WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
διαμέρισμα apartment, flat
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
apartment n mainly US (flat: single-story residence)διαμέρισμα ουσ ουδ
 I have lived in apartments for years, but now I'm going to buy a house.
 Ζούσα σε διαμέρισμα για χρόνια, αλλά τώρα θα αγοράσω μονοκατοικία.
district n (part of town)συνοικία, περιοχή ουσ θηλ
  (διοίκηση)διαμέρισμα ουσ ουδ
 The Smiths moved to a different district on the other side of town.
 Οι Σμιθς μετακόμισαν σε διαφορετική συνοικία (or: περιοχή) στην άλλη πλευρά της πόλης.
compartment n (section)διαμέρισμα, τμήμα ουσ ουδ
 The closet has separate compartments for storing shoes.
 Η ντουλάπα έχει ξεχωριστά χωρίσματα για την αποθήκευση των παπουτσιών.
tenement n US (apartment building)κατοικία ουσ θηλ
  διαμέρισμα, οίκισμα ουσ ουδ
 Run-down tenements could be seen throughout the city.
condo unit,
condominium unit
n
US (apartment in a condominium)διαμέρισμα ουσ ουδ
 There are a total of 60 condo units in the building.
arrondissement n (district of Paris)διαμέρισμα ουσ ουδ
  (κατά λέξη)διαμέρισμα Παρισίου φρ ως ουσ ουδ
condo n US, colloquial, abbreviation (apartment in condominium)διαμέρισμα ουσ ουδ
 He owns a condo in a building by the lake.
 Είναι ιδιοκτήτης ενός διαμερίσματος δίπλα στη λίμνη.
condominium n US (apartment in a block)διαμέρισμα ουσ ουδ
 Brandon bought a condominium in Tampa.
flat n UK (apartment: single-story residence)διαμέρισμα ουσ ουδ
 My flat is very small; it only has one bedroom.
 Το διαμέρισμά μου είναι πολύ μικρό. Έχει μόνο ένα υπνοδωμάτιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unit n (apartment)μονάδα ουσ θηλ
  διαμέρισμα ουσ ουδ
 There are twelve units in this building.
bay n (compartment on ship, etc.)διαμέρισμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)αμπάρι ουσ ουδ
 The ship's cargo is stored in the bay below deck.
bay n (aircraft compartment)διαμέρισμα ουσ ουδ
 One member of the plane's crew is always monitoring the bomb bay.
apt. n abbreviation (apartment)διαμέρισμα ουσ ουδ
  διαμ. ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
attic flat n (apartment in a loft)διαμέρισμα σε σοφίτα περίφρ
  σοφίτα ουσ θηλ
 The trouble with living in an attic flat is that it's cold in winter and boiling hot in the summer.
basement flat n (apartment below ground level)υπόγειο διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ
  υπόγειο ουσ ουδ
borough n UK (division of London)δημοτικό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ
 Bromley is London's largest borough.
borough n US (division of New York City)δημοτικό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ
 Paul says he's from New York City, but he can't even name the boroughs.
 Ο Πωλ λέει ότι είναι από την πόλη της Νέας Υόρκης, αλλά δεν μπορεί καν να ονοματίσει τα δημοτικά διαμερίσματα.
cofferdam n (ship's watertight chamber) (σε πλοίο)απομονωτικό διαμέρισμα φρ ως ουσ ουδ
department n (France)γεωγραφικό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ
 Metropolitan France is divided into many different departments (départements).
duplex n US (apartment: unit on each of two floors)διαμέρισμα σε διπλοκατοικία φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς ο αγγλικός όρος αναφέρεται αποκλειστικά στην ύπαρξη ενός οροφοδιαμερίσματος σε κάθε όροφο διπλοκατοικίας.
duplex n US (apartment over two floors)διαμέρισμα μεζονέτα φρ ως ουσ ουδ
duplex apartment n (one of two adjoining apartments) (διαμέρισμα)διπλοκατοικία, μεζονέτα ουσ θηλ
  (δύο ορόφων)διώροφο διαμέρισμα ουσ ουδ
 Sometimes I hear my neighbor's music in my duplex apartment.
flatlet n (small apartment)μικρό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ
  διαμερισματάκι ουσ ουδ
  (μόνο ένα δωμάτιο)γκαρσονιέρα ουσ θηλ
hold,
cargo hold
n
(plane: cargo storage)διαμέρισμα φορτίου, χώρος φορτίου περίφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)αμπάρι ουσ ουδ
 Pets travel in crates in the hold.
owner-occupier n UK (sb who owns the home they live in)ένοικος σε ιδιόκτητη κατοικία φρ ως ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη: σε πολυκατοικία)που μένει σε δικό του διαμέρισμα περίφρ
  (καθομιλουμένη: μονοκατοικία)που μένει σε δικό του σπίτι περίφρ
province n (region) (διοικητικό τμήμα)επαρχία ουσ θηλ
  γεωγραφικό διαμέρισμα επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Η επιλογή εξαρτάται από την εκάστοτε χώρα στην οποία αναφέρεται.
 This is a peaceful province with a great deal of agricultural land.
 Αυτή είναι μια ειρηνική επαρχία με πολύ μεγάλη έκταση αγροτικής γης.
semi-detached n UK, informal, abbreviation (house attached to another) (τύπος κατοικιών)σπίτι με μεσοτοιχία, διαμέρισμα με μεσοτοιχία περίφρ
  ημιανεξάρτητη κατοικία, ημιανεξάρτητη μονοκατοικία επίθ + ουσ θηλ
 They live in a small semi-detached near the town centre.
small flat n UK (little apartment)μικρό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ
  διαμερισματάκι ουσ ουδ
 We would've liked a house but we could only afford a small flat.
three-story apartment (US),
three-storey apartment (UK)
n
(flat with three floors)τριώροφο διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ
triplex n (three-storey apartment)τριώροφο διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ
walk-up n US (apartment: no elevator)διαμέρισμα στο οποίο ανεβαίνει κανείς χωρίς ασανσέρ περίφρ
ward n (election district)εκλογικό διαμέρισμα φρ ως ουσ ουδ
 The people of this ward are pleased with the MP they elected.
 Ο κόσμος σε αυτό το εκλογικό διαμέρισμα είναι ικανοποιημένος με τον βουλευτή που ψήφισε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση διαμέρισμα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «διαμέρισμα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!