WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
διάσημος famous
  well known, well-known
  noted
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
famous adj (well known)διάσημος επίθ
  (καθομιλουμένη)γνωστός επίθ
 I never wanted to be famous.
 Ποτέ δεν ήθελα να γίνω διάσημη.
 Ποτέ δεν ήθελα να γίνω γνωστή.
noted adj (well-known)αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  γνωστός, διάσημος επίθ
 A noted researcher came to speak at the university.
celebrated adj (famous, renowned)διάσημος, περίφημος, πασίγνωστος επίθ
 The celebrated pianist gave a concert on Sunday.
 Ο διάσημος πιανίστας έδωσε ένα κοντσέρτο την Κυριακή.
famed adj (person: famous, renowned) (άτομο με φήμη)διάσημος επίθ
  φημισμένος μτχ πρκ
 A famed French pastry chef will prepare dessert for us tonight.
fabled adj (famous, legendary)φημισμένος, ξακουστός, διάσημος επίθ
  θρυλικός επίθ
  περιβόητος επίθ
 The fabled rock band finally appeared on stage.
illustrious adj (person: renowned)επιφανής, διάσημος επίθ
  (μεταφορικά)γνωστός επίθ
 Tina's illustrious father had high expectations for his daughter.
well known,
well-known
adj
(famous)διάσημος, γνωστός επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective comes before the noun.
 Many actresses and actors are well known all around the world.
 Πολλοί ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες, είναι γνωστοί σε ολόκληρο τον κόσμο.
well liked,
well-liked
adj
(popular)διάσημος, γνωστός επίθ
 Anchovies are not well liked by most people. Trisia is well-liked by all her classmates.
 Οι αντσούγιες δεν είναι γνωστές σε πολλούς ανθρώπους. Η Τρίσια είναι διάσημη με όλους τους συμμαθητές της,
celebrity n (famous person)διάσημος επίθ ως ουσ
  celebrity ουσ αρσ/θηλ άκλ
  διασημότητα ουσ θηλ
 The gallery opening attracted a flock of celebrities.
 Τα εγκαίνια της γκαλερύ προσέλκυσαν πλήθος διασήμων.
celeb n abbr, informal (celebrity: famous person)διασημότητα ουσ θηλ
  διάσημος επίθ ως ουσ
  σελέμπριτι ουσ αρσ/θηλ ακλ
Σχόλιο: σελέμπριτι - πληθυντικός: σελέμπριτις
high profile n (public prominence)επώνυμος, δημοφιλής, γνωστός, διάσημος ουσ αρσ
Σχόλιο: επίθετα σε θέση ουσιαστικού
 He's able to maintain his high profile thanks to a lot of TV work.
famous person n (celebrity)διάσημος, διάσημη επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ
  διασημότητα ουσ θηλ
big-name n as adj (famous, well-known)διάσημος επίθ
famed adj (thing: legendary) (πράγμα: θρυλικό)περίφημος, διάσημος επίθ
  φημισμένος μτχ πρκ
 I'm going to see the famed Grand Canyon on my next vacation.
in the public eye adj (prominent, featured in the media)διάσημος, επιφανής επίθ
 Kate Middleton has been in the public eye since she became engaged to Prince William.
 Η Κέιτ Μίντλετον είναι διάσημη από τότε που αρραβωνιάστηκε τον Πρίγκιπα Ουίλιαμ.
in the spotlight adj (prominent)διάσημος, επιφανής επίθ
notability n (notable person)διάσημος, διάσημη επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ
  (το άτομο)διασημότητα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
celebrity chef n (famous restaurateur)διάσημος σεφ επίθ + ουσ αρσ
Σχόλιο: Το επίθετο «διάσημος» παίρνει κατάληξη θηλυκού επιθέτου όταν το ουσιαστικό «σεφ» είναι θηλυκού γένους.
famous for sth adj + prep (well known for sth)γνωστός για κτ, διάσημος για κτ επίθ + πρόθ
  φημισμένος για κτ μτχ πρκ + πρόθ
  που φημίζεται για κτ περίφρ
 Hollywood is famous for its movie studios. Roger Bannister is famous for being the first man to run a mile in less than four minutes.
 Το Χόλιγουντ είναι γνωστό για τα τηλεοπτικά του στούντιο. Ο Ρότζερ Μπάνιστερ είναι γνωστός ως ο πρώτος άντρας που έτρεξε ένα μίλι σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά.
make a big name for yourself v expr (become famous) (καθομιλουμένη, μτφ)γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα ρ έκφρ
  γίνομαι διάσημος ρ έκφρ
  αποκτώ κύρος περίφρ
 After his book was published he made a big name for himself in literary circles.
rise to fame v expr (become well known and popular)γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός ρ αμ + επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση διάσημος στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «διάσημος».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!