WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
επάγγελμα profession
  job
  occupation
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
career n (profession)επάγγελμα ουσ ουδ
  καριέρα ουσ θηλ
 Many children want a career as a doctor.
 Πολλά παιδιά θέλουν να ακολουθήσουν το επάγγελμα του γιατρού.
 Πολλά παιδιά θέλουν να κάνουν καριέρα ως γιατροί.
occupation n (job, profession)επάγγελμα ουσ ουδ
  δουλειά, εργασία ουσ θηλ
  απασχόληση ουσ θηλ
 Christine finds her occupation as a writer very satisfying.
 Η Κριστίν θεωρεί το επάγγελμά της ως συγγραφέας πολύ ικανοποιητικό.
profession n (job, vocation)επάγγελμα ουσ ουδ
 Which professions offer the best job security today?
 Ποια επαγγέλματα προσφέρουν τη μεγαλύτερη εργασιακή ασφάλεια σήμερα;
vocation n (profession, career)επάγγελμα ουσ ουδ
  (συνεπάγεται προσφορά)λειτούργημα ουσ ουδ
 After years of searching, Amelia found her vocation--as a social worker.
metier,
métier
n
Gallicism, formal (profession, trade)επάγγελμα ουσ ουδ
  δουλειά, εργασία ουσ θηλ
 Kevin never truly found his metier.
living n (job)δουλειά ουσ θηλ
  επάγγελμα ουσ ουδ
 What do you do for a living? I am a dentist.
 Τί δουλειά κάνεις; Είμαι οδοντίατρος.
 Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος.
calling n (profession)επάγγελμα ουσ ουδ
  δουλειά ουσ θηλ
  καριέρα ουσ θηλ
 Roberta felt that law would be her calling, so she majored in pre-law in college.
work n uncountable (occupation)δουλειά ουσ θηλ
  επάγγελμα ουσ ουδ
 What is your work? I'm a dentist.
 Τι δουλειά κάνεις; Εγώ είμαι οδοντίατρος.
 Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Εγώ είμαι οδοντίατρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
banking n (profession of a banker)το επάγγελμα του τραπεζίτη περίφρ
  (καθομιλουμένη)τραπεζικά επίθ ως ουσ ουδ πλ
  τραπεζική επίθ ως ουσ θηλ
 Banking is a difficult career path, but it can be very lucrative.
have tenure vi (be permanently employed)έχω μόνιμο επάγγελμα έκφρ
ician suffix (noun: denotes occupation)κατάληξη που δηλώνει επάγγελμα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 For example: beautician, magician
 Για παράδειγμα: αισθητικός, μάγος
laity npl (people not in a given profession)κοινοί άνθρωποι ουσ αρσ πλ
  αμύητοι ως προς ένα επάγγελμα
legal practitioner n formal (sb who practices law)νομικός ουσ αρσ/θηλ
  που ασκεί το νομικό επάγγελμα περίφρ
legal profession n (law: law-related employment field)νομικό επάγγελμα επίθ + ουσ ουδ
nonpracticing,
non-practicing (US),
non-practising (UK)
adj
(not professionally active)που δεν ασκεί το επάγγελμα περίφρ
  μη εν ενεργεία περίφρ
plier n (person who plies a trade)κπ που ασκεί ένα επάγγελμα περίφρ
  κπ που κάνει μια δουλειά περίφρ
  (επίσημο)ο ασκών ένα επάγγελμα περίφρ
 A boy in those days would be apprenticed at 14 and the plier of a trade by 16.
private practice n (profession: independent)ιδιωτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ
  (γιατρός)ιδιωτικό ιατρείο επίθ + ουσ ουδ
  (είδος σχέσης εργασίας)ιδιωτικό επάγγελμα επίθ + ουσ ουδ
 My doctor no longer works at that big clinic; he has gone into private practice.
private practice n (freelance work)ιδιωτεύω ρ αμ
  (κατά λέξη)ιδιωτικό επάγγελμα επίθ + ουσ ουδ
 If you become a Certified Public Accountant, you can do private practice.
the trades npl (business: manual work)χειρωνακτική εργασία επίθ + ουσ θηλ
  τεχνικό επάγγελμα επίθ + ουσ ουδ
 After completing an apprenticeship, he got a job in the trades.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση επάγγελμα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «επάγγελμα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!