να ψάξεις τον κατάλογο της βιβλιοθήκης διαδικτυακά.
roster n (list)μητρώο ουσ ουδ
  κατάλογος ουσ αρσ
  λίστα ουσ θηλ
catalog of sth (US),
catalogue of sth (UK)
n
figurative (record, list)κατάλογος, πίνακας ουσ αρσ
  λίστα, κατάσταση ουσ θηλ
 The catalog of his sports achievements is impressive. She read me a catalogue of all the things I was doing wrong.
 Ο κατάλογος των αθλητικών του επιτευγμάτων είναι εντυπωσιακός. Μου διάβασε έναν κατάλογο με όλα τα πράγματα που έκανα λάθος.
 Η λίστα των αθλητικών του επιτευγμάτων είναι εντυπωσιακή. Μου διάβασε μια λίστα με όλα τα πράγματα που έκανα λάθος.
directory n (computing: files)κατάλογος ουσ αρσ
 I can't find the file; are you sure you saved it in this directory?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
schedule n (list)λίστα ουσ θηλ
  κατάλογος ουσ αρσ
 The insurance company has a schedule of acceptable medications.
bill n (list)λίστα, καταγραφή ουσ θηλ
  κατάλογος ουσ αρσ
 The bill of charges and expenses itemized all project spending.
list n (finance: listed stocks) (κατά λέξη)λίστα εισηγμένων μετοχών περίφρ
  λίστα ουσ θηλ
  πίνακας, κατάλογος ουσ αρσ
 The list was growing day by day as the economy boomed.
 Η λίστα των εισηγμένων μετοχών αυξανόταν μέρα με τη μέρα καθώς η οικονομία άνθιζε.
list n (price list)κατάλογος, τιμοκατάλογος ουσ αρσ
 Can I see the price list?
 Μπορώ να δω τον κατάλογο (or: τιμοκατάλογο);
list n (undiscounted price) (τιμή)τιμή καταλόγου φρ ως ουσ θηλ
  (κατάλογος τιμών)κατάλογος ουσ αρσ
 List for this coffee maker is fifty dollars. This coffee maker is fifty dollars on the list.
 Η τιμή καταλόγου αυτής της καφετιέρας είναι πενήντα δολάρια. Αυτή η καφετιέρα κοστίζει πενήντα δολάρια στον κατάλογο.
register n (list)κατάλογος ουσ αρσ
  λίστα ουσ θηλ
 His rude remark added to the register of offences in her mind.
index n (list of censored items)κατάλογος ουσ αρσ
 The censor had to check all the confiscated items against his index.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
backlist n (books: older titles)κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων περίφρ
ballot n (candidate list)λίστα υποψηφίων φρ ως ουσ θηλ
  κατάλογος υποψηφίων φρ ως ουσ αρσ
 This year's ballot has five candidates to choose from.
bill of materials n (manufacturing: list of parts)κατάλογος υλικών περίφρ
the book n dated, informal (telephone directory)τηλεφωνικός κατάλογος επίθ + ουσ αρσ
 I needed the number of a plumber, so I looked in the book.
business directory n (listing of businesses)τηλεφωνικός κατάλογος με εταιρίες ουσ αρσ
card catalog (US),
card catalogue (UK)
n
(in a library)κατάλογος δελτίων φρ ως ουσ αρσ
Dean's Honor List,
Dean's list
n
US (roll call of academic distinction)λίστα διακριθέντων φοιτητών περίφρ
  (όχι στην Ελλάδα)κατάλογος κοσμήτορα περίφρ
 The Dean's Honor List recognizes students who have demonstrated academic excellence in a semester.
directory n (phone book)τηλεφωνικός κατάλογος επίθ + ουσ αρσ
 Glenn looked up the plumber's number in the directory.
docket n (shipping list) (στη συσκευασία)κατάλογος περιεχομένων φρ ως ουσ αρσ
  λίστα περιεχομένων φρ ως ουσ θηλ
  (πάνω στο εμπόρευμα)ετικέτα, ταμπέλα ουσ θηλ
  (για μεταφορά εμπορευμάτων)φορτωτική επίθ ως ουσ θηλ
 Upon delivery of the goods, I checked the docket carefully.
electoral roll n (list of registered voters)εκλογικός κατάλογος επίθ + ουσ αρσ
 If you are not on the electoral roll, you will not be able to vote.
inventory n (company: list of products)κατάλογος απογραφής φρ ως ουσ αρσ
 The company no longer listed as many products in their inventory.
jury list n (list of persons eligible for jury duty)κατάλογος υποψηφίων ενόρκων έκφρ
 My name came up again on the jury list so I'll have to do jury duty next month.
jury panel n (persons eligible for jury duty)κατάλογος υποψηφίων ενόρκων έκφρ
 I can't be on the jury panel for this case because I'm related to the defendant.
laundry list n figurative (lengthy, random list of items)μακρύς κατάλογος επίθ + ουσ αρσ
 The criminal was arrested on a laundry list of charges.
leet n UK, regional (Scotland: candidate list)κατάλογος υποψηφίων φρ ως ουσ αρσ
mail order catalog (US),
mail order catalogue (UK)
n
(for shopping by mail)κατάλογος ταχυδρομικής παραγγελίας περίφρ
phone book n (telephone directory)τηλεφωνικός κατάλογος επίθ + ουσ αρσ
 You'll find their number in the phone book.
 Our new local phone book's over three inches thick.
 Θα βρεις τον αριθμό τους στον τηλεφωνικό κατάλογο. // Ο νέος τηλεφωνικός κατάλογος της περιοχής είναι πάνω από οχτώ πόντους παχύς.
phone book n (personal list of telephone numbers) (πχ στο κινητό)τηλεφωνικός κατάλογος επίθ + ουσ αρσ
  (βιβλιαράκι, σημειωματάριο)ατζέντα ουσ θηλ άκλ
 Mrs. Johnson looked for her physician's number in her phonebook.
rent roll n (document listing tenants)μητρώο μισθωμάτων φρ ως ουσ ουδ
  κατάλογος μισθωμάτων φρ ως ουσ αρσ
 The rent roll shows the rental rate for each of the landlord's properties.
roll of honor,
UK: roll of honour
n
US (list of heroes) (που πρόκειται να τιμηθούν)κατάλογος πεσόντων, κατάλογος ηρωικώς πεσόντων φρ ως ουσ αρσ
  λίστα πεσόντων φρ ως ουσ θηλ
 Soldiers killed during the First World War have been commemorated in a roll of honour.
sick list n (register of staff who are ill)κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων έκφρ
 The company currently has a long sick list because so many people have got the flu.
stocklist,
stock list
n
(commerce: list of items and prices)τιμοκατάλογος ουσ αρσ
  κατάλογος εμπορευμάτων φρ ως ουσ αρσ
  κατάλογος με τις τιμές φρ ως ουσ αρσ
telephone book n (directory of phone numbers)τηλεφωνικός κατάλογος επίθ + ουσ αρσ
 Do you know where I can find a telephone book? I need to look up a number.
telephone directory n (book listing phone numbers)τηλεφωνικός κατάλογος ουσ αρσ
 I need to look up a number in the telephone directory.
white list,
whitelist
n
(list of suitable people)κατάλογος κατάλληλων ατόμων
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση.
white list,
whitelist
n
(people having security clearance)κατάλογος όσων έχουν άδεια ασφαλείας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση.
white list,
whitelist
n
(approved business places)κατάλογος εγκεκριμένων μερών
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση.
white list,
whitelist
n
US (list of novels etc. for young people)κατάλογος βιβλίων που είναι κατάλληλα για ανήλικους
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση.
wine list n (menu of wines)λίστα κρασιών φρ ως ουσ θηλ
  κατάλογος κρασιών φρ ως ουσ αρσ
 Jeremy asked the waiter for the wine list.
Yellow Pages,
yellow pages
n
® in UK, Canada, Aus and elsewhere. (business directory)τηλεφωνικός κατάλογος φρ ως ουσ αρσ
Σχόλιο: Where Yellow Pages is trademarked, it should be capitalized, but it often not capitalized in informal communication. It is used with a singular verb
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς ο αγγλικός όρος αναφέρεται σε κατάλογο που περιλαμβάνει μόνο επιχειρήσεις και επαγγελματίες.
 I didn't know the company's number so I checked in the Yellow Pages.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση κατάλογος στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «κατάλογος».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!