WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
διόρθωση correction
  editing
  revision
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
correction n (of error)διόρθωση ουσ θηλ
 Please write your corrections in red ink.
 Παρακαλώ γράψτε τις διορθώσεις σας με κόκκινο.
revision n uncountable (text: edits)διόρθωση ουσ θηλ
  αλλαγή ουσ θηλ
 The author did not approve of the proofreader's text revisions.
 Ο συγγραφέας δεν ενέκρινε τις διορθώσεις του επιμελητή.
adjustment n (change)προσαρμογή, διόρθωση ουσ θηλ
  ρύθμιση ουσ θηλ
 The conductor made some adjustments to the music score.
 Ο μαέστρος έκανε κάποιες διορθώσεις στο μουσικό θέμα.
amendment n (document correction)διόρθωση ουσ θηλ
  τροποποίηση ουσ θηλ
 The editor made several amendments to the manuscript.
 Ο εκδότης έκανε αρκετές διορθώσεις στο χειρόγραφο.
editing n (text: correction, revision) (κειμένου)διόρθωση ουσ θηλ
rectification n (act of correcting)διόρθωση ουσ θηλ
 The man believed that the rectification of his mistakes would get him into heaven.
emendation n (editorial change, correction)διόρθωση ουσ θηλ
 The editor made several emendations to the author's work.
recension n (revision of a text) (κειμένου)αναθεώρηση ουσ θηλ
  διόρθωση ουσ θηλ
revisal n rare, uncountable (act of revising)επιμέλεια ουσ θηλ
  επανεξέταση ουσ θηλ
  διόρθωση ουσ θηλ
  αναθεώρηση ουσ θηλ
revision n (act of revising sth)αναθεώρηση ουσ θηλ
  (για κείμενο)διόρθωση ουσ θηλ
  επιμέλεια ουσ θηλ
 The proofreader's revision of the text took several days.
 Η διόρθωση του κειμένου πήρε στον επιμελητή αρκετές μέρες.
amendment n uncountable (act of amending) (διαδικασία)τροποποίηση ουσ θηλ
  διόρθωση ουσ θηλ
 Amendment of a legal document can be a complicated process.
 Η τροποποίηση ενός νομικού εγγράφου μπορεί να είναι μια πολύπλοκη διαδικασία.
refinement n (subtle improvement)βελτίωση, διόρθωση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μικροβελτίωση, μικροδιόρθωση ουσ θηλ
 I'm still making refinements to my new mobile app.
correction n (act of correcting)διόρθωση ουσ θηλ
 Mr. Jackson's correction of Sarah's pronunciation embarrassed her.
 Η διόρθωση του κου Τζάκσον για την προφορά της Σάρας την έκανε να αισθανθεί αμήχανα.
revisal n rare (revision)επιμέλεια ουσ θηλ
  επανεξέταση ουσ θηλ
  διόρθωση ουσ θηλ
  αναθεώρηση ουσ θηλ
emendation n (process of editorial correction)διόρθωση ουσ θηλ
refinement n (act of improving a process)βελτίωση, διόρθωση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μικροβελτίωση, μικροδιόρθωση ουσ θηλ
  (τρόποι, συμπεριφορά)εκλέπτυνση ουσ θηλ
  (τρόποι, συμπεριφορά)εξευγενισμός ουσ αρσ
 The appointments system will need some refinement.
redress n (correction)διόρθωση ουσ θηλ
 The newspaper printed a redress of yesterday's error.
repair n (fixed part)επιδιόρθωση, διόρθωση, επισκευή ουσ θηλ
  (αντικείμενο)επιδιορθωμένος, επισκευασμένος μτχ πρκ
 The repair to the table lasted a month, but then it broke again.
refinement n (act of polishing work, etc.)βελτίωση, διόρθωση, τελειοποίηση ουσ θηλ
 This essay still needs a lot of refinement.
edit n (amendment to text)αλλαγή ουσ θηλ
  διόρθωση ουσ θηλ
 Olivia made a few edits to her blog post, mainly to correct typos.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mend n informal (act of mending)διόρθωση, επιδιόρθωση ουσ θηλ
  (για ρούχα, υφάσματα)ράψιμο ουσ ουδ
  (καθομ: ρούχα, υφάσματα)μπάλωμα ουσ ουδ
 She carries a sewing kit when she travels, in case something needs a quick mend.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
autocorrect n (feature: corrects text)αυτόματη διόρθωση επίθ + ουσ θηλ
eyebrow shaping n (contouring of the brows)διόρθωση σχήματος φρυδιών φρ ως ουσ θηλ
  σχηματισμός φρυδιών φρ ως ουσ θηλ
galley proof,
galley
n
(publishing: preliminary version)δοκίμιο για διόρθωση φρ ως ουσ ουδ
 You will receive galley proofs in about three weeks.
mend n (mended place)σημείο όπου έγινε η διόρθωση περίφρ
  (για ρούχα, υφάσματα)ραφή ουσ θηλ
  (καθομ: ρούχα, υφάσματα)μπάλωμα ουσ θηλ
 The pieces have been put together so skillfully that you can barely see the mend.
proofing n (proofreading)διόρθωση κειμένου φρ ως ουσ θηλ
  (ζαργκόν)proofreading ουσ ουδ άκλ
proofreading n (correction of text)διόρθωση κειμένου φρ ως ουσ θηλ
  (ζαργκόν: μετάφραση)proofreading ουσ ουδ άκλ
 Do you charge for proofreading by the page or word?
 Χρεώνετε τη διόρθωση κειμένου ανά σελίδα ή ανά λέξη;
set the record straight,
put the record straight
v expr
(correct false account)ξεκαθαρίζω τα πράγματα έκφρ
  κάνω μια διόρθωση έκφρ
  ξεκαθαρίζω ρ μ
  διορθώνω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση διόρθωση στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «διόρθωση».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!