WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
δημοπρασία | | auction |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
at auction adv | (in a public bidding sale) | πλειστηριασμός ουσ αρσ |
| | δημοπρασία ουσ θηλ |
auction n | (sale with bids) | δημοπρασία ουσ θηλ |
| (λόγω οφειλής) | πλειστηριασμός ουσ αρσ |
| Marion placed a bid on an antique chair at the auction, but unfortunately she did not win it. |
| Η Μάριον έκανε προσφορά για μια καρέκλα αντίκα στη δημοπρασία, αλλά δυστυχώς δεν την κέρδισε. |