Σύνθετοι τύποι: |
assignment n | (short task) | εργασία ουσ θηλ |
| | δουλειά ουσ θηλ |
| (για ορισμένα επαγγέλματα) | αποστολή ουσ θηλ |
| (σχολείο) | εργασία για το σπίτι φρ ως ουσ θηλ |
| His boss gave him three assignments to be completed by the end of the week. |
| Το αφεντικό του τού ανέθεσε τρεις εργασίες με προθεσμία παράδοσης το τέλος της εβδομάδας. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αποστολή του Κώστα ως μυστικός αστυνομικός ήταν να ανακαλύψει που κρυβόταν ο αρχηγός της σπείρας. |
business n | countable (company) | επιχείρηση ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| My uncle wants to start his own business. |
| Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του επιχείρηση. |
| Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του δουλειά. |
business n | informal (concerns) (μτφ, ανεπίσημο) | δουλειά ουσ θηλ |
| | θέμα ουσ ουδ |
| That's none of your business. |
| Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. |
| Αυτό δεν είναι δικό σου θέμα. |
business n | (sales volume) | δουλειά ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | κίνηση ουσ θηλ |
| We always have more business around the holidays. |
business n | (responsibility) | καθήκον ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | χρέος ουσ ουδ |
| | υποχρέωση ουσ θηλ |
| (μεταφορικά, καθομ) | δουλειά ουσ θηλ |
| My business is to look after my brothers. |
calling n | (profession) | επάγγελμα ουσ ουδ |
| | δουλειά ουσ θηλ |
| | καριέρα ουσ θηλ |
| Roberta felt that law would be her calling, so she majored in pre-law in college. |
chore n | (in home) (συχνά στον πληθυντικό) | δουλειά ουσ θηλ |
| | δουλειά του σπιτιού φρ ως ουσ θηλ |
| (συνήθως για παιδιά) | θέλημα ουσ ουδ |
| Mallory spends every Saturday morning doing chores. |
| Η Μάλλορυ κάθε Σάββατο πρωί κάνει τις δουλειές του σπιτιού. |
construction n | (how sth is made) | κατασκευή ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| The construction of the dress looked professional. |
day job n | (regular job) | δουλειά ουσ θηλ |
| | κανονική δουλειά επίθ + ουσ θηλ |
deal n | (transaction) | συναλλαγή ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | δουλειά ουσ θηλ |
| Each deal is an opportunity for profit. |
| Κάθε συναλλαγή είναι μια ευκαιρία για να βγάλεις χρήματα. |
errand n | (task outside home, office) (συνήθως πληθυντικός) | εξωτερική δουλειά, εξωτερική εργασία επίθ + ουσ θηλ |
| (για κάποιον άλλον, όχι επαγγελματικά) | θέλημα ουσ ουδ |
| | μικροθέλημα ουσ ου |
| (δική μου) | δουλειά ουσ θηλ |
| My boss is always sending me on errands just so I'll have something to do. |
| Το αφεντικό μου πάντα με στέλνει σε εξωτερικές δουλειές μόνο και μόνο για να έχω κάτι να κάνω. |
function n | (duty) | καθήκον ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| It was the function of the inspector to check the tickets. |
gig n | slang (job) | δουλειά ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| Ron got a gig at a warehouse. |
hand n | figurative (skill, touch) (μεταφορικά) | χέρι ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| He could see the hand of a true craftsman in the wardrobe. |
handiwork n | figurative, informal, usually ironic (sth done or made by sb) | έργο ουσ ουδ |
| | δουλειά ουσ θηλ |
| The mess on the floor is the dog's handiwork! |
incumbent on sb, incumbent upon sb adj + prep | (obligatory for sb) (κάποιου) | καθήκον ουσ ουδ |
| | αρμοδιότητα ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| | που βαρύνει κάποιον περίφρ |
| The duty of managing finances is incumbent on the organization's treasurer. |
| Η αρμοδιότητα του χειρισμού των οικονομικών βαρύνει τον ταμία της οργάνωσης. |
incumbent on sb to do sth, incumbent upon sb to do sth expr | (obligatory for sb) (κάποιου να κάνει κτ) | καθήκον ουσ ουδ |
| | αρμοδιότητα ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| It is incumbent on the bride's father to make a speech at the wedding. |
| Είναι καθήκον του πατέρα της νύφης να βγάλει λόγο στον γάμο. |
job n | (employment) | δουλειά ουσ θηλ |
| (επίσημο) | εργασία ουσ θηλ |
| I need to find a new job. |
| Debbie has to do two jobs to make ends meet. |
| Πρέπει να βρω καινούρια δουλειά. |
job n | (pieces of work) | δουλειά ουσ θηλ |
| As a translator, I complete two or three jobs each week. |
| Ως μεταφράστρια, τελειώνω δύο με τρεις δουλειές την εβδομάδα. |
job n | (task) | δουλειά ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλίτσα ουσ θηλ |
| I have a little job for you, if you have five minutes. |
| Σου έχω μια δουλειά, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά. |
| Σου έχω μια δουλίτσα, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά. |
job n | (responsibility) | δουλειά ουσ θηλ |
| (επίσημο) | αρμοδιότητα, ευθύνη ουσ θηλ |
| When your father is away, it's your job to mind your little brother. |
| Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου. |
job n | slang (robbery) | ληστεία ουσ θηλ |
| (αργκό) | δουλειά ουσ θηλ |
| He's doing time for that Credit Union job that went wrong. |
labor (US), labour (UK) n | (work) | δουλειά ουσ θηλ |
| | εργασία ουσ θηλ |
| This project represents several days' labour. |
living n | (job) | δουλειά ουσ θηλ |
| | επάγγελμα ουσ ουδ |
| What do you do for a living? I am a dentist. |
| Τί δουλειά κάνεις; Είμαι οδοντίατρος. |
| Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος. |
nine-to-five n | informal (daily work routine) (στη δουλειά) | οχτάωρο ουσ ουδ |
| (πιο γενικά) | δουλειά ουσ θηλ |
office n | (tasks of a position) | αρμοδιότητα ουσ θηλ |
| | καθήκον ουσ ουδ |
| (ανεπίσημο) | δουλειά ουσ θηλ |
| It is his office to pay the invoices that the company has due. |
official business n | (professional matters or duties) | επίσημη εργασία επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
Σχόλιο: Το ουσιαστικό «δουλειά» χρησιμοποιείται συχνά στον πληθυντικό με αυτή τη σημασία. |
| She is not here for casual conversation; she has official business to conduct. |
place sb vtr | (employment) | διορίζω ρ μ |
| (καθομ: σε κάποιον) | βρίσκω δουλειά περίφρ |
| The job agency placed him almost immediately. |
project n | (task) | εργασία ουσ θηλ |
| | πρότζεκτ ουσ ουδ άκλ |
| (συνήθως χειρονακτική) | δουλειά ουσ θηλ |
| It should take me about three hours to complete this project. |
| Υπολογίζω να μου πάρει περίπου τρεις ώρες για να ολοκληρώσω αυτήν την εργασία. |
responsibility n | (sthg to care for) | ευθύνη ουσ θηλ |
| | αρμοδιότητα ουσ θηλ |
| | καθήκον ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| The car is your responsibility. |
situation n | (job) | θέση εργασίας φρ ως ουσ θηλ |
| | εργασία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| I am looking for a new situation. Do you know of anything? |
stroke of work n | (bit of work) | δουλειά ουσ θηλ |
| | λίγη δουλειά επίθ + ουσ θηλ |
| | ελάχιστη δουλειά επίθ + ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες αποδόσεις που ενδέχεται να ταιριάζουν κατά περίπτωση. |
task n | (job, chore to be done) | δουλειά ουσ θηλ |
| (επαγγελματική υποχρέωση) | εργασία ουσ θηλ |
| I have ten tasks that I need to complete today. |
| Έχω δέκα δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα. |
task n | (duty) | δουλειά ουσ θηλ |
| | καθήκον ουσ ουδ |
| | αποστολή ουσ θηλ |
| His task was to restock the shelves at the shop. |
| Η δουλειά του ήταν να ανεφοδιάζει τα ράφια στο κατάστημα. |
work vi | (be useful, effectual) | έχω αποτέλεσμα έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | δουλεύω ρ αμ |
| | κάνω δουλειά έκφρ |
| | πιάνω ρ αμ |
| Did the medicine work? |
| Είχε αποτέλεσμα το φάρμακο; |
| Δούλεψε το φάρμακο; |
| Έκανε δουλειά το φάρμακο; |
| Έπιασε αυτό το φάρμακο; |
work n | uncountable (occupation) | δουλειά ουσ θηλ |
| | επάγγελμα ουσ ουδ |
| What is your work? I'm a dentist. |
| Τι δουλειά κάνεις; Εγώ είμαι οδοντίατρος. |
| Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Εγώ είμαι οδοντίατρος. |
work n | uncountable (employment) | εργασία ουσ θηλ |
| | δουλειά ουσ θηλ |
| The bank provides work for many people. |
| Η τράπεζα παρέχει εργασία σε πολλά άτομα. |
| Η τράπεζα δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους. |
work n | uncountable (effort) | δουλειά ουσ θηλ |
| His work on the car was worth the result. |
| Η δουλειά που έκανε στο αυτοκίνητο άξιζε τον κόπο. |
work n | uncountable (toil) | δουλειά ουσ θηλ |
| An apple picker does exhausting work, from sunrise until dusk. |
| Οι εργάτες που μαζεύουν μήλα κάνουν εξαντλητική δουλειά, από το πρωί ως το βράδυ. |
work n | uncountable (type of task) | δουλειά ουσ θηλ |
| I don't like this work. Can I do something different? |
| Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο; |
work n | (office, place of work) | δουλειά ουσ θηλ |
| This is his work. Yes, that building. |
| Εδώ είναι η δουλειά του. Ναι, σε αυτό το κτίριο. |
work n | (activity) | δουλειά ουσ θηλ |
| He is doing some work or other in the shop. |
work n | (product of labor) | δουλειά ουσ θηλ |
| The work was obviously well done. |
| Η δουλειά προφανώς είχε γίνει καλά. |
workload, work load n | (amount of work) (για πολλή δουλειά) | φόρτος εργασίας φρ ως ουσ αρσ |
| | όγκος δουλειάς φρ ως ουσ αρσ |
| (πιο απλά) | δουλειά ουσ θηλ |
| My workload is particularly heavy this week. |
| Έχω ιδιαίτερα μεγάλο φόρτο εργασίας αυτή την εβδομάδα. |
workmanship n | (quality of work) (που έχει γίνει για κτ) | δουλειά ουσ θηλ |
| (καλή ποιότητα) | τέχνη, μαστοριά ουσ θηλ |
| The workmanship of this piece of furniture is particularly fine. |
Κύριες μεταφράσεις |
job n | (employment) | δουλειά ουσ θηλ |
| (επίσημο) | εργασία ουσ θηλ |
| I need to find a new job. |
| Debbie has to do two jobs to make ends meet. |
| Πρέπει να βρω καινούρια δουλειά. |
task n | (job, chore to be done) | δουλειά ουσ θηλ |
| (επαγγελματική υποχρέωση) | εργασία ουσ θηλ |
| I have ten tasks that I need to complete today. |
| Έχω δέκα δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα. |
assignment n | (short task) | εργασία ουσ θηλ |
| | δουλειά ουσ θηλ |
| (για ορισμένα επαγγέλματα) | αποστολή ουσ θηλ |
| (σχολείο) | εργασία για το σπίτι φρ ως ουσ θηλ |
| His boss gave him three assignments to be completed by the end of the week. |
| Το αφεντικό του τού ανέθεσε τρεις εργασίες με προθεσμία παράδοσης το τέλος της εβδομάδας. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αποστολή του Κώστα ως μυστικός αστυνομικός ήταν να ανακαλύψει που κρυβόταν ο αρχηγός της σπείρας. |
errand n | (task outside home, office) (συνήθως πληθυντικός) | εξωτερική δουλειά, εξωτερική εργασία επίθ + ουσ θηλ |
| (για κάποιον άλλον, όχι επαγγελματικά) | θέλημα ουσ ουδ |
| | μικροθέλημα ουσ ου |
| (δική μου) | δουλειά ουσ θηλ |
| My boss is always sending me on errands just so I'll have something to do. |
| Το αφεντικό μου πάντα με στέλνει σε εξωτερικές δουλειές μόνο και μόνο για να έχω κάτι να κάνω. |
workmanship n | (quality of work) (που έχει γίνει για κτ) | δουλειά ουσ θηλ |
| (καλή ποιότητα) | τέχνη, μαστοριά ουσ θηλ |
| The workmanship of this piece of furniture is particularly fine. |
official business n | (professional matters or duties) | επίσημη εργασία επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
Σχόλιο: Το ουσιαστικό «δουλειά» χρησιμοποιείται συχνά στον πληθυντικό με αυτή τη σημασία. |
| She is not here for casual conversation; she has official business to conduct. |
nine-to-five n | informal (daily work routine) (στη δουλειά) | οχτάωρο ουσ ουδ |
| (πιο γενικά) | δουλειά ουσ θηλ |
incumbent on sb, incumbent upon sb adj + prep | (obligatory for sb) (κάποιου) | καθήκον ουσ ουδ |
| | αρμοδιότητα ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| | που βαρύνει κάποιον περίφρ |
| The duty of managing finances is incumbent on the organization's treasurer. |
| Η αρμοδιότητα του χειρισμού των οικονομικών βαρύνει τον ταμία της οργάνωσης. |
job n | (pieces of work) | δουλειά ουσ θηλ |
| As a translator, I complete two or three jobs each week. |
| Ως μεταφράστρια, τελειώνω δύο με τρεις δουλειές την εβδομάδα. |
business n | countable (company) | επιχείρηση ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| My uncle wants to start his own business. |
| Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του επιχείρηση. |
| Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του δουλειά. |
deal n | (transaction) | συναλλαγή ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | δουλειά ουσ θηλ |
| Each deal is an opportunity for profit. |
| Κάθε συναλλαγή είναι μια ευκαιρία για να βγάλεις χρήματα. |
task n | (duty) | δουλειά ουσ θηλ |
| | καθήκον ουσ ουδ |
| | αποστολή ουσ θηλ |
| His task was to restock the shelves at the shop. |
| Η δουλειά του ήταν να ανεφοδιάζει τα ράφια στο κατάστημα. |
living n | (job) | δουλειά ουσ θηλ |
| | επάγγελμα ουσ ουδ |
| What do you do for a living? I am a dentist. |
| Τί δουλειά κάνεις; Είμαι οδοντίατρος. |
| Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος. |
project n | (task) | εργασία ουσ θηλ |
| | πρότζεκτ ουσ ουδ άκλ |
| (συνήθως χειρονακτική) | δουλειά ουσ θηλ |
| It should take me about three hours to complete this project. |
| Υπολογίζω να μου πάρει περίπου τρεις ώρες για να ολοκληρώσω αυτήν την εργασία. |
chore n | (in home) (συχνά στον πληθυντικό) | δουλειά ουσ θηλ |
| | δουλειά του σπιτιού φρ ως ουσ θηλ |
| (συνήθως για παιδιά) | θέλημα ουσ ουδ |
| Mallory spends every Saturday morning doing chores. |
| Η Μάλλορυ κάθε Σάββατο πρωί κάνει τις δουλειές του σπιτιού. |
calling n | (profession) | επάγγελμα ουσ ουδ |
| | δουλειά ουσ θηλ |
| | καριέρα ουσ θηλ |
| Roberta felt that law would be her calling, so she majored in pre-law in college. |
handiwork n | figurative, informal, usually ironic (sth done or made by sb) | έργο ουσ ουδ |
| | δουλειά ουσ θηλ |
| The mess on the floor is the dog's handiwork! |
incumbent on sb to do sth, incumbent upon sb to do sth expr | (obligatory for sb) (κάποιου να κάνει κτ) | καθήκον ουσ ουδ |
| | αρμοδιότητα ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| It is incumbent on the bride's father to make a speech at the wedding. |
| Είναι καθήκον του πατέρα της νύφης να βγάλει λόγο στον γάμο. |
job n | (task) | δουλειά ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλίτσα ουσ θηλ |
| I have a little job for you, if you have five minutes. |
| Σου έχω μια δουλειά, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά. |
| Σου έχω μια δουλίτσα, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά. |
job n | (responsibility) | δουλειά ουσ θηλ |
| (επίσημο) | αρμοδιότητα, ευθύνη ουσ θηλ |
| When your father is away, it's your job to mind your little brother. |
| Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου. |
business n | informal (concerns) (μτφ, ανεπίσημο) | δουλειά ουσ θηλ |
| | θέμα ουσ ουδ |
| That's none of your business. |
| Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. |
| Αυτό δεν είναι δικό σου θέμα. |
labor (US), labour (UK) n | (work) | δουλειά ουσ θηλ |
| | εργασία ουσ θηλ |
| This project represents several days' labour. |
work n | uncountable (occupation) | δουλειά ουσ θηλ |
| | επάγγελμα ουσ ουδ |
| What is your work? I'm a dentist. |
| Τι δουλειά κάνεις; Εγώ είμαι οδοντίατρος. |
| Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Εγώ είμαι οδοντίατρος. |
work n | uncountable (employment) | εργασία ουσ θηλ |
| | δουλειά ουσ θηλ |
| The bank provides work for many people. |
| Η τράπεζα παρέχει εργασία σε πολλά άτομα. |
| Η τράπεζα δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους. |
work n | uncountable (effort) | δουλειά ουσ θηλ |
| His work on the car was worth the result. |
| Η δουλειά που έκανε στο αυτοκίνητο άξιζε τον κόπο. |
work n | uncountable (toil) | δουλειά ουσ θηλ |
| An apple picker does exhausting work, from sunrise until dusk. |
| Οι εργάτες που μαζεύουν μήλα κάνουν εξαντλητική δουλειά, από το πρωί ως το βράδυ. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
hand n | figurative (skill, touch) (μεταφορικά) | χέρι ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| He could see the hand of a true craftsman in the wardrobe. |
job n | slang (robbery) | ληστεία ουσ θηλ |
| (αργκό) | δουλειά ουσ θηλ |
| He's doing time for that Credit Union job that went wrong. |
work n | uncountable (type of task) | δουλειά ουσ θηλ |
| I don't like this work. Can I do something different? |
| Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο; |
work n | (office, place of work) | δουλειά ουσ θηλ |
| This is his work. Yes, that building. |
| Εδώ είναι η δουλειά του. Ναι, σε αυτό το κτίριο. |
work n | (activity) | δουλειά ουσ θηλ |
| He is doing some work or other in the shop. |
work n | (product of labor) | δουλειά ουσ θηλ |
| The work was obviously well done. |
| Η δουλειά προφανώς είχε γίνει καλά. |
business n | (sales volume) | δουλειά ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | κίνηση ουσ θηλ |
| We always have more business around the holidays. |
business n | (responsibility) | καθήκον ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | χρέος ουσ ουδ |
| | υποχρέωση ουσ θηλ |
| (μεταφορικά, καθομ) | δουλειά ουσ θηλ |
| My business is to look after my brothers. |
office n | (tasks of a position) | αρμοδιότητα ουσ θηλ |
| | καθήκον ουσ ουδ |
| (ανεπίσημο) | δουλειά ουσ θηλ |
| It is his office to pay the invoices that the company has due. |
situation n | (job) | θέση εργασίας φρ ως ουσ θηλ |
| | εργασία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| I am looking for a new situation. Do you know of anything? |
function n | (duty) | καθήκον ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| It was the function of the inspector to check the tickets. |
responsibility n | (sthg to care for) | ευθύνη ουσ θηλ |
| | αρμοδιότητα ουσ θηλ |
| | καθήκον ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| The car is your responsibility. |
gig n | slang (job) | δουλειά ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| Ron got a gig at a warehouse. |
workload, work load n | (amount of work) (για πολλή δουλειά) | φόρτος εργασίας φρ ως ουσ αρσ |
| | όγκος δουλειάς φρ ως ουσ αρσ |
| (πιο απλά) | δουλειά ουσ θηλ |
| My workload is particularly heavy this week. |
| Έχω ιδιαίτερα μεγάλο φόρτο εργασίας αυτή την εβδομάδα. |
construction n | (how sth is made) | κατασκευή ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| The construction of the dress looked professional. |
day job n | (regular job) | δουλειά ουσ θηλ |
| | κανονική δουλειά επίθ + ουσ θηλ |
stroke of work n | (bit of work) | δουλειά ουσ θηλ |
| | λίγη δουλειά επίθ + ουσ θηλ |
| | ελάχιστη δουλειά επίθ + ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες αποδόσεις που ενδέχεται να ταιριάζουν κατά περίπτωση. |