Κύριες μεταφράσεις |
lodging n | (temporary housing) | κατάλυμα ουσ ουδ |
| (η διαδικασία) | διαμονή ουσ θηλ |
| Tim reserved lodging for his trip a week in advance. |
| Ο Τιμ έκανε κράτηση για κατάλυμα για το ταξίδι του μια εβδομάδα πριν. |
| Ο Τιμ έκλεισε τη διαμονή για το ταξίδι του μια εβδομάδα πριν. |
sojourn n | formal (stay, visit) (προσωρινή) | διαμονή, παραμονή ουσ θηλ |
| His sojourn in Spain lasted for five years. |
| Η παραμονή του στην Ισπανία διήρκεσε πέντε χρόνια. |
residency n | (act of residing) | διαμονή, παραμονή ουσ θηλ |
| I'm sorry, your residency in this building has been terminated by the landlord. |
lodgment, lodgement n | (act of lodging) | κατάλυμα ουσ ουδ |
| | διαμονή ουσ θηλ |
abode n | formal (residence, habitation) | διαμονή ουσ θηλ |
| Right of abode in Britain is limited to certain classes of people. |
abidance n | (act of abiding, staying) (κατοικία) | διαμονή ουσ θηλ |
| (διάστημα διαμονής) | παραμονή ουσ θηλ |
accommodation, also US: accommodations n | (lodging) | κατάλυμα ουσ ουδ |
| | χώρος διαμονής φρ ως ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | μέρος για να μείνω περίφρ |
| (με την ευρύτερη έννοια) | διαμονή ουσ θηλ |
| What kind of accommodation is available in the mountains? |
| Τι καταλύματα υπάρχουν στο βουνό; |
residence n | (fact of living somewhere) | διαμονή, κατοικία ουσ θηλ |
| This service is only available to people who live within the area, so please bring proof of residence. |
stay n | (temporary residence) | διαμονή, παραμονή ουσ θηλ |
| I loved my nine-month stay in Paris. |
| Μου άρεσε πάρα πολύ η εννιάμηνη διαμονή (or: παραμονή) μου στο Παρίσι. |
visit n | (stay) | διαμονή ουσ θηλ |
| | παραμονή ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει πάντα ακριβής αντιστοιχία, π.χ. η πρόταση του παραδείγματος αποδίδεται ως «Πήγα στο Παρίσι για δύο εβδομάδες». |
| I went to Paris for a two-week visit. |