Σύνθετοι τύποι: |
abroad adv | (outside own country) | στο εξωτερικό φρ ως επίρ |
| (καθομιλουμένη) | έξω επίρ |
| I met many interesting people when I traveled abroad. |
| Γνώρισα πολλά ενδιαφέροντα άτομα όταν ταξίδεψα στο εξωτερικό. |
| Γνώρισα πολλά ενδιαφέροντα άτομα όταν ταξίδεψα έξω. |
abroad n | (foreign country) | το εξωτερικό περίφρ |
| (ανεπίσημο) | το έξω περίφρ |
| When Joy came back from abroad, her attitude was different. |
| Όταν η Τζόι επέστρεψε από το εξωτερικό, η συμπεριφορά της ήταν διαφορετική. |
bailey n | (castle's outer wall) | εξωτερικό τείχος κάστρου περίφρ |
| | περιτείχισμα ουσ ουδ |
bed sth out, bed out sth vtr phrasal sep | (horticulture: plant) | φυτεύω σε εξωτερικό χώρο περίφρ |
contracting party n | (sb hiring external worker) | που προσλαμβάνει εξωτερικό συνεργάτη έκφρ |
external adj | (foreign) | εξωτερικός επίθ |
| | από το εξωτερικό περίφρ |
| There was a lot more external migration last year than in previous years. |
externality, plural: externalities n | (outward feature) | εξωτερικό στοιχείο επίθ + ουσ ουδ |
farm out sth, farm sth out vtr phrasal sep | (subcontract) | αναθέτω σε υπεργολάβο περίφρ |
| | αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ |
| He just made the units and farmed out the maintenance to a subcontractor. |
| Μόλις έφτιαξε τις μονάδες και ανέθεσε τη συντήρηση σε έναν υπεργολάβο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όχι, το γραφείο μας δεν ασχολείται με τη μετάφραση των κειμένων. Το αναθέτουμε σε εξωτερικό συνεργάτη. |
foreign made, foreign-made adj | (manufactured overseas) | κατασκευασμένος στο εξωτερικό περίφρ |
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun. |
| Why buy a foreign-made product when you can get a domestic one cheaper? |
foreign trade n | (international commerce) | εξωτερικό εμπόριο επίθ + ουσ ουδ |
go abroad vi + adv | (travel outside country) | πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό περίφρ |
| | ταξιδεύω στο εξωτερικό περίφρ |
| Stavros is planning to go abroad for the first time in his life. |
| Ο Σταύρος σχεδιάζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό για πρώτη φορά στη ζωή του. |
leave the country v expr | (go abroad, go overseas) | φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό έκφρ |
| I left the country five years ago when I moved to Spain. |
lift sb/sth out, lift out sb/sth vtr phrasal sep | UK (outsource: a team) | αναθέτω ρ μ |
| (κατά λέξη) | αναθέτω εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ |
offshore adv | (abroad, in other country) | στο εξωτερικό περίφρ |
| Some financial institutions operate offshore. |
| Κάποια οικονομικά ιδρύματα λειτουργούν στο εξωτερικό. |
on location expr | (cinema: not in the studio) | σε εξωτερικό χώρο έκφρ |
| All the outside scenes in the film were shot on location. |
on the outside of sth expr | (on the exterior of) | στο εξωτερικό του/της έκφρ |
| The artist was commissioned to paint a mural on the outside of the building. |
| Ανατέθηκε στον καλλιτέχνη να ζωγραφίσει μια τοιχογραφία στο εξωτερικό του κτιρίου. |
outdoor adj | (not inside) | εξωτερικός επίθ |
| | έξω επίρ |
| | στο εξωτερικό περίφρ |
| | σε εξωτερικό χώρο περίφρ |
| This café has outdoor seating, which is great when it's sunny. |
| Αυτό το καφέ έχει καθίσματα σε εξωτερικό χώρο, πράγμα τέλειο όταν έχει λιακάδα. |
outdoor coffee-house n | (café: outside seating) | καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο περίφρ |
| | καφετέρια με τραπεζάκια έξω περίφρ |
| Outdoor coffee-houses are not very popular in hot climates during the summer. |
| Οι καφετέριες που έχουν τραπεζάκια έξω δεν είναι και πολύ δημοφιλείς στις πολύ ζεστές περιοχές το καλοκαίρι. |
outdoor toilet n | (lavatory situated outside) | εξωτερική τουαλέτα επίθ + ουσ θηλ |
| (επίσημο) | εξωτερικό αποχωρητήριο επίθ + ουσ ουδ |
outdoorsman n | (male: is outdoors a lot) | άνθρωπος που βρίσκεται συχνά έξω περίφρ |
| | άνθρωπος που βρίσκεται συχνά σε εξωτερικό χώρο περίφρ |
outer coat n | (outermost layer of sth) | εξωτερικό περίβλημα επίθ + ουσ ουδ |
outer ear n | (external parts of the ear) (επίσημο) | έξω ους ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | εξωτερικό αυτί ουσ ουδ |
| The outer ear is one of the first parts of the body to get frostbite in very cold weather. |
outer layer n | (covering) | εξωτερική στρώση ουσ θηλ |
| | εξωτερικό στρώμα ουσ ουδ |
| I need a warm coat with a woollen lining and a waterproof outer layer. It turned out to be a warmer day than expected, so I removed my outer layers. |
outer shell n | (exterior casing) | εξωτερικό περίβλημα επίθ + ουσ ουδ |
| | εξωτερικό κάλυμμα επίθ + ουσ ουδ |
| The outer shell of the helmet is made up of carbon-fibre material. |
outhouse n | (outbuilding) | εξωτερικό κτίσμα |
| The estate is quite large and contains several outhouses. |
outpatient clinic n | (medical day treatment centre) | κλινική ουσ θηλ |
| | εξωτερικό ιατρείο ουσ ουδ |
| The procedure is so simple that you don't need to stay in hospital, you can have it done at an outpatient clinic. |
outpatient surgery n | (clinic not requiring overnight stay) | εξωτερικό ιατρείο επίθ + ουσ ουδ |
| | εξωτερική κλινική επίθ + ουσ θηλ |
| The new outpatient surgery center is expected to open next month. |
outpatient treatment n | (medical care without overnight stay) | θεραπεία για εξωτερικό ασθενή, ιατρική φροντίδα για εξωτερικό ασθενή, περίθαλψη για εξωτερικό ασθενή περίφρ |
| | θεραπεία χωρίς νοσηλεία περίφρ |
outsole n | (outer sole of a shoe) | εξωτερικό μέρος της σόλας περίφρ |
outsource sth vtr | (work: contract out) | αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτους περίφρ |
| The company has outsourced payroll and accounting. |
| Η εταιρεία έχει αναθέσει σε εξωτερικό συνεργάτη (or: έχει αναθέσει σε τρίτους) τη μισθοδοσία και τα λογιστικά. |
outsource sth to sb vtr + prep | (work: contract out) (κάτι σε κάποιον) | αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτους περίφρ |
| The company outsourced hiring to an external human relations firm. |
outsource vi | (contract out work) | αναθέτω εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω εργασία σε τρίτους περίφρ |
| | αναθέτω δραστηριότητα σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω δραστηριότητα σε τρίτους περίφρ |
| No-one on the payroll was qualified so we had to outsource. |
| Κανένας από το τμήμα λογιστικής δεν είχε τα προσόντα κι έτσι αναγκαστήκαμε να αναθέσουμε την εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη (or: αναθέσουμε την εργασία σε τρίτους). |
outsource sth vtr | (goods, services: obtain externally) (επίσημο) | αποκτώ από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ |
| The company now outsources a lot of the items it used to make. |
outsource sth from sb vtr + prep | (goods, services: obtain externally) (επίσημο) | αποκτώ από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ |
| The factory, which is in London, outsources its parts from China. |
outsource vi | (obtain goods externally) | αγοράζω από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ |
| For some items, we've found it's cheaper to outsource. |
outsourcing n | (subcontracting: to outside company) | εξωτερική ανάθεση επίθ + ουσ θηλ |
| | ανάθεση σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ |
| Outsourcing is increasingly common in today's commerce. |
| Η εξωτερική ανάθεση γίνεται όλο και πιο συνήθης στο σημερινό εμπόριο. |
outsourcing n | (obtaining: from outside company) | προμήθεια από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ |
| We use outsourcing for all our raw materials and components. |
| Χρησιμοποιούμε προμήθεια από εξωτερικό προμηθευτή για τα ακατέργαστα υλικά και τα κομμάτια. |
outward sign n | (visible indication) | εξωτερικό σημάδι επίθ + ουσ ουδ |
| | εξωτερική ένδειξη επίθ + ουσ θηλ |
overseas adv | (across the sea) | στο εξωτερικό περίφρ |
| (επίσημο) | στην αλλοδαπή περίφρ |
Σχόλιο: Ο αγγλικός όρος είναι πιο συγκεκριμένος και αναφέρεται σε χώρες που χωρίζονται με θάλασσα. |
| Gladys rarely sees her son since he moved overseas. |
peripheral device n | (external device connected to a computer) (Η/Υ) | εξωτερικό τερματικό ουσ ουδ |
| Dan upgraded his peripheral devices to wireless so now there are fewer cables around his computer. |
pit latrine n | (outdoor toilet) | εξωτερική τουαλέτα, υπαίθρια τουαλέτα επίθ + ουσ θηλ |
| (επίσημο) | εξωτερικό αποχωρητήριο, υπαίθριο αποχωρητήριο επίθ + ουσ ουδ |
response to stimuli n | (biology: physical reactions) | αντίδραση σε εξωτερικό ερέθισμα φρ ως ουσ θηλ |
| A characteristic of all living organisms is that they have a response to stimuli. In humans, this is called behavior. |
settlement abroad n | (emigration, moving to another country) | εγκατάσταση στο εξωτερικό περίφρ |
study abroad vi + adv | (study in foreign country) | σπουδάζω στο εξωτερικό ρ μ |
| After high school, she intended to study abroad. |
subcontract sth vtr | (work: outsource) | αναθέτω κτ σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ |
| (επίσημο) | αναθέτω κτ σε υπεργολάβο περίφρ |
| A lot of government agencies subcontract work because it's cheaper. |
subcontract sth to sb/sth vtr + prep | (work: outsource) | αναθέτω κτ σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ |
| (επίσημο) | αναθέτω κτ σε υπεργολάβο περίφρ |
| The CDC subcontracted the project to a team of computer programmers. |
subcontracting n | (outsourcing of contract work) | ανάθεση έργου σε υπεργολάβο, ανάθεση έργου σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ |
| (κατά λέξη, επίσημο) | υπεργολαβία ουσ θηλ |
| This company does not practice subcontracting. |
travel abroad vi + adv | (go to a foreign country) | ταξιδεύω στο εξωτερικό περίφρ |