WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
ενδυμασία clothing, clothes, apparel
  costume
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
attire n formal (clothes)ένδυμα ουσ ουδ
  ενδυμασία ουσ θηλ
  αμφίεση ουσ θηλ
 A t-shirt is not appropriate attire for a court hearing.
 Ένα μπλουζάκι δεν είναι η κατάλληλη αμφίεση για το δικαστήριο.
outfit n (clothes)σύνολο, συνολάκι, ντύσιμο ουσ ουδ
  (γενικότερα, καθομ)ρούχα ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)ενδυμασία ουσ θηλ
  (επίσημο)ένδυμα ουσ ουδ
 Rachel is buying herself a new outfit for her holiday.
 Η Ρέιτσελ θα αγοράσει ένα καινούριο συνολάκι για τις διακοπές της.
uniform n (work clothes)στολή ουσ θηλ
  (συνήθως εργάτες)φόρμα ουσ θηλ
  (επίσημο)ενδυμασία ουσ θηλ
 All the staff in this shop wear uniforms.
 Όλο το προσωπικό σε αυτό το κατάστημα φοράει στολή.
apparel n formal (clothes) (σύνολο ρούχων)ενδυμασία ουσ θηλ
  ρούχα ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)ρουχισμός ουσ αρσ
  (επίσημο)ιματισμός ουσ αρσ
 What sort of apparel do you need for winter in Budapest?
 Τι είδους ρούχα χρειάζεσαι για τον χειμώνα στη Βουδαπέστη;
guise n (appearance) (εμφάνιση)αμφίεση, ενδυμασία, περιβολή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ντύσιμο ουσ ουδ
 He came to the meeting in the guise of a farmer.
habiliment n formal (clothing: garb) (επίσ)ενδυμασία, περιβολή ουσ θηλ
  ένδυμα ουσ ουδ
  (ανεπ)ρούχο ουσ ουδ
uniform n (of group, scouts)στολή ουσ θηλ
  ενδυμασία ουσ θηλ
 The scouts were told to make sure they were wearing the correct uniform.
 Ζητήθηκε από τους προσκόπους να βεβαιωθούν ότι φοράνε τη σωστή στολή.
outfit n (costume)ενδυμασία ουσ θηλ
  (αποκριάτικη)στολή ουσ θηλ
 Lucas went to the party in a cowboy outfit.
 Ο Λούκας πήγε στο πάρτι φορώντας μια στολή καουμπόι.
kit n UK, informal, uncountable (clothing, outfit)ρούχα ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)ενδυμασία ουσ θηλ
 You need to wear comfy kit to do yoga.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dress n (clothing generally)ρούχα ουσ ουδ πλ
  ντύσιμο ουσ ουδ
  (επίσημο)ενδυμασία ουσ θηλ
 His dress was not appropriate for the opera.
array n literary (dress) (λόγιος)περιβολή ουσ θηλ
  ενδυμασία ουσ θηλ
  ένδυμα ουσ ουδ
  (συνήθως πληθυντικός)ρούχο ουσ ουδ
 The children were in fine array for the Easter church service.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
black-tie n as adj (event: requiring men's formal wear)που απαιτεί επίσημο ένδυμα περίφρ
  που απαιτεί επίσημη ενδυμασία περίφρ
business attire n (smart work clothing) (καθομιλουμένη)ντύσιμο γραφείου φρ ως ουσ ουδ
  ενδυμασία γραφείου φρ ως ουσ θηλ
evening dress n (formal clothing)επίσημη ενδυμασία επίθ + ουσ θηλ
  επίσημο ένδυμα επίθ + ουσ ουδ
formal clothes npl (clothing for elegant or solemn event)επίσημα ρούχα επίθ + ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)καλά ρούχα επίθ + ουσ ουδ πλ
  (επίσημο: σύνολο ρούχων)επίσημη ενδυμασία επίθ + ουσ θηλ
 You have to wear formal clothes for a job interview.
formal dress n (clothing for elegant or solemn occasions)επίσημο ένδυμα ουσ ουδ
  επίσημη ενδυμασία ουσ θηλ
 We all had to wear formal dress when meeting the Queen.
formal wear,
formalwear
n
(clothing: smart)επίσημο ένδυμα επίθ + ουσ ουδ
  επίσημη ενδυμασία επίθ + ουσ θηλ
 The event calls for formal wear, so I have to buy a new dress.
overdressing n (wearing overly formal clothes)πολύ επίσημη ενδυμασία
  ρούχα υπερβολικά για την περίσταση
  (καθομιλουμένη)υπερβολικά καλά ρούχα
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ενδυμασία στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ενδυμασία».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!