Κύριες μεταφράσεις |
Getting Started | (introductory how-to information) (κατάλογος, οδηγίες χρήσης) | Εισαγωγή ουσ θηλ |
| | Βασικές οδηγίες επίθ + ουσ θηλ πλ |
input n | (computing: data entry) (διαδικασία) | εισαγωγή, καταχώρηση ουσ θηλ |
| (το δεδομένο) | εισακτέα τιμή επίθ + ουσ θηλ |
| The server is having trouble with Cyrillic input. |
| Ο εξυπηρετητής έχει πρόβλημα με την εισαγωγή (or: καταχώρηση) δεδομένων με κυριλλικούς χαρακτήρες. |
import n | (sthg imported) | εισαγόμενο προϊόν μτχ ενεστ + ουσ ουδ |
| (συνήθως πληθυντικός) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| James worked as a dockworker, unloading imports and loading exports on to big ships. |
introduction n | (establishing sth new) | εμφάνιση ουσ θηλ |
| (επίσημο: π.χ. προϊόντος) | εισαγωγή, παρουσίαση ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | ερχομός ουσ αρσ |
| The introduction of printing came late in the history of writing, and it is a surprise that it wasn't invented earlier. |
| Η εμφάνιση της τυπογραφίας ήρθε αργότερα στην ιστορία της γραφής και αποτελεί έκπληξη που δεν είχε εφευρεθεί νωρίτερα. |
preamble n | (speech: opening, introduction) (ομιλία) | πρόλογος ουσ αρσ |
| | εισαγωγή ουσ θηλ |
| I thought his preamble would never come to an end. |
| Νόμιζα ότι ο πρόλογός του δε θα τέλειωνε ποτέ. |
| Νόμιζα ότι η εισαγωγή του δε θα τέλειωνε ποτέ. |
overture n | (music: introductory piece) (μουσική) | εισαγωγή, ουβερτούρα ουσ θηλ |
| Mozart's overtures are magnificent. |
preface n | (introductory text) | εισαγωγικό σημείωμα επίθ + ουσ ουδ |
| | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | πρόλογος ουσ αρσ |
| The short preface occupied a single page. |
insertion n | (act of putting in) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| Injections are given by careful insertion of the needle into the vein. |
intro n | abbr (music: introduction) (συντόμευση, Μουσική) | εισαγωγή ουσ θηλ |
importation n | (bringing goods into a country) | εισαγωγή ουσ θηλ |
interpolation n | (insertion) | εισαγωγή, παρεμβολή ουσ θηλ |
exordium n | (introductory part) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | προοίμιο ουσ ουδ |
prolegomenon, plural: prolegomena n | formal (preliminary remarks) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | πρόλογος ουσ αρσ |
| | προοίμιο ουσ ουδ |
proem n | (preface, preamble) | πρόλογος ουσ αρσ |
| | εισαγωγή ουσ θηλ |
admission n | (entry) | δικαίωμα εισόδου φρ ως ουσ ουδ |
| | είσοδος, εισαγωγή ουσ θηλ |
| The tickets will grant you admission for the entire day. |
| Τα εισιτήρια θα σου δώσουν δικαίωμα εισόδου για ολόκληρη τη μέρα. |
insertion n | (addition, sth inserted) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| You can improve your essay by sticking a few insertions into the main part. |
air intake n | (carburettor opening) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| The air intake valve on that engine seems to be clogged. |
admissibility n | (ability to be admitted) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | δυνατότητα εισαγωγής φρ ως ουσ θηλ |
| (επίσημο) | το παραδεκτό επίθ ως ουσ |
introduction n | (of book) (βιβλίου) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | πρόλογος ουσ αρσ |
| In the introduction, the author thanked his family and his mentors for helping him. |
| Στη εισαγωγή, ο συγγραφέας ευχαρίστησε την οικογένεια και τους μέντορές του για τη βοήθειά τους. |
intake n | (act: taking in air) | εισπνοή, αναπνοή ουσ θηλ |
| (επίσημο: αέρα) | πρόσληψη ουσ θηλ |
| (αέρα) | εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ |
| Laura tried to breathe, but her intake was stopped by the nut in her throat. |
| Η Λώρα προσπάθησε να αναπνεύσει, αλλά η αναπνοή της εμποδιζόταν από το καρύδι στον λαιμό της. |
commitment n | (institutionalization) | εγκλεισμός ουσ αρσ |
| (ηπιότερο) | εισαγωγή, μεταφορά ουσ θηλ |
| His commitment to the asylum was ordered by a judge. |
| Ο εγκλεισμός του στο άσυλο διατάχθηκε από δικαστή. |
admission n | (hospital) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| After his admission to the hospital, Ivan's condition began to improve. |
| Μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο η κατάσταση του Ιβάν άρχισε να καλυτερεύει. |
intake n | countable (people: admission) | εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ |
| The school's intake process is long and tedious. |
| Η διαδικασία εισαγωγής στη σχολή είναι μακρά και επίπονη. |
entrance n | (right to enter) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| Your entrance into this university is dependent on your meeting certain requirements. |
| Η εισαγωγή σας σ' αυτό το πανεπιστήμιο εξαρτάται απ' το αν πληρείτε κάποιες προϋποθέσεις. |
intake n | (air channel) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | είσοδος ουσ θηλ |
| The intake valve on the air mattress was broken. |
| Η βαλβίδα εισόδου του φουσκωτού στρώματος είχε χαλάσει. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
lead n | (journalism: introduction) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | λιντ ουσ ουδ άκλ |
| The article's lead stated all the main facts. |
| Η εισαγωγή (or: Το λιντ) του άρθρου συμπεριέλαβε όλα τα βασικά γεγονότα. |
introduction n | (first book, course) (σε κτ) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| Dan changed majors because he failed an introduction to economics class in his first year. |
introduction n | (insertion) | εισαγωγή, είσοδος ουσ θηλ |
| What caused the reaction was the introduction of oxygen into the chemical mixture. |
introduction n | (of text) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | πρόλογος ουσ αρσ |
| The introduction of the paper didn't really make sense. |
listing n | (of a stock) (χρηματιστήριο: τίτλος) | εισαγωγή, εγγραφή ουσ θηλ |
| (χρηματιστήριο: τίτλου, κινητής αξίας) | διαπραγμάτευση ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Χρησιμοποιείται, συχνά, κάποιος όρος σχετικός με την εισαγωγή τίτλων στο χρηματιστήριο (π.χ. το δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου έδειχνε πτώση στις τιμές των μετοχών. Άρχισε η διαπραγμάτευση των μετοχών) |
| The listings showed that stock values were dropping. |
preliminary n | often plural (introductory event) (καθομ, ανεπίσημο) | προκαταρκτικά επίθ ως ουσ ουδ πλ |
| | αρχή, εισαγωγή ουσ θηλ |
| (ανεπίσημο, μεταφορικά) | πρώτο πιάτο φρ ως ουσ ουδ |
| The soup was only the preliminary to an elaborate dinner. |
| I was impatient for the preliminaries to be over. |
inlet n | (object: let in) (ως ποσότητα) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | είσοδος ουσ θηλ |
| Today's inlet included a shipment of grain and fresh vegetables. |
inlet n | (act of letting in) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | είσοδος ουσ θηλ |
| The inlet of goods into the country was limited by the new laws. |
introduction n | (music) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| The piano played a quick introduction before the orchestra came in. |
introduction n | (adding sth foreign) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| | εισροή ουσ θηλ |
| The introduction of a lot of foreign wildlife has had a big impact on Australia. |
lead-in n | (introduction) | εισαγωγή ουσ θηλ |
| Every day this news program always starts with the anchor reading the same lead-in. |
Σύνθετοι τύποι: |
batch input n | (computing: bulk data processing) (πληροφορική) | εισαγωγή κατά δέσμες περίφρ |
flotation, floatation n | (finance: offering shares) | εισαγωγή στο χρηματιστήριο περίφρ |
| Now that the company is more established, the board is considering a public flotation. |
hospitalization, also UK: hospitalisation n | (admitting sb to hospital) | εισαγωγή στο νοσοκομείο περίφρ |
| Hospitalization is often necessary for this type of illness. |
hospitalization, also UK: hospitalisation n | (patient: being admitted to hospital) | εισαγωγή στο νοσοκομείο περίφρ |
| | νοσηλεία ουσ θηλ |
| The patient began to recover almost immediately after her hospitalization. |
hospitalize sb, also UK: hospitalise sb vtr | often passive (admit to hospital) | νοσηλεύω ρ μ |
| (όταν γίνεται η διαδικασία εισόδου) | κάνω εισαγωγή στο νοσοκομείο σε κπ περίφρ |
| Pete was hospitalized after the car accident. |
import sth vtr | (from other country) | εισάγω ρ μ |
| (με γενική) | κάνω εισαγωγή περίφρ |
| The United States imports a lot of gas from other countries. |
introduce sth vtr | (preface) | κάνω εισαγωγή περίφρ |
| He introduced the topic with some historical background. |
| Έκανε την εισαγωγή στο θέμα με κάποια ιστορικά στοιχεία. |
introduce sb to sth vtr + prep | (give first experience of sth) | κάνω μια εισαγωγή σε κτ περίφρ |
| | μαθαίνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| (επίσημο, μεταφορικά) | μυώ κπ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| Before being allowed to dive in the ocean, the trainees were introduced to the scuba equipment in the swimming pool. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρώτα θα κάνουμε μια εισαγωγή στις βασικές αρχές της γιόγκα και μετά θα σας δείξω κάποιες ασκήσεις. |
| Πριν τους επιτραπεί να βουτήξουν στη θάλασσα, οι εκπαιδευόμενοι έμαθαν τη χρήση του εξοπλισμού κατάδυσης στην πισίνα. |
| Πριν τους επιτραπεί να βουτήξουν στη θάλασσα, οι εκπαιδευόμενοι μυήθηκαν στη χρήση του εξοπλισμού κατάδυσης στην πισίνα. |
lead up to sth vi phrasal + prep | (introduce: a subject) | προχωράω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | κάνω μια εισαγωγή έκφρ |
| | προλειαίνω το έδαφος για κτ έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | το πάω σε κτ έκφρ |
| The speaker led up to the topic by telling the audience about some of the historical background. |
| Tessa kept beating about the bush and her brothers wondered what she was leading up to. |
peep show n | (erotic film viewed through peephole) | ερωτική ταινία που προβάλλεται σε καμπίνες ιδιωτικής προβολής με την εισαγωγή χρημάτων σε μηχάνημα περίφρ |
| (αργκό: θέαμα) | μπανιστήρι, μπανιστηράκι ουσ ουδ |
| It was hard to see the peep show: the glass peephole was totally misted up. Since it's so easy to watch pornographic DVDs at home, hardly anybody goes to peep shows these days. |
| Από τη στιγμή που είναι τόσο εύκολο να παρακολουθήσει κανείς πορνογραφικά DVD στο σπίτι, σχεδόν κανείς δεν βλέπει ερωτικές ταινίες σε καμπίνες ιδιωτικής προβολής. |
precalculus n | US (school subject: algebra) (μάθημα πανεπιστημίου) | εισαγωγή στο μαθηματικό λογισμό |
| (σχολικό μάθημα) | άλγεβρα ουσ θηλ |
premed n | US, informal, abbreviation (premedical student) | φοιτητής που προετοιμάζεται για εισαγωγή στην ιατρική |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία όρου. |
receive vtr | (admit: sb) | κάνω εισαγωγή περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία ως προς τη σύνταξη, καθώς αλλάζει η δομή της πρότασης και το υποκείμενο του ρήματος. |
| The hospital received him as a patient yesterday afternoon. |
| Χτες το απόγευμα έγινε η εισαγωγή του στο νοσοκομείο. |
tabulation n | (computing: indentation of text) (σε κείμενα στον υπολογιστή) | στηλοθέτηση ουσ θηλ |
| | εισαγωγή στηλοθέτη φρ ως ουσ θηλ |