WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
δροσιά | | cool |
| | cool breeze |
| | dew |
| | youth |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
coolness n | (moderate coldness) | ψύχρα ουσ θηλ |
| (πιο ευχάριστο) | δροσιά ουσ θηλ |
| Anna pulled a sweater around her shoulders against the coolness of the room. |
mist n | (spray of water) (μεταφορικά) | σύννεφο, νέφος ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | δροσιά ουσ θηλ |
| | ψέκασμα ουσ ουδ |
| (επίσημο) | νεφέλωμα ουσ ουδ |
| The hose sprayed a fine mist over the plants. |
| Το μπεκ ψέκασε ένα μικρό σύννεφο πάνω από τα φυτά. |
mist n | (condensation) (συνήθως στη φύση) | δροσιά ουσ θηλ |
| | σταγόνες ουσ θηλ πλ |
| (σπάνιο) | θολότητα ουσ θηλ |
Σχόλιο: Αντί της λέξης θολότητα, συνήθως χρησιμοποιούμε την φράση «θόλωσε το τζάμι» για να περιγράψουμε το φαινόμενο πάνω σε γυαλί ή παράθυρο. |
| There was a fine mist of condensation on the cold window. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
cool n | (mild cold) (ευχάριστο) | δροσιά, δροσούλα ουσ θηλ |
| (δυσάρεστο) | ψύχρα ουσ θηλ |
| I like the cool of the evening. |
dew n | (condensation) | πάχνη, δροσιά ουσ θηλ |
| (επίσημο) | δρόσος ουσ αρσ |
| It was early morning and the grass was covered with dew. |
| Ήταν νωρίς το πρωί και το γρασίδι είχε καλυφθεί από πάχνη. |
briskness n | (weather: coolness) | δροσιά ουσ θηλ |
| | ψύχρα ουσ θηλ |