Κύριες μεταφράσεις |
apartment n | mainly US (flat: single-story residence) | διαμέρισμα ουσ ουδ |
| I have lived in apartments for years, but now I'm going to buy a house. |
| Ζούσα σε διαμέρισμα για χρόνια, αλλά τώρα θα αγοράσω μονοκατοικία. |
district n | (part of town) | συνοικία, περιοχή ουσ θηλ |
| (διοίκηση) | διαμέρισμα ουσ ουδ |
| The Smiths moved to a different district on the other side of town. |
| Οι Σμιθς μετακόμισαν σε διαφορετική συνοικία (or: περιοχή) στην άλλη πλευρά της πόλης. |
compartment n | (section) | διαμέρισμα, τμήμα ουσ ουδ |
| The closet has separate compartments for storing shoes. |
| Η ντουλάπα έχει ξεχωριστά χωρίσματα για την αποθήκευση των παπουτσιών. |
tenement n | US (apartment building) | κατοικία ουσ θηλ |
| | διαμέρισμα, οίκισμα ουσ ουδ |
| Run-down tenements could be seen throughout the city. |
condo unit, condominium unit n | US (apartment in a condominium) | διαμέρισμα ουσ ουδ |
| There are a total of 60 condo units in the building. |
arrondissement n | (district of Paris) | διαμέρισμα ουσ ουδ |
| (κατά λέξη) | διαμέρισμα Παρισίου φρ ως ουσ ουδ |
condo n | US, colloquial, abbreviation (apartment in condominium) | διαμέρισμα ουσ ουδ |
| He owns a condo in a building by the lake. |
| Είναι ιδιοκτήτης ενός διαμερίσματος δίπλα στη λίμνη. |
condominium n | US (apartment in a block) | διαμέρισμα ουσ ουδ |
| Brandon bought a condominium in Tampa. |
flat n | UK (apartment: single-story residence) | διαμέρισμα ουσ ουδ |
| My flat is very small; it only has one bedroom. |
| Το διαμέρισμά μου είναι πολύ μικρό. Έχει μόνο ένα υπνοδωμάτιο. |
Σύνθετοι τύποι: |
attic flat n | (apartment in a loft) | διαμέρισμα σε σοφίτα περίφρ |
| | σοφίτα ουσ θηλ |
| The trouble with living in an attic flat is that it's cold in winter and boiling hot in the summer. |
basement flat n | (apartment below ground level) | υπόγειο διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ |
| | υπόγειο ουσ ουδ |
borough n | UK (division of London) | δημοτικό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ |
| Bromley is London's largest borough. |
borough n | US (division of New York City) | δημοτικό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ |
| Paul says he's from New York City, but he can't even name the boroughs. |
| Ο Πωλ λέει ότι είναι από την πόλη της Νέας Υόρκης, αλλά δεν μπορεί καν να ονοματίσει τα δημοτικά διαμερίσματα. |
cofferdam n | (ship's watertight chamber) (σε πλοίο) | απομονωτικό διαμέρισμα φρ ως ουσ ουδ |
department n | (France) | γεωγραφικό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ |
| Metropolitan France is divided into many different departments (départements). |
duplex n | US (apartment: unit on each of two floors) | διαμέρισμα σε διπλοκατοικία φρ ως ουσ ουδ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς ο αγγλικός όρος αναφέρεται αποκλειστικά στην ύπαρξη ενός οροφοδιαμερίσματος σε κάθε όροφο διπλοκατοικίας. |
duplex n | US (apartment over two floors) | διαμέρισμα μεζονέτα φρ ως ουσ ουδ |
duplex apartment n | (one of two adjoining apartments) (διαμέρισμα) | διπλοκατοικία, μεζονέτα ουσ θηλ |
| (δύο ορόφων) | διώροφο διαμέρισμα ουσ ουδ |
| Sometimes I hear my neighbor's music in my duplex apartment. |
flatlet n | (small apartment) | μικρό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ |
| | διαμερισματάκι ουσ ουδ |
| (μόνο ένα δωμάτιο) | γκαρσονιέρα ουσ θηλ |
hold, cargo hold n | (plane: cargo storage) | διαμέρισμα φορτίου, χώρος φορτίου περίφρ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | αμπάρι ουσ ουδ |
| Pets travel in crates in the hold. |
owner-occupier n | UK (sb who owns the home they live in) | ένοικος σε ιδιόκτητη κατοικία φρ ως ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη: σε πολυκατοικία) | που μένει σε δικό του διαμέρισμα περίφρ |
| (καθομιλουμένη: μονοκατοικία) | που μένει σε δικό του σπίτι περίφρ |
province n | (region) (διοικητικό τμήμα) | επαρχία ουσ θηλ |
| | γεωγραφικό διαμέρισμα επίθ + ουσ θηλ |
Σχόλιο: Η επιλογή εξαρτάται από την εκάστοτε χώρα στην οποία αναφέρεται. |
| This is a peaceful province with a great deal of agricultural land. |
| Αυτή είναι μια ειρηνική επαρχία με πολύ μεγάλη έκταση αγροτικής γης. |
semi-detached n | UK, informal, abbreviation (house attached to another) (τύπος κατοικιών) | σπίτι με μεσοτοιχία, διαμέρισμα με μεσοτοιχία περίφρ |
| | ημιανεξάρτητη κατοικία, ημιανεξάρτητη μονοκατοικία επίθ + ουσ θηλ |
| They live in a small semi-detached near the town centre. |
small flat n | UK (little apartment) | μικρό διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ |
| | διαμερισματάκι ουσ ουδ |
| We would've liked a house but we could only afford a small flat. |
three-story apartment (US), three-storey apartment (UK) n | (flat with three floors) | τριώροφο διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ |
triplex n | (three-storey apartment) | τριώροφο διαμέρισμα επίθ + ουσ ουδ |
walk-up n | US (apartment: no elevator) | διαμέρισμα στο οποίο ανεβαίνει κανείς χωρίς ασανσέρ περίφρ |
ward n | (election district) | εκλογικό διαμέρισμα φρ ως ουσ ουδ |
| The people of this ward are pleased with the MP they elected. |
| Ο κόσμος σε αυτό το εκλογικό διαμέρισμα είναι ικανοποιημένος με τον βουλευτή που ψήφισε. |