Σε αυτή τη σελίδα: θέα, θεά

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
θέα view
  sight
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
view n (vista, panorama)θέα ουσ θηλ
 There is an amazing view out the window.
 Έχει καταπληκτική θέα από το παράθυρο.
scenery n (view around)τοπίο ουσ ουδ
  θέα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)σκηνικό ουσ ουδ
 Having reached the top of the mountain, Robert paused to admire the scenery.
 Φτάνοντας στην κορυφή του βουνού, ο Ρόμπερτ σταμάτησε για να θαυμάσει το τοπίο.
vista n (view of landscape)θέα ουσ θηλ
 The hotel had a gorgeous vista of the mountains.
scape n rare (scene, esp. landscape)θέα ουσ θηλ
  τοπίο ουσ ουδ
 This artist is famous for his paintings of Scottish scapes.
sight n (view)θέα ουσ θηλ
  θέαμα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)εικόνα ουσ θηλ
 The sight is amazing from on top of the Ferris wheel.
 Η θέα από τη ρόδα του λούνα παρκ ήταν μαγευτική
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το θέαμα που αντίκρισαν οι αστυνομικοί ήταν αποκρουστικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
view n (individual look)θέα ουσ θηλ
 They stopped at a high place for a view of the city.
 Σταμάτησαν σε σημείο με υψόμετρο, για να δουν τη θέα της πόλης.
outlook n (view)θέα ουσ θηλ
 The outlook from the balcony is stunning.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
belle,
belle of the ball
n
dated (most charming girl present) (η ομορφότερη)καλλονή, πεντάμορφη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)θεά, κουκλάρα ουσ θηλ
 When she was younger she was the belle of the town.
 Στα νιάτα της ήταν καλλονή (or: πεντάμορφη).
belvedere n (building with a view)κτίριο ή εξώστης με θέα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
drop-dead gorgeous adj figurative, slang (person: very attractive)πολύ γοητευτικός επίρ + επίθ
  (μεταφορικά)κούκλος, κούκλα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (μεταφορικά: πιο έντονο)θεός, θεά ουσ αρσ, ουσ θηλ
god n figurative, exaggeration (exceptional man)θεός, θεά ουσ αρσ, ουσ θηλ
 That man is so brilliant at his job - he is a god!
god n (object of worship)θεός, θεά ουσ αρσ, ουσ θηλ
 She adores him so much, she treats him like a god.
goddess n (god, deity)θεά ουσ θηλ
 The Wiccans prayed to their goddess.
 Οι Γουίκανς προσευχήθηκαν στην θεά τους.
goddess n figurative (attractive woman) (μεταφορικά: όμορφη)θεά ουσ θηλ
 Brian thought April was a goddess, which made her very uncomfortable.
goddess of love n (mythology: Aphrodite, Venus)θεά του έρωτα ουσ θηλ
have a ringside seat v expr figurative (be near the action) (κυριολεκτικά)έχω την καλύτερη θέση, έχω την καλύτερη θέα περίφρ
  (μεταφορικά, καθομ)είμαι πρώτο τραπέζι πίστα, κάθομαι πρώτο τραπέζι πίστα έκφρ
 The water boy has a ringside seat to the football game.
in full sight of sb expr (in clear view) (κάποιου)μπροστά στα μάτια περίφρ
  σε κοινή θέα περίφρ
in plain view expr (overtly, in the open)σε κοινή θέα έκφρ
 The deer stood in plain view in the field in front of us.
in public view adv (openly)σε κοινή θέα έκφρ
 They were kissing in public view at the station and didn't care if anyone saw them.
look on sth,
look out on sth
vi + prep
(have a view) (σε κάτι)βλέπω ρ μ
  (κάτι)έχω θέα ρ έκφρ
 The window looks on the meadow.
 Το παράθυρο βλέπει στο λιβάδι.
 Το παράθυρο έχει θέα στο λιβάδι.
on display adv (being shown, exhibited)σε δημόσια θέα, σε κοινή θέα περίφρ
  (πχ σε μουσείο)εκτίθεμαι ρ αμ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The shops have delicious produce on display.
 There were many exhibits on display at the museum.
outlook n (place with a view)παρατηρητήριο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)σημείο με θέα περίφρ
 We got to the top of the hill and found ourselves on a clifftop outlook.
overlook sth vtr (have a view of)βλέπω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  βλέπω ρ μ
  έχω θέα σε κτ ρ έκφρ
 Our bathroom window overlooks the neighbour's garden.
 Το παράθυρο του μπάνιου μας βλέπει στον κήπο του γείτονα.
overlook n (place with good view)παρατηρητήριο ουσ ουδ
  (κατά λέξη, πιο γενικά)σημείο με θέα περίφρ
 We went up to the overlook to enjoy the view.
panoramic view n (wide vista or landscape) (ελεύθερη οπτική)πανοραμική θέα επίθ + ουσ θηλ
  (κυρ: συνολική εικόνα)πανοραμική εικόνα, πανοραμική άποψη επίθ + ουσ θηλ
  πανόραμα ουσ ουδ
 The image is a panoramic view of the whole world as seen from space.
panoramic viewpoint n (wide or all-encompassing view)πανοραμική θέα ουσ θηλ
 At the top of the mountain, there is a panoramic viewpoint just beside the northern cliff-top.
scenic view n (picturesque landscape)γραφική θέα ουσ θηλ
 There's a magnificent scenic view from the top of the mountain.
sea view n (view over the ocean)θέα της θάλασσας περίφρ
  (περιγραφή μέρους/χώρου)θέα θάλασσα φρ ως ουσ θηλ
seascape n (view of the ocean)θαλάσσια θέα, θέα της θάλασσας φρ ως ουσ θηλ
sex goddess n figurative (very attractive woman) (σεξουαλικά προσόντα)σύμβολο του σεξ φρ ως ουσ ουδ
  (μτφ: εξωτερική εμφάνιση)θεά, κούκλα ουσ θηλ
 Jayne Mansfield was one of the biggest sex goddesses of the 1950s.
sexpot n slang (sexually attractive person) (για γυναίκα)κούκλα, θεά, γκομενάρα ουσ θηλ
  (χυδαίο)κάβλα, καβλιάρα, μουνάρα ουσ θηλ
  (για άντρα)κούκλος, θεός ουσ αρσ
  (χυδαίο)καβλιάρης ουσ αρσ
smile at sth vi + prep (regard with pleasure)χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα περίφρ
  χαμογελάω βλέποντας κτ, χαμογελώ βλέποντας κτ περίφρ
 Danny smiled at the memory of dancing with Laura.
smile at sth vi + prep (regard with amusement)χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα περίφρ
  χαμογελάω βλέποντας κτ, χαμογελώ βλέποντας κτ περίφρ
 She smiled at the innocence of the little boy's question.
starstruck,
also UK: star-struck
adj
figurative (awed by fame or celebrities)που μαγεύεται από τους διάσημους περίφρ
  (συνάντηση)που μαγεύεται στη θέα ενός διάσημου περίφρ
  (μεταφορικά)κομπλάρω ρ αμ
  τα χάνω έκφρ
 The first time I met my hero in person, I was a little starstruck.
streaker n (sb who runs naked in public)άτομο που τρέχει γυμνό σε κοινή θέα
  (πιο γενικό)επιδειξίας ουσ αρσ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 One of the neighbors saw a streaker recently, so be careful if you go jogging.
a stunner n slang (beautiful woman) (μεταφορικά, καθομ)θεά ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κουκλάρα ουσ θηλ
 Have you seen Ray's missus? She's a stunner.
 Έχεις δει τη γυναίκα του; Είναι θεά (or: κουκλάρα).
top view n (sth seen from above)θέα από ψηλά φρ ως ουσ θηλ
  (επιστήμες)κάτοψη ουσ θηλ
viewpoint n (observation point)σημείο με θέα ή καλή ορατότητα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The top of the hill provides a viewpoint over the whole city.
You'd make a better door than a window!,
You make a better do than a window!
expr
(you are blocking my view)μου κόβεις τη θέα έκφρ
  είσαι μπροστά μου και δεν βλέπω έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
θεά goddess
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
drop-dead gorgeous adj figurative, slang (person: very attractive)πολύ γοητευτικός επίρ + επίθ
  (μεταφορικά)κούκλος, κούκλα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (μεταφορικά: πιο έντονο)θεός, θεά ουσ αρσ, ουσ θηλ
goddess n (god, deity)θεά ουσ θηλ
 The Wiccans prayed to their goddess.
 Οι Γουίκανς προσευχήθηκαν στην θεά τους.
a stunner n slang (beautiful woman) (μεταφορικά, καθομ)θεά ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κουκλάρα ουσ θηλ
 Have you seen Ray's missus? She's a stunner.
 Έχεις δει τη γυναίκα του; Είναι θεά (or: κουκλάρα).
sexpot n slang (sexually attractive person) (για γυναίκα)κούκλα, θεά, γκομενάρα ουσ θηλ
  (χυδαίο)κάβλα, καβλιάρα, μουνάρα ουσ θηλ
  (για άντρα)κούκλος, θεός ουσ αρσ
  (χυδαίο)καβλιάρης ουσ αρσ
sex goddess n figurative (very attractive woman) (σεξουαλικά προσόντα)σύμβολο του σεξ φρ ως ουσ ουδ
  (μτφ: εξωτερική εμφάνιση)θεά, κούκλα ουσ θηλ
 Jayne Mansfield was one of the biggest sex goddesses of the 1950s.
belle,
belle of the ball
n
dated (most charming girl present) (η ομορφότερη)καλλονή, πεντάμορφη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)θεά, κουκλάρα ουσ θηλ
 When she was younger she was the belle of the town.
 Στα νιάτα της ήταν καλλονή (or: πεντάμορφη).
god n figurative, exaggeration (exceptional man)θεός, θεά ουσ αρσ, ουσ θηλ
 That man is so brilliant at his job - he is a god!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
god n (object of worship)θεός, θεά ουσ αρσ, ουσ θηλ
 She adores him so much, she treats him like a god.
goddess n figurative (attractive woman) (μεταφορικά: όμορφη)θεά ουσ θηλ
 Brian thought April was a goddess, which made her very uncomfortable.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
belvedere n (building with a view)κτίριο ή εξώστης με θέα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
goddess of love n (mythology: Aphrodite, Venus)θεά του έρωτα ουσ θηλ
have a ringside seat v expr figurative (be near the action) (κυριολεκτικά)έχω την καλύτερη θέση, έχω την καλύτερη θέα περίφρ
  (μεταφορικά, καθομ)είμαι πρώτο τραπέζι πίστα, κάθομαι πρώτο τραπέζι πίστα έκφρ
 The water boy has a ringside seat to the football game.
in full sight of sb expr (in clear view) (κάποιου)μπροστά στα μάτια περίφρ
  σε κοινή θέα περίφρ
in plain view expr (overtly, in the open)σε κοινή θέα έκφρ
 The deer stood in plain view in the field in front of us.
in public view adv (openly)σε κοινή θέα έκφρ
 They were kissing in public view at the station and didn't care if anyone saw them.
look on sth,
look out on sth
vi + prep
(have a view) (σε κάτι)βλέπω ρ μ
  (κάτι)έχω θέα ρ έκφρ
 The window looks on the meadow.
 Το παράθυρο βλέπει στο λιβάδι.
 Το παράθυρο έχει θέα στο λιβάδι.
on display adv (being shown, exhibited)σε δημόσια θέα, σε κοινή θέα περίφρ
  (πχ σε μουσείο)εκτίθεμαι ρ αμ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The shops have delicious produce on display.
 There were many exhibits on display at the museum.
outlook n (view)θέα ουσ θηλ
 The outlook from the balcony is stunning.
outlook n (place with a view)παρατηρητήριο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)σημείο με θέα περίφρ
 We got to the top of the hill and found ourselves on a clifftop outlook.
overlook sth vtr (have a view of)βλέπω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  βλέπω ρ μ
  έχω θέα σε κτ ρ έκφρ
 Our bathroom window overlooks the neighbour's garden.
 Το παράθυρο του μπάνιου μας βλέπει στον κήπο του γείτονα.
overlook n (place with good view)παρατηρητήριο ουσ ουδ
  (κατά λέξη, πιο γενικά)σημείο με θέα περίφρ
 We went up to the overlook to enjoy the view.
panoramic view n (wide vista or landscape) (ελεύθερη οπτική)πανοραμική θέα επίθ + ουσ θηλ
  (κυρ: συνολική εικόνα)πανοραμική εικόνα, πανοραμική άποψη επίθ + ουσ θηλ
  πανόραμα ουσ ουδ
 The image is a panoramic view of the whole world as seen from space.
panoramic viewpoint n (wide or all-encompassing view)πανοραμική θέα ουσ θηλ
 At the top of the mountain, there is a panoramic viewpoint just beside the northern cliff-top.
scape n rare (scene, esp. landscape)θέα ουσ θηλ
  τοπίο ουσ ουδ
 This artist is famous for his paintings of Scottish scapes.
scenery n (view around)τοπίο ουσ ουδ
  θέα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)σκηνικό ουσ ουδ
 Having reached the top of the mountain, Robert paused to admire the scenery.
 Φτάνοντας στην κορυφή του βουνού, ο Ρόμπερτ σταμάτησε για να θαυμάσει το τοπίο.
scenic view n (picturesque landscape)γραφική θέα ουσ θηλ
 There's a magnificent scenic view from the top of the mountain.
sea view n (view over the ocean)θέα της θάλασσας περίφρ
  (περιγραφή μέρους/χώρου)θέα θάλασσα φρ ως ουσ θηλ
seascape n (view of the ocean)θαλάσσια θέα, θέα της θάλασσας φρ ως ουσ θηλ
sight n (view)θέα ουσ θηλ
  θέαμα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)εικόνα ουσ θηλ
 The sight is amazing from on top of the Ferris wheel.
 Η θέα από τη ρόδα του λούνα παρκ ήταν μαγευτική
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το θέαμα που αντίκρισαν οι αστυνομικοί ήταν αποκρουστικό.
smile at sth vi + prep (regard with pleasure)χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα περίφρ
  χαμογελάω βλέποντας κτ, χαμογελώ βλέποντας κτ περίφρ
 Danny smiled at the memory of dancing with Laura.
smile at sth vi + prep (regard with amusement)χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα περίφρ
  χαμογελάω βλέποντας κτ, χαμογελώ βλέποντας κτ περίφρ
 She smiled at the innocence of the little boy's question.
starstruck,
also UK: star-struck
adj
figurative (awed by fame or celebrities)που μαγεύεται από τους διάσημους περίφρ
  (συνάντηση)που μαγεύεται στη θέα ενός διάσημου περίφρ
  (μεταφορικά)κομπλάρω ρ αμ
  τα χάνω έκφρ
 The first time I met my hero in person, I was a little starstruck.
streaker n (sb who runs naked in public)άτομο που τρέχει γυμνό σε κοινή θέα
  (πιο γενικό)επιδειξίας ουσ αρσ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 One of the neighbors saw a streaker recently, so be careful if you go jogging.
top view n (sth seen from above)θέα από ψηλά φρ ως ουσ θηλ
  (επιστήμες)κάτοψη ουσ θηλ
view n (vista, panorama)θέα ουσ θηλ
 There is an amazing view out the window.
 Έχει καταπληκτική θέα από το παράθυρο.
view n (individual look)θέα ουσ θηλ
 They stopped at a high place for a view of the city.
 Σταμάτησαν σε σημείο με υψόμετρο, για να δουν τη θέα της πόλης.
viewpoint n (observation point)σημείο με θέα ή καλή ορατότητα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The top of the hill provides a viewpoint over the whole city.
vista n (view of landscape)θέα ουσ θηλ
 The hotel had a gorgeous vista of the mountains.
You'd make a better door than a window!,
You make a better do than a window!
expr
(you are blocking my view)μου κόβεις τη θέα έκφρ
  είσαι μπροστά μου και δεν βλέπω έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση θέα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «θέα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!