WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
θεραπεία treatment
  cure
  therapy
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cure n (remedy)θεραπεία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μτφ)γιατρειά ουσ θηλ
 They haven't found a cure for AIDS.
 Ακόμη δεν βρέθηκε θεραπεία για το ΑΙDS.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αρρώστια σου δεν παίρνει γιατρειά!
healing n (of body)θεραπεία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)γιατρειά ουσ θηλ
 The faith healer tried to perform a healing on the sick child.
 Ο πιστός θεραπευτής προσπάθησε να εφαρμόσει μια γιατρειά στο άρρωστο παιδί.
remedy n (cure, medicine) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)φάρμακο ουσ ουδ
  θεραπεία, γιατρειά ουσ θηλ
  (παλαιό: για πόνο)βάλσαμο ουσ ουδ
  τρόπος αντιμετώπισης φρ ως ουσ αρσ
 Aspirin is a headache remedy. Holding your breath and counting to ten is supposed to be a remedy for hiccups.
 Η ασπιρίνη είναι φάρμακο για τον πονοκέφαλο.
therapy n (treatment)θεραπεία ουσ θηλ
  θεραπευτική αγωγή επίθ + ουσ θηλ
 What therapies are recommended for back pain?
 Ποιες θεραπείες συνιστώνται για την οσφυαλγία;
remediation n (providing a remedy) (κυρ, μτφ)θεραπεία ουσ θηλ
  (ανεπίσημο: κυρ, μτφ)γιατρειά ουσ θηλ
  αποκατάσταση ουσ θηλ
 There's no remediation for such severe losses.
medical treatment n (attention of a medical professional)ιατρική παρακολούθηση, θεραπεία έκφρ
 The crash survivors required medical treatment.
curer n (sb or sth that cures) (άτομο)θεραπευτής, θεραπεύτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (υλικό, σκεύασμα)θεραπεία ουσ θηλ
cure n figurative (solution to problem) (μεταφορικά: λύση)θεραπεία ουσ θηλ
  συνταγή αντιμετώπισης φρ ως ουσ θηλ
 The government is searching for a cure to their budget problems.
 Η κυβέρνηση ψάχνει μια συνταγή αντιμετώπισης για τα προβλήματα με τον προϋπολογισμό της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
aftercare n (after medical treatment) (μετά από νοσηλεία)μετανοσηλευτική θεραπεία φρ ως ουσ θηλ
  μετανοσηλευτική φροντίδα φρ ως ουσ θηλ
aftercare n (after beauty treatment)φροντίδα μετά από θεραπεία ομορφιάς περίφρ
alternative therapy n (complementary treatment)εναλλακτική θεραπεία επίθ + ουσ θηλ
alternative therapy n (therapy: non-conventional)εναλλακτική θεραπεία επίθ + ουσ θηλ
anti-worm treatment n (remedy for parasites) (ιατρική)σκωληκοκτόνος θεραπεία επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)θεραπεία για τα σκουλήκια περίφρ
 My dog ate some garbage, so I had to take him to the vet and get him an anti-worm treatment.
behavior therapy (US),
behaviour therapy (UK)
n
(psychology: treatment) (ψυχολογία)θεραπεία συμπεριφοράς φρ ως ουσ θηλ
cancer treatment n (medical care for cancer)θεραπεία για τον καρκίνο έκφρ
 Radiation and chemotheraphy are the usual treatments for cancer.
chiropody n (medicine: treatment of feet)χειροπρακτική θεραπεία συγκεκριμένα για τα προβλήματα των ποδιών
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Greg specialized in chiropody in medical school.
drug treatment n (medication for illness)φαρμακευτική θεραπεία επίθ + ουσ θηλ
drug treatment n (therapy for drug addiction)απεξάρτηση ουσ θηλ
  θεραπεία απεξάρτησης φρ ως ουσ θηλ
faith healing n (healing through prayer)θεραπεία μέσω της πίστης φρ ως ουσ θηλ
  θεραπεία μέσω της προσευχής φρ ως ουσ θηλ
flooding n figurative (psychotherapy) (ψυχολογία)κατακλυσμιαία θεραπεία επίθ + ουσ θηλ
 The psychologist used flooding to try to overcome Paul's anxiety.
gene therapy n (transplanting of genetic material)γονιδιακή θεραπεία επίθ + ουσ θηλ
group therapy n abbreviation (group psychotherapy)ομαδική θεραπεία έκφρ
 People with addiction problems often benefit from group therapy.
heat therapy n (physical treatment using infrared light)θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία έκφρ
heat treatment n (physical therapy)θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία έκφρ
 Giving localized heat treatment to sprained muscles can help them heal faster.
hormone replacement therapy n (medicine: menopause treatment)θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης φρ ως ουσ θηλ
HRT n colloquial, initialism (hormone replacement therapy)θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης περίφρ
insulin shock therapy,
shock therapy,
insulin coma therapy
n
historical (psychiatric treatment) (ιατρική)θεραπεία με υπογλυκαιμικό κώμα έκφρ
intravenous therapy n (medical treatment given through a vein) (ιατρική)θεραπεία που χορηγείται ενδοφλέβια έκφρ
 Intravenous therapy is the fastest and most effective way to deliver fluids and medicines to the body. Most treatment for cancer is given as intravenous therapy.
massage therapy n (treatment: body rub)θεραπεία μασάζ περίφρ
  μασαζοθεραπεία ουσ θηλ
  θεραπευτικό μασάζ επίθ + ουσ ουδ άκλ
 The doctor recommended massage therapy in addition to medication for his back.
outpatient treatment n (medical care without overnight stay)θεραπεία για εξωτερικό ασθενή, ιατρική φροντίδα για εξωτερικό ασθενή, περίθαλψη για εξωτερικό ασθενή περίφρ
  θεραπεία χωρίς νοσηλεία περίφρ
responsive adj (responding well to treatment)που ανταποκρίνεται στη θεραπεία περίφρ
 We will try a new medication and see if the cancer is responsive.
 Θα δοκιμάσουμε ένα νέο φάρμακο για να δούμε εάν ο καρκίνος θα ανταποκριθεί στη θεραπεία.
root canal treatment n (dental treatment)ενδοδοντική θεραπεία επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)απονεύρωση ουσ θηλ
 Doctor Gottadrille is an expert providing root canal treatment.
sham treated,
sham-treated
adj
(given a placebo)που έλαβε εικονική θεραπεία περίφρ
  που έλαβε πλασέμπο περίφρ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
shock therapy,
shock treatment
n
colloquial (electroconvulsive treatment)θεραπεία με ηλεκτροσοκ φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Not used in technical contexts.
 The shock therapy did more harm than good.
spa treatment n (health, beauty therapy)θεραπεία σπα φρ ως ουσ θηλ
untreated adj (not given medical attention) (υγεία)χωρίς θεραπεία, χωρίς αγωγή περίφρ
 If left untreated, anaphylactic shock can be fatal.
worm sth vtr (animal: treat for parasites)εφαρμόζω θεραπεία για σκουλήκια περίφρ
 Elizabeth wormed her cat.
 Η Ελίζαμπεθ εφάρμοσε στη γάτα της θεραπεία για τα σκουλήκια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση θεραπεία στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «θεραπεία».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!