WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
εύρεση | | finding, find |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
discovery n | (act of finding sth) (δεν ήξερα ότι υπάρχει) | ανακάλυψη ουσ θηλ |
| (ήξερα ότι υπάρχει) | εντοπισμός ουσ αρσ |
| | εύρεση ουσ θηλ |
| The explorer's discovery of an ancient city in the heart of the jungle was widely reported in the world press. |
| Η ανακάλυψη μιας αρχαίας πόλης στην καρδιά της ζούγκλας από τον εξερευνητή αποτέλεσε σημαντική είδηση σε όλο τον κόσμο. |
digging up n | figurative (discovery) | ανακάλυψη, εύρεση ουσ θηλ |
fixing n | (agreement: of date, etc.) | ορισμός, καθορισμός ουσ αρσ |
| | εύρεση ουσ θηλ |
| The fixing of a date that works for everyone is often difficult to do. |