WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
εταιρεία,
εταιρία
company
  firm
  enterprise
  corporation
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
company n (business) (επιχείρηση)εταιρεία ουσ θηλ
 Mike works for a large company.
 Ο Μάικ εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία.
firm n (partnership: professional services)εταιρία, εταιρεία ουσ θηλ
  επιχείρηση ουσ θηλ
 She ran a small advertising firm.
 Διευθύνει μια μικρή διαφημιστική εταιρία (or: εταιρεία).
corporation n (business)εταιρεία, εταιρία, επιχείρηση ουσ θηλ
 The three brothers formed a corporation and went into business.
 Οι τρεις αδελφοί σύστησαν μια εταιρεία και ξεκίνησαν δουλειά.
employer n (company)εταιρεία, επιχείρηση ουσ θηλ
  εργοδότης ουσ αρσ
  (κατά λέξη)εργοδότρια εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
 Working for a big employer can be good, as there are often opportunities for promotion within the company.
 Το να δουλεύει κανείς για μια μεγάλη εταιρεία μπορεί να είναι καλό, διότι συχνά υπάρχουν ευκαιρίες για προαγωγή μέσα στην επιχείρηση.
fund n (investments) (επενδύσεων)εταιρεία, εταιρία ουσ θηλ
  οργανισμός ουσ αρσ
  ταμείο ουσ ουδ
  (πιο γενικά)επενδύσεις ουσ θηλ πλ
 Eric spread his money across several investment funds.
 Ο Έρικ μοίρασε τα χρήματά του σε διάφορες εταιρείες επενδύσεων.
partnership n (company legal status)εταιρεία, εταιρία ουσ θηλ
  (επίσημο, κατά λέξη)προσωπική εταιρεία, προσωπική εταιρία επίθ + ουσ θηλ
 This company is a partnership; it's headed by three partners who all own an equal share of the business.
 Αυτή η εταιρεία είναι μια προσωπική εταιρεία. Διοικείται από τρεις εταίρους που όλοι έχουν ισάριθμο αριθμό μετοχών της εταιρείας.
provider n (telecommunications company)πάροχος ουσ αρσ
  (τηλεπικοινωνιών)εταιρεία ουσ θηλ
 Neil called his provider about a problem with his internet connection.
 Ο Νηλ κάλεσε τον πάροχό του για ένα πρόβλημα με τη σύνδεσή του στο διαδίκτυο.
concern n (company)εταιρεία ουσ θηλ
  επιχείρηση ουσ θηλ
 Brian has started a shipping concern.
 Ο Μπράιαν ίδρυσε μια ναυτιλιακή εταιρεία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
practice n (lawyer's business)γραφείο ουσ ουδ
  (πολλά άτομα)εταιρεία, εταιρία ουσ θηλ
 I want to work for the best law practice in town.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
affiliate n (commerce: related company)συνδεδεμένη εταιρεία μτχ πρκ + ουσ θηλ
  (κατά περίπτωση)θυγατρική εταιρία επίθ + ουσ θηλ
  θυγατρική επίθ ως ουσ θηλ
 Our affiliate in Bonn will handle your inquiry.
airline n (air transport company)αεροπορική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
 Several airlines announced price increases today.
auto wrecker n (vehicle-crushing company)εταιρεία ανακύκλωσης οχημάτων περίφρ
 The auto wrecker dismantles the car for parts before putting it in the crusher.
brokerage n (stock sales company)χρηματιστηριακή εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
  χρηματομεσιτική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
 New York is home to several large insurance brokerages.
carrier n (logistics: transportation company)εταιρεία μεταφορών φρ ως ουσ θηλ
  μεταφορική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μεταφορική επίθ ως ουσ θηλ
 Tom drives a truck for a major carrier.
 Ο Τομ είναι οδηγός φορτηγού για μια μεγάλη εταιρεία μεταφορών.
carrier n (telephone company)πάροχος ουσ αρσ
  εταιρεία τηλεφωνίας φρ ως ουσ θηλ
 Does your carrier charge a fee for long-distance calls?
caterer n (food service company)εταιρεία κέτερινγκ, εταιρεία τροφοδοσίας φρ ως ουσ θηλ
 We tried three different caterers till we found one that we liked.
 Δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικές εταιρίες κέτερινγκ πριν βρούμε αυτή που μας άρεσε περισσότερο.
collection agency n (debt collection company)εταιρεία συλλογής χρεών ουσ θηλ
 Delinquent accounts are turned over to a collection agency after 30 days.
common carrier n (company providing freight service)μεταφορική εταιρεία ουσ θηλ
 That company is a common carrier both in California and Nevada.
constructor n (construction company)κατασκευαστική εταιρεία, κατασκευαστική εταιρία επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κατασκευαστής ουσ αρσ
  (συγκεκριμένου έργου)κατασκευάστρια εταιρεία, κατασκευάστρια εταιρία επίθ + ουσ θηλ
consultancy n (business that advises)συμβουλευτική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
  εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)σύμβουλος ουσ αρσ
 The company is a consultancy for business startups.
consulting company n (business paid to advise)εταιρεία συμβούλων φρ ως ουσ θηλ
  συμβουλευτική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
consumer cooperative,
consumer co-operative
n
(customer-owned business)συνεταιριστική εταιρεία καταναλωτών φρ ως ουσ θηλ
  συνεταιρισμός καταναλωτών φρ ως ουσ αρσ
  καταναλωτικός συναιτερισμός επίθ + ουσ αρσ
courier service n (delivery service)εταιρεία ταχυμεταφορών ουσ θηλ
decliner n US (company: declined stock value)εταιρεία με πτωτική τιμή μετοχής
developer n (real estate) (καθομιλουμένη)εργολάβος ουσ αρσ/θηλ
  (άτομο)υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων περίφρ
  (εταιρεία)εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων περίφρ
 The mansion was bought by a developer who planned to turn it into six apartments.
 Το αρχοντικό αγοράστηκε από έναν εργολάβο ο οποίος σχεδίαζε να το μετατρέψει σε έξι διαμερίσματα.
 Το αρχοντικό αγοράστηκε από μια εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων η οποία σχεδίαζε να το μετατρέψει σε έξι διαμερίσματα.
furniture mover n US (company: transports furniture)μεταφορική εταιρεία φρ ως ουσ θηλ
gasman n (male who works for gas company)εργαζόμενος σε εταιρεία αερίου έκφρ
holding company n (business)ελέγχουσα εταιρεία, εταιρεία χαρτοφυλακίου φρ ως ουσ θηλ
  ελέγχουσα εταιρία, εταιρία χαρτοφυλακίου φρ ως ουσ θηλ
insurance company n (company that sells insurance policies)ασφαλιστική εταιρεία έκφρ
 After the accident, my insurance company refused to pay for repairs to my car.
insurer,
also UK: assurer
n
(insurance company)ασφαλιστική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
 My insurer will not cover flood damage.
issuer n (person or company that allocates sth) (πρόσωπο, εταιρεία)εκδότης ουσ αρσ
  (αρχή)εκδοτική αρχή επίθ + ουσ θηλ
  (εταιρεία)εκδοτική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
  (εταιρεία)εταιρεία έκδοσης
 Credit card issuers give large signup bonuses on some cards.
label n (music industry) (μουσική βιομηχανία)δισκογραφική εταιρεία φρ ως ουσ θηλ
  δισκογραφική επίθ ως ουσ θηλ
 Our band has signed with a new label.
 Η μπάντα μας υπέγραψε με μια νέα δισκογραφική εταιρεία.
livery n US (boat hire company)εταιρεία ενοικίασης σκαφών, εταιρία ενοικίασης σκαφών φρ ως ουσ θηλ
Ltd,
Ltd.,
Ld.
adj
written, abbreviation (company: Limited) (συντομ.)ΕΠΕ ουσ θηλ άκλ
  εταιρεία περιορισμένης ευθύνης φρ ως ουσ θηλ
 My father's law firm is called Rogers and Rogers, Ltd.
manufacturer n (business)κατασκευαστής ουσ αρσ
  κατασκευάστρια εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
 The company was a major manufacturer for all kinds of goods.
 Η εταιρεία είναι μεγάλος κατασκευαστής όλων των ειδών προϊόντων.
merchant n (retail sales)εμπορική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
  έμπορος ουσ αρσ
 The company was a major merchant in the perfume industry.
mortgage company n (business providing loans to property buyers)εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων ουσ θηλ
public company n (shares traded publicly)ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία επίθ + ουσ θηλ
 Iconix trades as a public company on the NASDAQ.
publisher n (record label)δισκογραφική εταιρεία φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δισκογραφική επίθ ως ουσ θηλ
railway n (railroad company)σιδηροδρομικός οργανισμός επίθ + ουσ αρσ
  (ιδιωτική)σιδηροδρομική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
 The railways often seem more interested in profit than the comfort of their passengers.
record label n (recorded music production company)δισκογραφική εταιρεία ουσ θηλ
recruiter n (company hiring new staff)εταιρεία πρόσληψης προσωπικού φρ ως ουσ θηλ
 There were many recruiters at the university employment fair.
shipper n (person, company who ships goods)μεταφορέας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)κούριερ ουσ αρσ άκλ
  (όχι για άτομο)μεταφορική εταιρεία, μεταφορική εταιρία επίθ + ουσ θηλ
 The shipper sent the package via FedEx.
shipping company n (business that sends goods overseas)ναυτιλιακή εταιρεία ουσ θηλ
 Some shipping companies only send goods within the country.
shopfitter n (company that furnishes and equips stores)εταιρεία επίπλωσης και εξοπλισμού καταστημάτων
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
small firm n (company with few employees)μικρή εταιρεία έκφρ
 Ours is a small firm with only 4 employees.
soft drinks manufacturer n (company: makes non-alcoholic beverages)εταιρεία παραγωγής αναψυκτικών έκφρ
 Schweppes is a major soft drinks manufacturer and they have factories in many different countries.
subsidiary n (company)θυγατρική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
  θυγατρική επίθ ως ουσ θηλ
 This company has subsidiaries all over the world.
 Αυτή η εταιρεία έχει θυγατρικές σε όλο τον κόσμο.
underwriter n (insurance company)εταιρεία ανάληψης κινδύνου φρ ως ουσ θηλ
  underwriter ουσ αρσ/θηλ άκλ
 The company was the underwriter for thousands of travel insurance policies.
unsigned adj (not contracted to a record label) (μουσική)που δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρεία έκφρ
 The concert is an opportunity for unsigned bands to get noticed by record companies.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση εταιρεία στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «εταιρεία».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!