Κύριες μεταφράσεις |
correction n | (of error) | διόρθωση ουσ θηλ |
| Please write your corrections in red ink. |
| Παρακαλώ γράψτε τις διορθώσεις σας με κόκκινο. |
revision n | uncountable (text: edits) | διόρθωση ουσ θηλ |
| | αλλαγή ουσ θηλ |
| The author did not approve of the proofreader's text revisions. |
| Ο συγγραφέας δεν ενέκρινε τις διορθώσεις του επιμελητή. |
adjustment n | (change) | προσαρμογή, διόρθωση ουσ θηλ |
| | ρύθμιση ουσ θηλ |
| The conductor made some adjustments to the music score. |
| Ο μαέστρος έκανε κάποιες διορθώσεις στο μουσικό θέμα. |
amendment n | (document correction) | διόρθωση ουσ θηλ |
| | τροποποίηση ουσ θηλ |
| The editor made several amendments to the manuscript. |
| Ο εκδότης έκανε αρκετές διορθώσεις στο χειρόγραφο. |
editing n | (text: correction, revision) (κειμένου) | διόρθωση ουσ θηλ |
rectification n | (act of correcting) | διόρθωση ουσ θηλ |
| The man believed that the rectification of his mistakes would get him into heaven. |
emendation n | (editorial change, correction) | διόρθωση ουσ θηλ |
| The editor made several emendations to the author's work. |
recension n | (revision of a text) (κειμένου) | αναθεώρηση ουσ θηλ |
| | διόρθωση ουσ θηλ |
revisal n | rare, uncountable (act of revising) | επιμέλεια ουσ θηλ |
| | επανεξέταση ουσ θηλ |
| | διόρθωση ουσ θηλ |
| | αναθεώρηση ουσ θηλ |
revision n | (act of revising sth) | αναθεώρηση ουσ θηλ |
| (για κείμενο) | διόρθωση ουσ θηλ |
| | επιμέλεια ουσ θηλ |
| The proofreader's revision of the text took several days. |
| Η διόρθωση του κειμένου πήρε στον επιμελητή αρκετές μέρες. |
amendment n | uncountable (act of amending) (διαδικασία) | τροποποίηση ουσ θηλ |
| | διόρθωση ουσ θηλ |
| Amendment of a legal document can be a complicated process. |
| Η τροποποίηση ενός νομικού εγγράφου μπορεί να είναι μια πολύπλοκη διαδικασία. |
refinement n | (subtle improvement) | βελτίωση, διόρθωση ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | μικροβελτίωση, μικροδιόρθωση ουσ θηλ |
| I'm still making refinements to my new mobile app. |
correction n | (act of correcting) | διόρθωση ουσ θηλ |
| Mr. Jackson's correction of Sarah's pronunciation embarrassed her. |
| Η διόρθωση του κου Τζάκσον για την προφορά της Σάρας την έκανε να αισθανθεί αμήχανα. |
revisal n | rare (revision) | επιμέλεια ουσ θηλ |
| | επανεξέταση ουσ θηλ |
| | διόρθωση ουσ θηλ |
| | αναθεώρηση ουσ θηλ |
emendation n | (process of editorial correction) | διόρθωση ουσ θηλ |
refinement n | (act of improving a process) | βελτίωση, διόρθωση ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | μικροβελτίωση, μικροδιόρθωση ουσ θηλ |
| (τρόποι, συμπεριφορά) | εκλέπτυνση ουσ θηλ |
| (τρόποι, συμπεριφορά) | εξευγενισμός ουσ αρσ |
| The appointments system will need some refinement. |
redress n | (correction) | διόρθωση ουσ θηλ |
| The newspaper printed a redress of yesterday's error. |
repair n | (fixed part) | επιδιόρθωση, διόρθωση, επισκευή ουσ θηλ |
| (αντικείμενο) | επιδιορθωμένος, επισκευασμένος μτχ πρκ |
| The repair to the table lasted a month, but then it broke again. |
refinement n | (act of polishing work, etc.) | βελτίωση, διόρθωση, τελειοποίηση ουσ θηλ |
| This essay still needs a lot of refinement. |
edit n | (amendment to text) | αλλαγή ουσ θηλ |
| | διόρθωση ουσ θηλ |
| Olivia made a few edits to her blog post, mainly to correct typos. |