Σε αυτή τη σελίδα: δουλεία, δουλειά

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
δουλεία slavery
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slavery n (owning slaves)δουλεία ουσ θηλ
  (επίσημο)δουλοκτημοσύνη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σκλαβιά ουσ θηλ
 Slavery in the New World began in the 16th century.
 Η δουλεία ξεκίνησε το 16ο αιώνα στο Νέο Κόσμο.
servitude n historical (slavery)δουλεία ουσ θηλ
 His body was worn out from decades of servitude.
serfdom n (servitude)δουλεία ουσ θηλ
  δουλοπαροικία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σκλαβιά ουσ θηλ
thralldom,
thraldom
n
archaic (being under someone's control) (μτφ: εξάρτηση, έλεγχος)δουλεία ουσ θηλ
  σκλαβιά ουσ θηλ
  ομηρία ουσ θηλ
servitude n (forced labor) (μεταφορικά)δουλεία ουσ θηλ
  καταναγκαστική εργασία επίθ + ουσ θηλ
 The years Davis spent in servitude had broken his spirit.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
assignment n (short task)εργασία ουσ θηλ
  δουλειά ουσ θηλ
  (για ορισμένα επαγγέλματα)αποστολή ουσ θηλ
  (σχολείο)εργασία για το σπίτι φρ ως ουσ θηλ
 His boss gave him three assignments to be completed by the end of the week.
 Το αφεντικό του τού ανέθεσε τρεις εργασίες με προθεσμία παράδοσης το τέλος της εβδομάδας.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αποστολή του Κώστα ως μυστικός αστυνομικός ήταν να ανακαλύψει που κρυβόταν ο αρχηγός της σπείρας.
business n countable (company)επιχείρηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 My uncle wants to start his own business.
 Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του επιχείρηση.
 Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του δουλειά.
business n informal (concerns) (μτφ, ανεπίσημο)δουλειά ουσ θηλ
  θέμα ουσ ουδ
 That's none of your business.
 Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά.
 Αυτό δεν είναι δικό σου θέμα.
business n (sales volume)δουλειά ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κίνηση ουσ θηλ
 We always have more business around the holidays.
business n (responsibility)καθήκον ουσ ουδ
  (μεταφορικά)χρέος ουσ ουδ
  υποχρέωση ουσ θηλ
  (μεταφορικά, καθομ)δουλειά ουσ θηλ
 My business is to look after my brothers.
calling n (profession)επάγγελμα ουσ ουδ
  δουλειά ουσ θηλ
  καριέρα ουσ θηλ
 Roberta felt that law would be her calling, so she majored in pre-law in college.
chore n (in home) (συχνά στον πληθυντικό)δουλειά ουσ θηλ
  δουλειά του σπιτιού φρ ως ουσ θηλ
  (συνήθως για παιδιά)θέλημα ουσ ουδ
 Mallory spends every Saturday morning doing chores.
 Η Μάλλορυ κάθε Σάββατο πρωί κάνει τις δουλειές του σπιτιού.
construction n (how sth is made)κατασκευή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 The construction of the dress looked professional.
day job n (regular job)δουλειά ουσ θηλ
  κανονική δουλειά επίθ + ουσ θηλ
deal n (transaction)συναλλαγή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μτφ)δουλειά ουσ θηλ
 Each deal is an opportunity for profit.
 Κάθε συναλλαγή είναι μια ευκαιρία για να βγάλεις χρήματα.
errand n (task outside home, office) (συνήθως πληθυντικός)εξωτερική δουλειά, εξωτερική εργασία επίθ + ουσ θηλ
  (για κάποιον άλλον, όχι επαγγελματικά)θέλημα ουσ ουδ
  μικροθέλημα ουσ ου
  (δική μου)δουλειά ουσ θηλ
 My boss is always sending me on errands just so I'll have something to do.
 Το αφεντικό μου πάντα με στέλνει σε εξωτερικές δουλειές μόνο και μόνο για να έχω κάτι να κάνω.
function n (duty)καθήκον ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 It was the function of the inspector to check the tickets.
gig n slang (job)δουλειά ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Ron got a gig at a warehouse.
hand n figurative (skill, touch) (μεταφορικά)χέρι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 He could see the hand of a true craftsman in the wardrobe.
handiwork n figurative, informal, usually ironic (sth done or made by sb)έργο ουσ ουδ
  δουλειά ουσ θηλ
 The mess on the floor is the dog's handiwork!
incumbent on sb,
incumbent upon sb
adj + prep
(obligatory for sb) (κάποιου)καθήκον ουσ ουδ
  αρμοδιότητα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
  που βαρύνει κάποιον περίφρ
 The duty of managing finances is incumbent on the organization's treasurer.
 Η αρμοδιότητα του χειρισμού των οικονομικών βαρύνει τον ταμία της οργάνωσης.
incumbent on sb to do sth,
incumbent upon sb to do sth
expr
(obligatory for sb) (κάποιου να κάνει κτ)καθήκον ουσ ουδ
  αρμοδιότητα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 It is incumbent on the bride's father to make a speech at the wedding.
 Είναι καθήκον του πατέρα της νύφης να βγάλει λόγο στον γάμο.
job n (employment)δουλειά ουσ θηλ
  (επίσημο)εργασία ουσ θηλ
 I need to find a new job.
 Debbie has to do two jobs to make ends meet.
 Πρέπει να βρω καινούρια δουλειά.
job n (pieces of work)δουλειά ουσ θηλ
 As a translator, I complete two or three jobs each week.
 Ως μεταφράστρια, τελειώνω δύο με τρεις δουλειές την εβδομάδα.
job n (task)δουλειά ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλίτσα ουσ θηλ
 I have a little job for you, if you have five minutes.
 Σου έχω μια δουλειά, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά.
 Σου έχω μια δουλίτσα, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά.
job n (responsibility)δουλειά ουσ θηλ
  (επίσημο)αρμοδιότητα, ευθύνη ουσ θηλ
 When your father is away, it's your job to mind your little brother.
 Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου.
job n slang (robbery)ληστεία ουσ θηλ
  (αργκό)δουλειά ουσ θηλ
 He's doing time for that Credit Union job that went wrong.
labor (US),
labour (UK)
n
(work)δουλειά ουσ θηλ
  εργασία ουσ θηλ
 This project represents several days' labour.
living n (job)δουλειά ουσ θηλ
  επάγγελμα ουσ ουδ
 What do you do for a living? I am a dentist.
 Τί δουλειά κάνεις; Είμαι οδοντίατρος.
 Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος.
nine-to-five n informal (daily work routine) (στη δουλειά)οχτάωρο ουσ ουδ
  (πιο γενικά)δουλειά ουσ θηλ
office n (tasks of a position)αρμοδιότητα ουσ θηλ
  καθήκον ουσ ουδ
  (ανεπίσημο)δουλειά ουσ θηλ
 It is his office to pay the invoices that the company has due.
official business n (professional matters or duties)επίσημη εργασία επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
Σχόλιο: Το ουσιαστικό «δουλειά» χρησιμοποιείται συχνά στον πληθυντικό με αυτή τη σημασία.
 She is not here for casual conversation; she has official business to conduct.
place sb vtr (employment)διορίζω ρ μ
  (καθομ: σε κάποιον)βρίσκω δουλειά περίφρ
 The job agency placed him almost immediately.
project n (task)εργασία ουσ θηλ
  πρότζεκτ ουσ ουδ άκλ
  (συνήθως χειρονακτική)δουλειά ουσ θηλ
 It should take me about three hours to complete this project.
 Υπολογίζω να μου πάρει περίπου τρεις ώρες για να ολοκληρώσω αυτήν την εργασία.
responsibility n (sthg to care for)ευθύνη ουσ θηλ
  αρμοδιότητα ουσ θηλ
  καθήκον ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 The car is your responsibility.
situation n (job)θέση εργασίας φρ ως ουσ θηλ
  εργασία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 I am looking for a new situation. Do you know of anything?
stroke of work n (bit of work)δουλειά ουσ θηλ
  λίγη δουλειά επίθ + ουσ θηλ
  ελάχιστη δουλειά επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες αποδόσεις που ενδέχεται να ταιριάζουν κατά περίπτωση.
task n (job, chore to be done)δουλειά ουσ θηλ
  (επαγγελματική υποχρέωση)εργασία ουσ θηλ
 I have ten tasks that I need to complete today.
 Έχω δέκα δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα.
task n (duty)δουλειά ουσ θηλ
  καθήκον ουσ ουδ
  αποστολή ουσ θηλ
 His task was to restock the shelves at the shop.
 Η δουλειά του ήταν να ανεφοδιάζει τα ράφια στο κατάστημα.
work vi (be useful, effectual)έχω αποτέλεσμα έκφρ
  (καθομιλουμένη)δουλεύω ρ αμ
  κάνω δουλειά έκφρ
  πιάνω ρ αμ
 Did the medicine work?
 Είχε αποτέλεσμα το φάρμακο;
 Δούλεψε το φάρμακο;
 Έκανε δουλειά το φάρμακο;
 Έπιασε αυτό το φάρμακο;
work n uncountable (occupation)δουλειά ουσ θηλ
  επάγγελμα ουσ ουδ
 What is your work? I'm a dentist.
 Τι δουλειά κάνεις; Εγώ είμαι οδοντίατρος.
 Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Εγώ είμαι οδοντίατρος.
work n uncountable (employment)εργασία ουσ θηλ
  δουλειά ουσ θηλ
 The bank provides work for many people.
 Η τράπεζα παρέχει εργασία σε πολλά άτομα.
 Η τράπεζα δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους.
work n uncountable (effort)δουλειά ουσ θηλ
 His work on the car was worth the result.
 Η δουλειά που έκανε στο αυτοκίνητο άξιζε τον κόπο.
work n uncountable (toil)δουλειά ουσ θηλ
 An apple picker does exhausting work, from sunrise until dusk.
 Οι εργάτες που μαζεύουν μήλα κάνουν εξαντλητική δουλειά, από το πρωί ως το βράδυ.
work n uncountable (type of task)δουλειά ουσ θηλ
 I don't like this work. Can I do something different?
 Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο;
work n (office, place of work)δουλειά ουσ θηλ
 This is his work. Yes, that building.
 Εδώ είναι η δουλειά του. Ναι, σε αυτό το κτίριο.
work n (activity)δουλειά ουσ θηλ
 He is doing some work or other in the shop.
work n (product of labor)δουλειά ουσ θηλ
 The work was obviously well done.
 Η δουλειά προφανώς είχε γίνει καλά.
workload,
work load
n
(amount of work) (για πολλή δουλειά)φόρτος εργασίας φρ ως ουσ αρσ
  όγκος δουλειάς φρ ως ουσ αρσ
  (πιο απλά)δουλειά ουσ θηλ
 My workload is particularly heavy this week.
 Έχω ιδιαίτερα μεγάλο φόρτο εργασίας αυτή την εβδομάδα.
workmanship n (quality of work) (που έχει γίνει για κτ)δουλειά ουσ θηλ
  (καλή ποιότητα)τέχνη, μαστοριά ουσ θηλ
 The workmanship of this piece of furniture is particularly fine.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
δουλειά job
  work
  business
  duty
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
job n (employment)δουλειά ουσ θηλ
  (επίσημο)εργασία ουσ θηλ
 I need to find a new job.
 Debbie has to do two jobs to make ends meet.
 Πρέπει να βρω καινούρια δουλειά.
task n (job, chore to be done)δουλειά ουσ θηλ
  (επαγγελματική υποχρέωση)εργασία ουσ θηλ
 I have ten tasks that I need to complete today.
 Έχω δέκα δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα.
assignment n (short task)εργασία ουσ θηλ
  δουλειά ουσ θηλ
  (για ορισμένα επαγγέλματα)αποστολή ουσ θηλ
  (σχολείο)εργασία για το σπίτι φρ ως ουσ θηλ
 His boss gave him three assignments to be completed by the end of the week.
 Το αφεντικό του τού ανέθεσε τρεις εργασίες με προθεσμία παράδοσης το τέλος της εβδομάδας.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αποστολή του Κώστα ως μυστικός αστυνομικός ήταν να ανακαλύψει που κρυβόταν ο αρχηγός της σπείρας.
errand n (task outside home, office) (συνήθως πληθυντικός)εξωτερική δουλειά, εξωτερική εργασία επίθ + ουσ θηλ
  (για κάποιον άλλον, όχι επαγγελματικά)θέλημα ουσ ουδ
  μικροθέλημα ουσ ου
  (δική μου)δουλειά ουσ θηλ
 My boss is always sending me on errands just so I'll have something to do.
 Το αφεντικό μου πάντα με στέλνει σε εξωτερικές δουλειές μόνο και μόνο για να έχω κάτι να κάνω.
workmanship n (quality of work) (που έχει γίνει για κτ)δουλειά ουσ θηλ
  (καλή ποιότητα)τέχνη, μαστοριά ουσ θηλ
 The workmanship of this piece of furniture is particularly fine.
official business n (professional matters or duties)επίσημη εργασία επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
Σχόλιο: Το ουσιαστικό «δουλειά» χρησιμοποιείται συχνά στον πληθυντικό με αυτή τη σημασία.
 She is not here for casual conversation; she has official business to conduct.
nine-to-five n informal (daily work routine) (στη δουλειά)οχτάωρο ουσ ουδ
  (πιο γενικά)δουλειά ουσ θηλ
incumbent on sb,
incumbent upon sb
adj + prep
(obligatory for sb) (κάποιου)καθήκον ουσ ουδ
  αρμοδιότητα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
  που βαρύνει κάποιον περίφρ
 The duty of managing finances is incumbent on the organization's treasurer.
 Η αρμοδιότητα του χειρισμού των οικονομικών βαρύνει τον ταμία της οργάνωσης.
job n (pieces of work)δουλειά ουσ θηλ
 As a translator, I complete two or three jobs each week.
 Ως μεταφράστρια, τελειώνω δύο με τρεις δουλειές την εβδομάδα.
business n countable (company)επιχείρηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 My uncle wants to start his own business.
 Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του επιχείρηση.
 Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του δουλειά.
deal n (transaction)συναλλαγή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μτφ)δουλειά ουσ θηλ
 Each deal is an opportunity for profit.
 Κάθε συναλλαγή είναι μια ευκαιρία για να βγάλεις χρήματα.
task n (duty)δουλειά ουσ θηλ
  καθήκον ουσ ουδ
  αποστολή ουσ θηλ
 His task was to restock the shelves at the shop.
 Η δουλειά του ήταν να ανεφοδιάζει τα ράφια στο κατάστημα.
living n (job)δουλειά ουσ θηλ
  επάγγελμα ουσ ουδ
 What do you do for a living? I am a dentist.
 Τί δουλειά κάνεις; Είμαι οδοντίατρος.
 Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος.
project n (task)εργασία ουσ θηλ
  πρότζεκτ ουσ ουδ άκλ
  (συνήθως χειρονακτική)δουλειά ουσ θηλ
 It should take me about three hours to complete this project.
 Υπολογίζω να μου πάρει περίπου τρεις ώρες για να ολοκληρώσω αυτήν την εργασία.
chore n (in home) (συχνά στον πληθυντικό)δουλειά ουσ θηλ
  δουλειά του σπιτιού φρ ως ουσ θηλ
  (συνήθως για παιδιά)θέλημα ουσ ουδ
 Mallory spends every Saturday morning doing chores.
 Η Μάλλορυ κάθε Σάββατο πρωί κάνει τις δουλειές του σπιτιού.
calling n (profession)επάγγελμα ουσ ουδ
  δουλειά ουσ θηλ
  καριέρα ουσ θηλ
 Roberta felt that law would be her calling, so she majored in pre-law in college.
handiwork n figurative, informal, usually ironic (sth done or made by sb)έργο ουσ ουδ
  δουλειά ουσ θηλ
 The mess on the floor is the dog's handiwork!
incumbent on sb to do sth,
incumbent upon sb to do sth
expr
(obligatory for sb) (κάποιου να κάνει κτ)καθήκον ουσ ουδ
  αρμοδιότητα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 It is incumbent on the bride's father to make a speech at the wedding.
 Είναι καθήκον του πατέρα της νύφης να βγάλει λόγο στον γάμο.
job n (task)δουλειά ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλίτσα ουσ θηλ
 I have a little job for you, if you have five minutes.
 Σου έχω μια δουλειά, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά.
 Σου έχω μια δουλίτσα, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά.
job n (responsibility)δουλειά ουσ θηλ
  (επίσημο)αρμοδιότητα, ευθύνη ουσ θηλ
 When your father is away, it's your job to mind your little brother.
 Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου.
business n informal (concerns) (μτφ, ανεπίσημο)δουλειά ουσ θηλ
  θέμα ουσ ουδ
 That's none of your business.
 Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά.
 Αυτό δεν είναι δικό σου θέμα.
labor (US),
labour (UK)
n
(work)δουλειά ουσ θηλ
  εργασία ουσ θηλ
 This project represents several days' labour.
work n uncountable (occupation)δουλειά ουσ θηλ
  επάγγελμα ουσ ουδ
 What is your work? I'm a dentist.
 Τι δουλειά κάνεις; Εγώ είμαι οδοντίατρος.
 Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Εγώ είμαι οδοντίατρος.
work n uncountable (employment)εργασία ουσ θηλ
  δουλειά ουσ θηλ
 The bank provides work for many people.
 Η τράπεζα παρέχει εργασία σε πολλά άτομα.
 Η τράπεζα δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους.
work n uncountable (effort)δουλειά ουσ θηλ
 His work on the car was worth the result.
 Η δουλειά που έκανε στο αυτοκίνητο άξιζε τον κόπο.
work n uncountable (toil)δουλειά ουσ θηλ
 An apple picker does exhausting work, from sunrise until dusk.
 Οι εργάτες που μαζεύουν μήλα κάνουν εξαντλητική δουλειά, από το πρωί ως το βράδυ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hand n figurative (skill, touch) (μεταφορικά)χέρι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 He could see the hand of a true craftsman in the wardrobe.
job n slang (robbery)ληστεία ουσ θηλ
  (αργκό)δουλειά ουσ θηλ
 He's doing time for that Credit Union job that went wrong.
work n uncountable (type of task)δουλειά ουσ θηλ
 I don't like this work. Can I do something different?
 Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο;
work n (office, place of work)δουλειά ουσ θηλ
 This is his work. Yes, that building.
 Εδώ είναι η δουλειά του. Ναι, σε αυτό το κτίριο.
work n (activity)δουλειά ουσ θηλ
 He is doing some work or other in the shop.
work n (product of labor)δουλειά ουσ θηλ
 The work was obviously well done.
 Η δουλειά προφανώς είχε γίνει καλά.
business n (sales volume)δουλειά ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κίνηση ουσ θηλ
 We always have more business around the holidays.
business n (responsibility)καθήκον ουσ ουδ
  (μεταφορικά)χρέος ουσ ουδ
  υποχρέωση ουσ θηλ
  (μεταφορικά, καθομ)δουλειά ουσ θηλ
 My business is to look after my brothers.
office n (tasks of a position)αρμοδιότητα ουσ θηλ
  καθήκον ουσ ουδ
  (ανεπίσημο)δουλειά ουσ θηλ
 It is his office to pay the invoices that the company has due.
situation n (job)θέση εργασίας φρ ως ουσ θηλ
  εργασία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 I am looking for a new situation. Do you know of anything?
function n (duty)καθήκον ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 It was the function of the inspector to check the tickets.
responsibility n (sthg to care for)ευθύνη ουσ θηλ
  αρμοδιότητα ουσ θηλ
  καθήκον ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 The car is your responsibility.
gig n slang (job)δουλειά ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Ron got a gig at a warehouse.
workload,
work load
n
(amount of work) (για πολλή δουλειά)φόρτος εργασίας φρ ως ουσ αρσ
  όγκος δουλειάς φρ ως ουσ αρσ
  (πιο απλά)δουλειά ουσ θηλ
 My workload is particularly heavy this week.
 Έχω ιδιαίτερα μεγάλο φόρτο εργασίας αυτή την εβδομάδα.
construction n (how sth is made)κατασκευή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 The construction of the dress looked professional.
day job n (regular job)δουλειά ουσ θηλ
  κανονική δουλειά επίθ + ουσ θηλ
stroke of work n (bit of work)δουλειά ουσ θηλ
  λίγη δουλειά επίθ + ουσ θηλ
  ελάχιστη δουλειά επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες αποδόσεις που ενδέχεται να ταιριάζουν κατά περίπτωση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
place sb vtr (employment)διορίζω ρ μ
  (καθομ: σε κάποιον)βρίσκω δουλειά περίφρ
 The job agency placed him almost immediately.
serfdom n (servitude)δουλεία ουσ θηλ
  δουλοπαροικία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σκλαβιά ουσ θηλ
servitude n historical (slavery)δουλεία ουσ θηλ
 His body was worn out from decades of servitude.
servitude n (forced labor) (μεταφορικά)δουλεία ουσ θηλ
  καταναγκαστική εργασία επίθ + ουσ θηλ
 The years Davis spent in servitude had broken his spirit.
slavery n (owning slaves)δουλεία ουσ θηλ
  (επίσημο)δουλοκτημοσύνη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σκλαβιά ουσ θηλ
 Slavery in the New World began in the 16th century.
 Η δουλεία ξεκίνησε το 16ο αιώνα στο Νέο Κόσμο.
thralldom,
thraldom
n
archaic (being under someone's control) (μτφ: εξάρτηση, έλεγχος)δουλεία ουσ θηλ
  σκλαβιά ουσ θηλ
  ομηρία ουσ θηλ
work vi (be useful, effectual)έχω αποτέλεσμα έκφρ
  (καθομιλουμένη)δουλεύω ρ αμ
  κάνω δουλειά έκφρ
  πιάνω ρ αμ
 Did the medicine work?
 Είχε αποτέλεσμα το φάρμακο;
 Δούλεψε το φάρμακο;
 Έκανε δουλειά το φάρμακο;
 Έπιασε αυτό το φάρμακο;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση δουλεία στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «δουλεία».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!