Κύριες μεταφράσεις |
cure n | (remedy) | θεραπεία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | γιατρειά ουσ θηλ |
| They haven't found a cure for AIDS. |
| Ακόμη δεν βρέθηκε θεραπεία για το ΑΙDS. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αρρώστια σου δεν παίρνει γιατρειά! |
healing n | (of body) | θεραπεία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | γιατρειά ουσ θηλ |
| The faith healer tried to perform a healing on the sick child. |
| Ο πιστός θεραπευτής προσπάθησε να εφαρμόσει μια γιατρειά στο άρρωστο παιδί. |
remedy n | (cure, medicine) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) | φάρμακο ουσ ουδ |
| | θεραπεία, γιατρειά ουσ θηλ |
| (παλαιό: για πόνο) | βάλσαμο ουσ ουδ |
| | τρόπος αντιμετώπισης φρ ως ουσ αρσ |
| Aspirin is a headache remedy. Holding your breath and counting to ten is supposed to be a remedy for hiccups. |
| Η ασπιρίνη είναι φάρμακο για τον πονοκέφαλο. |
therapy n | (treatment) | θεραπεία ουσ θηλ |
| | θεραπευτική αγωγή επίθ + ουσ θηλ |
| What therapies are recommended for back pain? |
| Ποιες θεραπείες συνιστώνται για την οσφυαλγία; |
remediation n | (providing a remedy) (κυρ, μτφ) | θεραπεία ουσ θηλ |
| (ανεπίσημο: κυρ, μτφ) | γιατρειά ουσ θηλ |
| | αποκατάσταση ουσ θηλ |
| There's no remediation for such severe losses. |
medical treatment n | (attention of a medical professional) | ιατρική παρακολούθηση, θεραπεία έκφρ |
| The crash survivors required medical treatment. |
curer n | (sb or sth that cures) (άτομο) | θεραπευτής, θεραπεύτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| (υλικό, σκεύασμα) | θεραπεία ουσ θηλ |
cure n | figurative (solution to problem) (μεταφορικά: λύση) | θεραπεία ουσ θηλ |
| | συνταγή αντιμετώπισης φρ ως ουσ θηλ |
| The government is searching for a cure to their budget problems. |
| Η κυβέρνηση ψάχνει μια συνταγή αντιμετώπισης για τα προβλήματα με τον προϋπολογισμό της. |
Σύνθετοι τύποι: |
aftercare n | (after medical treatment) (μετά από νοσηλεία) | μετανοσηλευτική θεραπεία φρ ως ουσ θηλ |
| | μετανοσηλευτική φροντίδα φρ ως ουσ θηλ |
aftercare n | (after beauty treatment) | φροντίδα μετά από θεραπεία ομορφιάς περίφρ |
alternative therapy n | (complementary treatment) | εναλλακτική θεραπεία επίθ + ουσ θηλ |
alternative therapy n | (therapy: non-conventional) | εναλλακτική θεραπεία επίθ + ουσ θηλ |
anti-worm treatment n | (remedy for parasites) (ιατρική) | σκωληκοκτόνος θεραπεία επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | θεραπεία για τα σκουλήκια περίφρ |
| My dog ate some garbage, so I had to take him to the vet and get him an anti-worm treatment. |
behavior therapy (US), behaviour therapy (UK) n | (psychology: treatment) (ψυχολογία) | θεραπεία συμπεριφοράς φρ ως ουσ θηλ |
cancer treatment n | (medical care for cancer) | θεραπεία για τον καρκίνο έκφρ |
| Radiation and chemotheraphy are the usual treatments for cancer. |
chiropody n | (medicine: treatment of feet) | χειροπρακτική θεραπεία συγκεκριμένα για τα προβλήματα των ποδιών |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| Greg specialized in chiropody in medical school. |
drug treatment n | (medication for illness) | φαρμακευτική θεραπεία επίθ + ουσ θηλ |
drug treatment n | (therapy for drug addiction) | απεξάρτηση ουσ θηλ |
| | θεραπεία απεξάρτησης φρ ως ουσ θηλ |
faith healing n | (healing through prayer) | θεραπεία μέσω της πίστης φρ ως ουσ θηλ |
| | θεραπεία μέσω της προσευχής φρ ως ουσ θηλ |
flooding n | figurative (psychotherapy) (ψυχολογία) | κατακλυσμιαία θεραπεία επίθ + ουσ θηλ |
| The psychologist used flooding to try to overcome Paul's anxiety. |
gene therapy n | (transplanting of genetic material) | γονιδιακή θεραπεία επίθ + ουσ θηλ |
group therapy n | abbreviation (group psychotherapy) | ομαδική θεραπεία έκφρ |
| People with addiction problems often benefit from group therapy. |
heat therapy n | (physical treatment using infrared light) | θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία έκφρ |
heat treatment n | (physical therapy) | θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία έκφρ |
| Giving localized heat treatment to sprained muscles can help them heal faster. |
hormone replacement therapy n | (medicine: menopause treatment) | θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης φρ ως ουσ θηλ |
HRT n | colloquial, initialism (hormone replacement therapy) | θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης περίφρ |
insulin shock therapy, shock therapy, insulin coma therapy n | historical (psychiatric treatment) (ιατρική) | θεραπεία με υπογλυκαιμικό κώμα έκφρ |
intravenous therapy n | (medical treatment given through a vein) (ιατρική) | θεραπεία που χορηγείται ενδοφλέβια έκφρ |
| Intravenous therapy is the fastest and most effective way to deliver fluids and medicines to the body. Most treatment for cancer is given as intravenous therapy. |
massage therapy n | (treatment: body rub) | θεραπεία μασάζ περίφρ |
| | μασαζοθεραπεία ουσ θηλ |
| | θεραπευτικό μασάζ επίθ + ουσ ουδ άκλ |
| The doctor recommended massage therapy in addition to medication for his back. |
outpatient treatment n | (medical care without overnight stay) | θεραπεία για εξωτερικό ασθενή, ιατρική φροντίδα για εξωτερικό ασθενή, περίθαλψη για εξωτερικό ασθενή περίφρ |
| | θεραπεία χωρίς νοσηλεία περίφρ |
responsive adj | (responding well to treatment) | που ανταποκρίνεται στη θεραπεία περίφρ |
| We will try a new medication and see if the cancer is responsive. |
| Θα δοκιμάσουμε ένα νέο φάρμακο για να δούμε εάν ο καρκίνος θα ανταποκριθεί στη θεραπεία. |
root canal treatment n | (dental treatment) | ενδοδοντική θεραπεία επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | απονεύρωση ουσ θηλ |
| Doctor Gottadrille is an expert providing root canal treatment. |
sham treated, sham-treated adj | (given a placebo) | που έλαβε εικονική θεραπεία περίφρ |
| | που έλαβε πλασέμπο περίφρ |
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun |
shock therapy, shock treatment n | colloquial (electroconvulsive treatment) | θεραπεία με ηλεκτροσοκ φρ ως ουσ θηλ |
Σχόλιο: Not used in technical contexts. |
| The shock therapy did more harm than good. |
spa treatment n | (health, beauty therapy) | θεραπεία σπα φρ ως ουσ θηλ |
untreated adj | (not given medical attention) (υγεία) | χωρίς θεραπεία, χωρίς αγωγή περίφρ |
| If left untreated, anaphylactic shock can be fatal. |
worm sth vtr | (animal: treat for parasites) | εφαρμόζω θεραπεία για σκουλήκια περίφρ |
| Elizabeth wormed her cat. |
| Η Ελίζαμπεθ εφάρμοσε στη γάτα της θεραπεία για τα σκουλήκια. |