WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
εξωτερικό overseas, abroad
  outer surface
  exterior
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
exterior n (exterior, outward aspect)εξωτερικό ουσ ουδ
  εξωτερική όψη, πρόσοψη ουσ θηλ
outside n (external side)εξωτερικό επίθ ως ουσ ουδ
 The outside of the house needs to be painted.
 Το εξωτερικό του σπιτιού θέλει βάψιμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
abroad adv (outside own country)στο εξωτερικό φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)έξω επίρ
 I met many interesting people when I traveled abroad.
 Γνώρισα πολλά ενδιαφέροντα άτομα όταν ταξίδεψα στο εξωτερικό.
 Γνώρισα πολλά ενδιαφέροντα άτομα όταν ταξίδεψα έξω.
abroad n (foreign country)το εξωτερικό περίφρ
  (ανεπίσημο)το έξω περίφρ
 When Joy came back from abroad, her attitude was different.
 Όταν η Τζόι επέστρεψε από το εξωτερικό, η συμπεριφορά της ήταν διαφορετική.
bailey n (castle's outer wall)εξωτερικό τείχος κάστρου περίφρ
  περιτείχισμα ουσ ουδ
bed sth out,
bed out sth
vtr phrasal sep
(horticulture: plant)φυτεύω σε εξωτερικό χώρο περίφρ
contracting party n (sb hiring external worker)που προσλαμβάνει εξωτερικό συνεργάτη έκφρ
external adj (foreign)εξωτερικός επίθ
  από το εξωτερικό περίφρ
 There was a lot more external migration last year than in previous years.
externality,
plural: externalities
n
(outward feature)εξωτερικό στοιχείο επίθ + ουσ ουδ
farm out sth,
farm sth out
vtr phrasal sep
(subcontract)αναθέτω σε υπεργολάβο περίφρ
  αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ
 He just made the units and farmed out the maintenance to a subcontractor.
 Μόλις έφτιαξε τις μονάδες και ανέθεσε τη συντήρηση σε έναν υπεργολάβο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όχι, το γραφείο μας δεν ασχολείται με τη μετάφραση των κειμένων. Το αναθέτουμε σε εξωτερικό συνεργάτη.
foreign made,
foreign-made
adj
(manufactured overseas)κατασκευασμένος στο εξωτερικό περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 Why buy a foreign-made product when you can get a domestic one cheaper?
foreign trade n (international commerce)εξωτερικό εμπόριο επίθ + ουσ ουδ
go abroad vi + adv (travel outside country)πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό περίφρ
  ταξιδεύω στο εξωτερικό περίφρ
 Stavros is planning to go abroad for the first time in his life.
 Ο Σταύρος σχεδιάζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό για πρώτη φορά στη ζωή του.
leave the country v expr (go abroad, go overseas)φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό έκφρ
 I left the country five years ago when I moved to Spain.
lift sb/sth out,
lift out sb/sth
vtr phrasal sep
UK (outsource: a team)αναθέτω ρ μ
  (κατά λέξη)αναθέτω εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ
offshore adv (abroad, in other country)στο εξωτερικό περίφρ
 Some financial institutions operate offshore.
 Κάποια οικονομικά ιδρύματα λειτουργούν στο εξωτερικό.
on location expr (cinema: not in the studio)σε εξωτερικό χώρο έκφρ
 All the outside scenes in the film were shot on location.
on the outside of sth expr (on the exterior of)στο εξωτερικό του/της έκφρ
 The artist was commissioned to paint a mural on the outside of the building.
 Ανατέθηκε στον καλλιτέχνη να ζωγραφίσει μια τοιχογραφία στο εξωτερικό του κτιρίου.
outdoor adj (not inside)εξωτερικός επίθ
  έξω επίρ
  στο εξωτερικό περίφρ
  σε εξωτερικό χώρο περίφρ
 This café has outdoor seating, which is great when it's sunny.
 Αυτό το καφέ έχει καθίσματα σε εξωτερικό χώρο, πράγμα τέλειο όταν έχει λιακάδα.
outdoor coffee-house n (café: outside seating)καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο περίφρ
  καφετέρια με τραπεζάκια έξω περίφρ
 Outdoor coffee-houses are not very popular in hot climates during the summer.
 Οι καφετέριες που έχουν τραπεζάκια έξω δεν είναι και πολύ δημοφιλείς στις πολύ ζεστές περιοχές το καλοκαίρι.
outdoor toilet n (lavatory situated outside)εξωτερική τουαλέτα επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο)εξωτερικό αποχωρητήριο επίθ + ουσ ουδ
outdoorsman n (male: is outdoors a lot)άνθρωπος που βρίσκεται συχνά έξω περίφρ
  άνθρωπος που βρίσκεται συχνά σε εξωτερικό χώρο περίφρ
outer coat n (outermost layer of sth)εξωτερικό περίβλημα επίθ + ουσ ουδ
outer ear n (external parts of the ear) (επίσημο)έξω ους ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)εξωτερικό αυτί ουσ ουδ
 The outer ear is one of the first parts of the body to get frostbite in very cold weather.
outer layer n (covering)εξωτερική στρώση ουσ θηλ
  εξωτερικό στρώμα ουσ ουδ
 I need a warm coat with a woollen lining and a waterproof outer layer. It turned out to be a warmer day than expected, so I removed my outer layers.
outer shell n (exterior casing)εξωτερικό περίβλημα επίθ + ουσ ουδ
  εξωτερικό κάλυμμα επίθ + ουσ ουδ
 The outer shell of the helmet is made up of carbon-fibre material.
outhouse n (outbuilding)εξωτερικό κτίσμα
 The estate is quite large and contains several outhouses.
outpatient clinic n (medical day treatment centre)κλινική ουσ θηλ
  εξωτερικό ιατρείο ουσ ουδ
 The procedure is so simple that you don't need to stay in hospital, you can have it done at an outpatient clinic.
outpatient surgery n (clinic not requiring overnight stay)εξωτερικό ιατρείο επίθ + ουσ ουδ
  εξωτερική κλινική επίθ + ουσ θηλ
 The new outpatient surgery center is expected to open next month.
outpatient treatment n (medical care without overnight stay)θεραπεία για εξωτερικό ασθενή, ιατρική φροντίδα για εξωτερικό ασθενή, περίθαλψη για εξωτερικό ασθενή περίφρ
  θεραπεία χωρίς νοσηλεία περίφρ
outsole n (outer sole of a shoe)εξωτερικό μέρος της σόλας περίφρ
outsource sth vtr (work: contract out)αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτους περίφρ
 The company has outsourced payroll and accounting.
 Η εταιρεία έχει αναθέσει σε εξωτερικό συνεργάτη (or: έχει αναθέσει σε τρίτους) τη μισθοδοσία και τα λογιστικά.
outsource sth to sb vtr + prep (work: contract out) (κάτι σε κάποιον)αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω σε τρίτους περίφρ
 The company outsourced hiring to an external human relations firm.
outsource vi (contract out work)αναθέτω εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω εργασία σε τρίτους περίφρ
  αναθέτω δραστηριότητα σε εξωτερικό συνεργάτη, αναθέτω δραστηριότητα σε τρίτους περίφρ
 No-one on the payroll was qualified so we had to outsource.
 Κανένας από το τμήμα λογιστικής δεν είχε τα προσόντα κι έτσι αναγκαστήκαμε να αναθέσουμε την εργασία σε εξωτερικό συνεργάτη (or: αναθέσουμε την εργασία σε τρίτους).
outsource sth vtr (goods, services: obtain externally) (επίσημο)αποκτώ από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ
 The company now outsources a lot of the items it used to make.
outsource sth from sb vtr + prep (goods, services: obtain externally) (επίσημο)αποκτώ από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ
 The factory, which is in London, outsources its parts from China.
outsource vi (obtain goods externally)αγοράζω από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ
 For some items, we've found it's cheaper to outsource.
outsourcing n (subcontracting: to outside company)εξωτερική ανάθεση επίθ + ουσ θηλ
  ανάθεση σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ
 Outsourcing is increasingly common in today's commerce.
 Η εξωτερική ανάθεση γίνεται όλο και πιο συνήθης στο σημερινό εμπόριο.
outsourcing n (obtaining: from outside company)προμήθεια από εξωτερικό προμηθευτή περίφρ
 We use outsourcing for all our raw materials and components.
 Χρησιμοποιούμε προμήθεια από εξωτερικό προμηθευτή για τα ακατέργαστα υλικά και τα κομμάτια.
outward sign n (visible indication)εξωτερικό σημάδι επίθ + ουσ ουδ
  εξωτερική ένδειξη επίθ + ουσ θηλ
overseas adv (across the sea)στο εξωτερικό περίφρ
  (επίσημο)στην αλλοδαπή περίφρ
Σχόλιο: Ο αγγλικός όρος είναι πιο συγκεκριμένος και αναφέρεται σε χώρες που χωρίζονται με θάλασσα.
 Gladys rarely sees her son since he moved overseas.
peripheral device n (external device connected to a computer) (Η/Υ)εξωτερικό τερματικό ουσ ουδ
 Dan upgraded his peripheral devices to wireless so now there are fewer cables around his computer.
pit latrine n (outdoor toilet)εξωτερική τουαλέτα, υπαίθρια τουαλέτα επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο)εξωτερικό αποχωρητήριο, υπαίθριο αποχωρητήριο επίθ + ουσ ουδ
response to stimuli n (biology: physical reactions)αντίδραση σε εξωτερικό ερέθισμα φρ ως ουσ θηλ
 A characteristic of all living organisms is that they have a response to stimuli. In humans, this is called behavior.
settlement abroad n (emigration, moving to another country)εγκατάσταση στο εξωτερικό περίφρ
study abroad vi + adv (study in foreign country)σπουδάζω στο εξωτερικό ρ μ
 After high school, she intended to study abroad.
subcontract sth vtr (work: outsource)αναθέτω κτ σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ
  (επίσημο)αναθέτω κτ σε υπεργολάβο περίφρ
 A lot of government agencies subcontract work because it's cheaper.
subcontract sth to sb/sth vtr + prep (work: outsource)αναθέτω κτ σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ
  (επίσημο)αναθέτω κτ σε υπεργολάβο περίφρ
 The CDC subcontracted the project to a team of computer programmers.
subcontracting n (outsourcing of contract work)ανάθεση έργου σε υπεργολάβο, ανάθεση έργου σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ
  (κατά λέξη, επίσημο)υπεργολαβία ουσ θηλ
 This company does not practice subcontracting.
travel abroad vi + adv (go to a foreign country)ταξιδεύω στο εξωτερικό περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση εξωτερικό στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «εξωτερικό».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!