WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
εισαγωγή import
  introduction
  insertion
  admission
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Getting Started (introductory how-to information) (κατάλογος, οδηγίες χρήσης)Εισαγωγή ουσ θηλ
  Βασικές οδηγίες επίθ + ουσ θηλ πλ
input n (computing: data entry) (διαδικασία)εισαγωγή, καταχώρηση ουσ θηλ
  (το δεδομένο)εισακτέα τιμή επίθ + ουσ θηλ
 The server is having trouble with Cyrillic input.
 Ο εξυπηρετητής έχει πρόβλημα με την εισαγωγή (or: καταχώρηση) δεδομένων με κυριλλικούς χαρακτήρες.
import n (sthg imported)εισαγόμενο προϊόν μτχ ενεστ + ουσ ουδ
  (συνήθως πληθυντικός)εισαγωγή ουσ θηλ
 James worked as a dockworker, unloading imports and loading exports on to big ships.
introduction n (establishing sth new)εμφάνιση ουσ θηλ
  (επίσημο: π.χ. προϊόντος)εισαγωγή, παρουσίαση ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ερχομός ουσ αρσ
 The introduction of printing came late in the history of writing, and it is a surprise that it wasn't invented earlier.
 Η εμφάνιση της τυπογραφίας ήρθε αργότερα στην ιστορία της γραφής και αποτελεί έκπληξη που δεν είχε εφευρεθεί νωρίτερα.
preamble n (speech: opening, introduction) (ομιλία)πρόλογος ουσ αρσ
  εισαγωγή ουσ θηλ
 I thought his preamble would never come to an end.
 Νόμιζα ότι ο πρόλογός του δε θα τέλειωνε ποτέ.
 Νόμιζα ότι η εισαγωγή του δε θα τέλειωνε ποτέ.
overture n (music: introductory piece) (μουσική)εισαγωγή, ουβερτούρα ουσ θηλ
 Mozart's overtures are magnificent.
preface n (introductory text)εισαγωγικό σημείωμα επίθ + ουσ ουδ
  εισαγωγή ουσ θηλ
  πρόλογος ουσ αρσ
 The short preface occupied a single page.
insertion n (act of putting in)εισαγωγή ουσ θηλ
 Injections are given by careful insertion of the needle into the vein.
intro n abbr (music: introduction) (συντόμευση, Μουσική)εισαγωγή ουσ θηλ
importation n (bringing goods into a country)εισαγωγή ουσ θηλ
interpolation n (insertion)εισαγωγή, παρεμβολή ουσ θηλ
exordium n (introductory part)εισαγωγή ουσ θηλ
  προοίμιο ουσ ουδ
prolegomenon,
plural: prolegomena
n
formal (preliminary remarks)εισαγωγή ουσ θηλ
  πρόλογος ουσ αρσ
  προοίμιο ουσ ουδ
proem n (preface, preamble)πρόλογος ουσ αρσ
  εισαγωγή ουσ θηλ
admission n (entry)δικαίωμα εισόδου φρ ως ουσ ουδ
  είσοδος, εισαγωγή ουσ θηλ
 The tickets will grant you admission for the entire day.
 Τα εισιτήρια θα σου δώσουν δικαίωμα εισόδου για ολόκληρη τη μέρα.
insertion n (addition, sth inserted)εισαγωγή ουσ θηλ
 You can improve your essay by sticking a few insertions into the main part.
air intake n (carburettor opening)εισαγωγή ουσ θηλ
 The air intake valve on that engine seems to be clogged.
admissibility n (ability to be admitted)εισαγωγή ουσ θηλ
  δυνατότητα εισαγωγής φρ ως ουσ θηλ
  (επίσημο)το παραδεκτό επίθ ως ουσ
introduction n (of book) (βιβλίου)εισαγωγή ουσ θηλ
  πρόλογος ουσ αρσ
 In the introduction, the author thanked his family and his mentors for helping him.
 Στη εισαγωγή, ο συγγραφέας ευχαρίστησε την οικογένεια και τους μέντορές του για τη βοήθειά τους.
intake n (act: taking in air)εισπνοή, αναπνοή ουσ θηλ
  (επίσημο: αέρα)πρόσληψη ουσ θηλ
  (αέρα)εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ
 Laura tried to breathe, but her intake was stopped by the nut in her throat.
 Η Λώρα προσπάθησε να αναπνεύσει, αλλά η αναπνοή της εμποδιζόταν από το καρύδι στον λαιμό της.
commitment n (institutionalization)εγκλεισμός ουσ αρσ
  (ηπιότερο)εισαγωγή, μεταφορά ουσ θηλ
 His commitment to the asylum was ordered by a judge.
 Ο εγκλεισμός του στο άσυλο διατάχθηκε από δικαστή.
admission n (hospital)εισαγωγή ουσ θηλ
 After his admission to the hospital, Ivan's condition began to improve.
 Μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο η κατάσταση του Ιβάν άρχισε να καλυτερεύει.
intake n countable (people: admission)εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ
 The school's intake process is long and tedious.
 Η διαδικασία εισαγωγής στη σχολή είναι μακρά και επίπονη.
entrance n (right to enter)εισαγωγή ουσ θηλ
 Your entrance into this university is dependent on your meeting certain requirements.
 Η εισαγωγή σας σ' αυτό το πανεπιστήμιο εξαρτάται απ' το αν πληρείτε κάποιες προϋποθέσεις.
intake n (air channel)εισαγωγή ουσ θηλ
  είσοδος ουσ θηλ
 The intake valve on the air mattress was broken.
 Η βαλβίδα εισόδου του φουσκωτού στρώματος είχε χαλάσει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lead n (journalism: introduction)εισαγωγή ουσ θηλ
  λιντ ουσ ουδ άκλ
 The article's lead stated all the main facts.
 Η εισαγωγή (or: Το λιντ) του άρθρου συμπεριέλαβε όλα τα βασικά γεγονότα.
introduction n (first book, course) (σε κτ)εισαγωγή ουσ θηλ
 Dan changed majors because he failed an introduction to economics class in his first year.
introduction n (insertion)εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ
 What caused the reaction was the introduction of oxygen into the chemical mixture.
introduction n (of text)εισαγωγή ουσ θηλ
  πρόλογος ουσ αρσ
 The introduction of the paper didn't really make sense.
listing n (of a stock) (χρηματιστήριο: τίτλος)εισαγωγή, εγγραφή ουσ θηλ
  (χρηματιστήριο: τίτλου, κινητής αξίας)διαπραγμάτευση ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Χρησιμοποιείται, συχνά, κάποιος όρος σχετικός με την εισαγωγή τίτλων στο χρηματιστήριο (π.χ. το δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου έδειχνε πτώση στις τιμές των μετοχών. Άρχισε η διαπραγμάτευση των μετοχών)
 The listings showed that stock values were dropping.
preliminary n often plural (introductory event) (καθομ, ανεπίσημο)προκαταρκτικά επίθ ως ουσ ουδ πλ
  αρχή, εισαγωγή ουσ θηλ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)πρώτο πιάτο φρ ως ουσ ουδ
 The soup was only the preliminary to an elaborate dinner.
 I was impatient for the preliminaries to be over.
inlet n (object: let in) (ως ποσότητα)εισαγωγή ουσ θηλ
  είσοδος ουσ θηλ
 Today's inlet included a shipment of grain and fresh vegetables.
inlet n (act of letting in)εισαγωγή ουσ θηλ
  είσοδος ουσ θηλ
 The inlet of goods into the country was limited by the new laws.
introduction n (music)εισαγωγή ουσ θηλ
 The piano played a quick introduction before the orchestra came in.
introduction n (adding sth foreign)εισαγωγή ουσ θηλ
  εισροή ουσ θηλ
 The introduction of a lot of foreign wildlife has had a big impact on Australia.
lead-in n (introduction)εισαγωγή ουσ θηλ
 Every day this news program always starts with the anchor reading the same lead-in.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
batch input n (computing: bulk data processing) (πληροφορική)εισαγωγή κατά δέσμες περίφρ
flotation,
floatation
n
(finance: offering shares)εισαγωγή στο χρηματιστήριο περίφρ
 Now that the company is more established, the board is considering a public flotation.
hospitalization,
also UK: hospitalisation
n
(admitting sb to hospital)εισαγωγή στο νοσοκομείο περίφρ
 Hospitalization is often necessary for this type of illness.
hospitalization,
also UK: hospitalisation
n
(patient: being admitted to hospital)εισαγωγή στο νοσοκομείο περίφρ
  νοσηλεία ουσ θηλ
 The patient began to recover almost immediately after her hospitalization.
hospitalize sb,
also UK: hospitalise sb
vtr
often passive (admit to hospital)νοσηλεύω ρ μ
  (όταν γίνεται η διαδικασία εισόδου)κάνω εισαγωγή στο νοσοκομείο σε κπ περίφρ
 Pete was hospitalized after the car accident.
import sth vtr (from other country)εισάγω ρ μ
  (με γενική)κάνω εισαγωγή περίφρ
 The United States imports a lot of gas from other countries.
introduce sth vtr (preface)κάνω εισαγωγή περίφρ
 He introduced the topic with some historical background.
 Έκανε την εισαγωγή στο θέμα με κάποια ιστορικά στοιχεία.
introduce sb to sth vtr + prep (give first experience of sth)κάνω μια εισαγωγή σε κτ περίφρ
  μαθαίνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  (επίσημο, μεταφορικά)μυώ κπ σε κτ ρ μ + πρόθ
 Before being allowed to dive in the ocean, the trainees were introduced to the scuba equipment in the swimming pool.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρώτα θα κάνουμε μια εισαγωγή στις βασικές αρχές της γιόγκα και μετά θα σας δείξω κάποιες ασκήσεις.
 Πριν τους επιτραπεί να βουτήξουν στη θάλασσα, οι εκπαιδευόμενοι έμαθαν τη χρήση του εξοπλισμού κατάδυσης στην πισίνα.
 Πριν τους επιτραπεί να βουτήξουν στη θάλασσα, οι εκπαιδευόμενοι μυήθηκαν στη χρήση του εξοπλισμού κατάδυσης στην πισίνα.
lead up to sth vi phrasal + prep (introduce: a subject)προχωράω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  κάνω μια εισαγωγή έκφρ
  προλειαίνω το έδαφος για κτ έκφρ
  (καθομιλουμένη)το πάω σε κτ έκφρ
 The speaker led up to the topic by telling the audience about some of the historical background.
 Tessa kept beating about the bush and her brothers wondered what she was leading up to.
peep show n (erotic film viewed through peephole)ερωτική ταινία που προβάλλεται σε καμπίνες ιδιωτικής προβολής με την εισαγωγή χρημάτων σε μηχάνημα περίφρ
  (αργκό: θέαμα)μπανιστήρι, μπανιστηράκι ουσ ουδ
 It was hard to see the peep show: the glass peephole was totally misted up. Since it's so easy to watch pornographic DVDs at home, hardly anybody goes to peep shows these days.
 Από τη στιγμή που είναι τόσο εύκολο να παρακολουθήσει κανείς πορνογραφικά DVD στο σπίτι, σχεδόν κανείς δεν βλέπει ερωτικές ταινίες σε καμπίνες ιδιωτικής προβολής.
precalculus n US (school subject: algebra) (μάθημα πανεπιστημίου)εισαγωγή στο μαθηματικό λογισμό
  (σχολικό μάθημα)άλγεβρα ουσ θηλ
premed n US, informal, abbreviation (premedical student)φοιτητής που προετοιμάζεται για εισαγωγή στην ιατρική
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία όρου.
receive vtr (admit: sb)κάνω εισαγωγή περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία ως προς τη σύνταξη, καθώς αλλάζει η δομή της πρότασης και το υποκείμενο του ρήματος.
 The hospital received him as a patient yesterday afternoon.
 Χτες το απόγευμα έγινε η εισαγωγή του στο νοσοκομείο.
tabulation n (computing: indentation of text) (σε κείμενα στον υπολογιστή)στηλοθέτηση ουσ θηλ
  εισαγωγή στηλοθέτη φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση εισαγωγή στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «εισαγωγή».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!