WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
δώρο gift
  present
  bonus
  free, for free
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
present n (gift)δώρο ουσ ουδ
  (παλαιό, καθομιλουμένη)πεσκέσι ουσ ουδ
 The birthday present was just what she wanted.
 Το δώρο γενεθλίων ήταν ακριβώς ό,τι επιθυμούσε.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του έφερε πεσκέσι σπιτική πίτα.
gift n (present)δώρο ουσ ουδ
 He gave her a sweater as a birthday gift.
 Της χάρισε ένα πουλόβερ σαν δώρο γενεθλίων.
offering n (sth offered)προσφορά ουσ θηλ
  δώρο ουσ ουδ
 This morning, my cat brought me an offering of a dead mouse.
giveaway n informal (sth given for free)προσφορά ουσ θηλ
  δώρο ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The coffee shop is doing a holiday giveaway, and all customers will receive a free hot chocolate.
prezzie n UK, slang (present, gift)δώρο ουσ ουδ
free gift n (sth offered free with a purchase)δώρο ουσ ουδ
offering n (religion: sth offered)προσφορά ουσ θηλ
  (συνήθως ζωντανό)θυσία ουσ θηλ
  (παλαιό)δώρο ουσ ουδ
 The congregation bring their offerings to the church.
dividend n figurative (bonus)επίδομα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)δώρο ουσ ουδ
 Your hard work will pay dividends in the end.
Christmas box n UK, historical (bonus or gift to employee)δώρο ουσ ουδ
  δώρο Χριστουγέννων φρ ως ουσ ουδ
Christmas box n (charity gift in a shoebox)δώρο ουσ ουδ
  πακέτο ουσ ουδ
  χριστουγεννιάτικο δώρο επίθ + ουσ ουδ
 Ben packs a Christmas box for a children's charity in Africa every year.
bonus n informal (sth extra)δώρο, δωράκι ουσ ουδ
  επιβράβευση ουσ θηλ
  (καθομ, ανεπίσημο)εξτραδάκι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μπόνους ουσ ουδ άκλ
 The kind teacher gave the students stickers as a bonus.
 Η καλή δασκάλα έδωσε στους μαθητές αυτοκόλλητα ως επιβράβευση.
bonus n as adj informal (extra)εξτρά επίθ άκλ
  επιπλέον επίρ ως επίθ
  δώρο ουσ ουδ
 The baker gave Kara a bonus cookie with her order.
 Ο αρτοποιός έδωσε στην Κάρα ένα επιπλέον μπισκότο με την παραγγελία της.
treat n (sth special)έκπληξη ουσ θηλ
  δώρο ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 I have a treat for her. I made her a card and will surprise her tomorrow.
 Της έχω μια έκπληξη. Της έφτιαξα μια κάρτα και θα της την δώσω αύριο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bounty n literary (gift)δώρο ουσ ουδ
largesse,
largess
n
(gift given)δώρο ουσ ουδ
  χορηγία ουσ θηλ
  χρήματα ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: Αναφέρεται σε οτιδήποτε δίνεται απλόχερα. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές αποδόσεις.
 The donation was a welcome largesse.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
boon n (gift, blessing) (μεταφορικά)θείο δώρο φρ ως ουσ ουδ
  ευλογία ουσ θηλ
 The new regulations are a boon for the oil industry.
Christmas box n UK, figurative (tip or gift)δώρο Χριστουγέννων φρ ως ουσ ουδ
Christmas present,
Christmas gift
n
(festive gift)χριστουγεννιάτικο δώρο επίθ + ουσ ουδ
  δώρο για τα Χριστούγεννα φρ ως ουσ ουδ
 The family spent Christmas Eve wrapping their Christmas presents.
gift n (act of giving)προσφορά ουσ θηλ
  το να χαρίζω κτ, το να κάνω κτ δώρο περίφρ
  το να προσφέρω κτ περίφρ
 Harry appreciated Sally's gift of the cigars, even though he didn't smoke.
 Ο Χάρυ εκτίμησε το ότι η Σάλλυ του χάρισε τσιγάρα αν και δεν κάπνιζε.
gift sth vtr (present as a gift)δωρίζω, χαρίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κάνω δώρο ρ μ + ουσ ουδ
 The queen gifted one of her properties to her grandson.
gift from God n (sth welcomed or cherished) (μτφ: καλοδεχούμενος)δώρο Θεού φρ ως ουσ ουδ
give sb sth vtr (as a gift) (κάτι σε κάποιον)δίνω ρ μ
  δωρίζω, χαρίζω ρ μ
  κάνω δώρο περίφρ
 She gave me a tie for my birthday.
 Μου έδωσε μια γραβάτα για τα γενέθλιά μου.
 Μου δώρισε (or: χάρισε) μια γραβάτα για τα γενέθλιά μου.
giver n (person who gives a gift)κάποιος που κάνει δώρο περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Eliza is a giver of truly original gifts.
God given,
God-given
adj
(welcomed or cherished)θεόσταλτος επίθ
  θείο δώρο έκφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective comes before the noun it modifies.
God-sent adj (welcomed or cherished)θεόσταλτος επίθ
  θείο δώρο φρ ως επίθ
 After the long drought, the farmers rejoiced at the God-sent rain.
godsend n (sth appreciated or welcomed)θεόσταλτος επίθ ως ουσ
  (μεταφορικά)θείο δώρο φρ ως ουσ ουδ
  δώρο Θεού φρ ως ουσ ουδ
 The unexpected promotion and raise at work was a godsend for Mitch.
handsel,
hansel
n
UK, archaic (good luck gift)γούρι ουσ ουδ
  δώρο για καλή τύχη περίφρ
indulge yourself vtr + refl (enjoy a treat)κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου περίφρ
  με κακομαθαίνω περίφρ
 On a Friday evening I like to indulge myself with a romantic movie and a box of chocolates.
 Τα βράδυα της Παρασκευής μου αρέσει να με κακομαθαίνω με μια ρομαντική ταινία και ένα κουτί σοκολατάκια.
indulge vi (allow yourself a treat)κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου έκφρ
 Karen didn't usually buy new things for herself, but since it was her birthday she decided to indulge.
 Η Κάρεν συνήθως δεν αγόραζε καινούργια πράγματα για τον εαυτό της, αλλά καθώς ήταν τα γενέθλιά της αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της.
indulge in sth vtr phrasal insep (treat yourself to sth)ενδίδω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  επιτρέπω στον εαυτό μου να απολαύσει κτ περίφρ
  κάνω δώρο στον εαυτό μου κτ έκφρ
 I usually indulge in a nice glass of wine with my dinner. Mary indulged in a massage before her big presentation.
indulge yourself vtr + refl (have, do sth luxurious)κακομαθαίνω τον εαυτό μου περίφρ
  κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου περίφρ
 Barbara decided to indulge herself by booking a spa treatment.
like taking coals to Newcastle,
like carrying coals to Newcastle
expr
UK, informal (doing sth superfluous, not needed)δώρο άδωρον εκφρ
lucky dip n UK (game: picking out random prize)παιχνίδι, στο οποίο διαλέγεις τυχαία κάποιο δώρο από έναν σάκο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
pamper yourself vtr + refl (treat yourself well) (μεταφορικά)κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου έκφρ
  φροντίζω τον εαυτό μου περίφρ
 Why not pamper yourself with our new range of bath products?
party favor,
favor (US),
party favour (UK)
n
(gift for party guest)δώρο που δίνει ο οικοδεσπότης στους καλεσμένους του
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
receive vtr (be given: a gift)παίρνω ως δώρο έκφρ
  λαμβάνω ως δώρο έκφρ
  μου κάνουν δώρο έκφρ
 The girl received a doll for her birthday.
 Το κορίτσι πήρε ως δώρο για τα γενέθλιά της μια κούκλα.
 Το κορίτσι έλαβε ως δώρο για τα γενέθλιά της μια κούκλα.
throw sth in,
throw in sth
vtr phrasal sep
informal, figurative (include)περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω ρ μ
  (χωρίς χρέωση)κάνω δώρο κτ έκφρ
 If you buy this computer, I'll throw in a printer for free.
 Αν αγοράσεις αυτό τον υπολογιστή, θα συμπεριλάβω και έναν εκτυπωτή δωρεάν.
token gift n (small present given as a gesture)συμβολικό δώρο φρ ως ουσ ουδ
 I bought a box of chocolates to give to his sister as a token gift.
treat sb,
treat sb to sth
vtr
(pay for sb) (κάποιον ή κάποιον κάτι)κερνάω, κερνώ ρ μ
  (όχι γεύμα ή ποτό)κάνω δώρο ρ μ + ουσ ουδ
  προσφέρω ρ μ
 She treated her friend to lunch. He treated her to a weekend at a spa.
 Κέρασε τον φίλο της φαγητό.
 Της έκανε δώρο ένα σαββατοκύριακο σε σπα.
wedding favor (US),
wedding favour (UK)
n
(gift for guests at a marriage)δώρο προσκεκλημένων φρ ως ουσ ουδ
wedding gift n (present for a couple getting married)δώρο γάμου φρ ως ουσ ουδ
  γαμήλιο δώρο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση δώρο στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «δώρο».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!