Κύριες μεταφράσεις |
company n | (business) (επιχείρηση) | εταιρεία ουσ θηλ |
| Mike works for a large company. |
| Ο Μάικ εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία. |
firm n | (partnership: professional services) | εταιρία, εταιρεία ουσ θηλ |
| | επιχείρηση ουσ θηλ |
| She ran a small advertising firm. |
| Διευθύνει μια μικρή διαφημιστική εταιρία (or: εταιρεία). |
corporation n | (business) | εταιρεία, εταιρία, επιχείρηση ουσ θηλ |
| The three brothers formed a corporation and went into business. |
| Οι τρεις αδελφοί σύστησαν μια εταιρεία και ξεκίνησαν δουλειά. |
employer n | (company) | εταιρεία, επιχείρηση ουσ θηλ |
| | εργοδότης ουσ αρσ |
| (κατά λέξη) | εργοδότρια εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| Working for a big employer can be good, as there are often opportunities for promotion within the company. |
| Το να δουλεύει κανείς για μια μεγάλη εταιρεία μπορεί να είναι καλό, διότι συχνά υπάρχουν ευκαιρίες για προαγωγή μέσα στην επιχείρηση. |
fund n | (investments) (επενδύσεων) | εταιρεία, εταιρία ουσ θηλ |
| | οργανισμός ουσ αρσ |
| | ταμείο ουσ ουδ |
| (πιο γενικά) | επενδύσεις ουσ θηλ πλ |
| Eric spread his money across several investment funds. |
| Ο Έρικ μοίρασε τα χρήματά του σε διάφορες εταιρείες επενδύσεων. |
partnership n | (company legal status) | εταιρεία, εταιρία ουσ θηλ |
| (επίσημο, κατά λέξη) | προσωπική εταιρεία, προσωπική εταιρία επίθ + ουσ θηλ |
| This company is a partnership; it's headed by three partners who all own an equal share of the business. |
| Αυτή η εταιρεία είναι μια προσωπική εταιρεία. Διοικείται από τρεις εταίρους που όλοι έχουν ισάριθμο αριθμό μετοχών της εταιρείας. |
provider n | (telecommunications company) | πάροχος ουσ αρσ |
| (τηλεπικοινωνιών) | εταιρεία ουσ θηλ |
| Neil called his provider about a problem with his internet connection. |
| Ο Νηλ κάλεσε τον πάροχό του για ένα πρόβλημα με τη σύνδεσή του στο διαδίκτυο. |
concern n | (company) | εταιρεία ουσ θηλ |
| | επιχείρηση ουσ θηλ |
| Brian has started a shipping concern. |
| Ο Μπράιαν ίδρυσε μια ναυτιλιακή εταιρεία. |
Σύνθετοι τύποι: |
affiliate n | (commerce: related company) | συνδεδεμένη εταιρεία μτχ πρκ + ουσ θηλ |
| (κατά περίπτωση) | θυγατρική εταιρία επίθ + ουσ θηλ |
| | θυγατρική επίθ ως ουσ θηλ |
| Our affiliate in Bonn will handle your inquiry. |
airline n | (air transport company) | αεροπορική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| Several airlines announced price increases today. |
auto wrecker n | (vehicle-crushing company) | εταιρεία ανακύκλωσης οχημάτων περίφρ |
| The auto wrecker dismantles the car for parts before putting it in the crusher. |
brokerage n | (stock sales company) | χρηματιστηριακή εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| | χρηματομεσιτική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| New York is home to several large insurance brokerages. |
carrier n | (logistics: transportation company) | εταιρεία μεταφορών φρ ως ουσ θηλ |
| | μεταφορική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | μεταφορική επίθ ως ουσ θηλ |
| Tom drives a truck for a major carrier. |
| Ο Τομ είναι οδηγός φορτηγού για μια μεγάλη εταιρεία μεταφορών. |
carrier n | (telephone company) | πάροχος ουσ αρσ |
| | εταιρεία τηλεφωνίας φρ ως ουσ θηλ |
| Does your carrier charge a fee for long-distance calls? |
caterer n | (food service company) | εταιρεία κέτερινγκ, εταιρεία τροφοδοσίας φρ ως ουσ θηλ |
| We tried three different caterers till we found one that we liked. |
| Δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικές εταιρίες κέτερινγκ πριν βρούμε αυτή που μας άρεσε περισσότερο. |
collection agency n | (debt collection company) | εταιρεία συλλογής χρεών ουσ θηλ |
| Delinquent accounts are turned over to a collection agency after 30 days. |
common carrier n | (company providing freight service) | μεταφορική εταιρεία ουσ θηλ |
| That company is a common carrier both in California and Nevada. |
constructor n | (construction company) | κατασκευαστική εταιρεία, κατασκευαστική εταιρία επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | κατασκευαστής ουσ αρσ |
| (συγκεκριμένου έργου) | κατασκευάστρια εταιρεία, κατασκευάστρια εταιρία επίθ + ουσ θηλ |
consultancy n | (business that advises) | συμβουλευτική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| | εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών φρ ως ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | σύμβουλος ουσ αρσ |
| The company is a consultancy for business startups. |
consulting company n | (business paid to advise) | εταιρεία συμβούλων φρ ως ουσ θηλ |
| | συμβουλευτική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
consumer cooperative, consumer co-operative n | (customer-owned business) | συνεταιριστική εταιρεία καταναλωτών φρ ως ουσ θηλ |
| | συνεταιρισμός καταναλωτών φρ ως ουσ αρσ |
| | καταναλωτικός συναιτερισμός επίθ + ουσ αρσ |
courier service n | (delivery service) | εταιρεία ταχυμεταφορών ουσ θηλ |
decliner n | US (company: declined stock value) | εταιρεία με πτωτική τιμή μετοχής |
developer n | (real estate) (καθομιλουμένη) | εργολάβος ουσ αρσ/θηλ |
| (άτομο) | υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων περίφρ |
| (εταιρεία) | εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων περίφρ |
| The mansion was bought by a developer who planned to turn it into six apartments. |
| Το αρχοντικό αγοράστηκε από έναν εργολάβο ο οποίος σχεδίαζε να το μετατρέψει σε έξι διαμερίσματα. |
| Το αρχοντικό αγοράστηκε από μια εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων η οποία σχεδίαζε να το μετατρέψει σε έξι διαμερίσματα. |
furniture mover n | US (company: transports furniture) | μεταφορική εταιρεία φρ ως ουσ θηλ |
gasman n | (male who works for gas company) | εργαζόμενος σε εταιρεία αερίου έκφρ |
holding company n | (business) | ελέγχουσα εταιρεία, εταιρεία χαρτοφυλακίου φρ ως ουσ θηλ |
| | ελέγχουσα εταιρία, εταιρία χαρτοφυλακίου φρ ως ουσ θηλ |
insurance company n | (company that sells insurance policies) | ασφαλιστική εταιρεία έκφρ |
| After the accident, my insurance company refused to pay for repairs to my car. |
insurer, also UK: assurer n | (insurance company) | ασφαλιστική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| My insurer will not cover flood damage. |
issuer n | (person or company that allocates sth) (πρόσωπο, εταιρεία) | εκδότης ουσ αρσ |
| (αρχή) | εκδοτική αρχή επίθ + ουσ θηλ |
| (εταιρεία) | εκδοτική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| (εταιρεία) | εταιρεία έκδοσης |
| Credit card issuers give large signup bonuses on some cards. |
label n | (music industry) (μουσική βιομηχανία) | δισκογραφική εταιρεία φρ ως ουσ θηλ |
| | δισκογραφική επίθ ως ουσ θηλ |
| Our band has signed with a new label. |
| Η μπάντα μας υπέγραψε με μια νέα δισκογραφική εταιρεία. |
livery n | US (boat hire company) | εταιρεία ενοικίασης σκαφών, εταιρία ενοικίασης σκαφών φρ ως ουσ θηλ |
Ltd, Ltd., Ld. adj | written, abbreviation (company: Limited) (συντομ.) | ΕΠΕ ουσ θηλ άκλ |
| | εταιρεία περιορισμένης ευθύνης φρ ως ουσ θηλ |
| My father's law firm is called Rogers and Rogers, Ltd. |
manufacturer n | (business) | κατασκευαστής ουσ αρσ |
| | κατασκευάστρια εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| The company was a major manufacturer for all kinds of goods. |
| Η εταιρεία είναι μεγάλος κατασκευαστής όλων των ειδών προϊόντων. |
merchant n | (retail sales) | εμπορική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| | έμπορος ουσ αρσ |
| The company was a major merchant in the perfume industry. |
mortgage company n | (business providing loans to property buyers) | εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων ουσ θηλ |
public company n | (shares traded publicly) | ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία επίθ + ουσ θηλ |
| Iconix trades as a public company on the NASDAQ. |
publisher n | (record label) | δισκογραφική εταιρεία φρ ως ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δισκογραφική επίθ ως ουσ θηλ |
railway n | (railroad company) | σιδηροδρομικός οργανισμός επίθ + ουσ αρσ |
| (ιδιωτική) | σιδηροδρομική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| The railways often seem more interested in profit than the comfort of their passengers. |
record label n | (recorded music production company) | δισκογραφική εταιρεία ουσ θηλ |
recruiter n | (company hiring new staff) | εταιρεία πρόσληψης προσωπικού φρ ως ουσ θηλ |
| There were many recruiters at the university employment fair. |
shipper n | (person, company who ships goods) | μεταφορέας ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | κούριερ ουσ αρσ άκλ |
| (όχι για άτομο) | μεταφορική εταιρεία, μεταφορική εταιρία επίθ + ουσ θηλ |
| The shipper sent the package via FedEx. |
shipping company n | (business that sends goods overseas) | ναυτιλιακή εταιρεία ουσ θηλ |
| Some shipping companies only send goods within the country. |
shopfitter n | (company that furnishes and equips stores) | εταιρεία επίπλωσης και εξοπλισμού καταστημάτων |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
small firm n | (company with few employees) | μικρή εταιρεία έκφρ |
| Ours is a small firm with only 4 employees. |
soft drinks manufacturer n | (company: makes non-alcoholic beverages) | εταιρεία παραγωγής αναψυκτικών έκφρ |
| Schweppes is a major soft drinks manufacturer and they have factories in many different countries. |
subsidiary n | (company) | θυγατρική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
| | θυγατρική επίθ ως ουσ θηλ |
| This company has subsidiaries all over the world. |
| Αυτή η εταιρεία έχει θυγατρικές σε όλο τον κόσμο. |
underwriter n | (insurance company) | εταιρεία ανάληψης κινδύνου φρ ως ουσ θηλ |
| | underwriter ουσ αρσ/θηλ άκλ |
| The company was the underwriter for thousands of travel insurance policies. |
unsigned adj | (not contracted to a record label) (μουσική) | που δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρεία έκφρ |
| The concert is an opportunity for unsigned bands to get noticed by record companies. |