WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
δίπλωμα license
  driver's license, driver license, driving license
  diploma
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
diploma n (certificate, qualification)δίπλωμα ουσ ουδ
 Angela has a diploma in nursing.
 Η Άντζελα έχει δίπλωμα νοσηλευτικής.
licentiate n (European academic degree)δίπλωμα ουσ ουδ
driver's license (US),
driving licence (UK),
driver's licence (Can)
n
(permit to drive)άδεια οδήγησης φρ ως ουσ θηλ
  δίπλωμα οδήγησης φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δίπλωμα ουσ ουδ
 I've had my driver's license for 15 years.
 Έχω άδεια οδήγησης εδώ και 15 χρόνια.
pleating n (folds in cloth) (σε ύφασμα)πιέτες ουσ θηλ πλ
  (πιο γενικά)πτυχώσεις ουσ θηλ πλ
  τσάκιση ουσ θηλ
  δίπλωμα ουσ ουδ
 There are many different styles of pleating for drapes.
license (US),
licence (UK)
n
(driving permit)άδεια οδήγησης φρ ως ουσ θηλ
  δίπλωμα οδήγησης φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δίπλωμα ουσ ουδ
 Laura had her license revoked for driving drunk.
 Της Λώρας της ανεκλήθη η άδεια οδήγησης για οδήγηση σε κατάσταση μέθης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
associate degree,
associate's degree
n
US (2-year qualification)δίπλωμα διετών σπουδών περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 For an associate degree, it's not unusual for students to study part time.
caveat n US, historical (legal document: patent)αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ
Σχόλιο: Latin
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The system of caveats for patents in the United States began in 1836.
Doctor of Philosophy n (highest university degree)διδακτορικό δίπλωμα επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)διδακτορικό επίθ ως ουσ ουδ
driver's test (US),
driving test (UK)
n
(exam for learner drivers)εξετάσεις για δίπλωμα περίφρ
  εξετάσεις για δίπλωμα οδήγησης περίφρ
 Gina failed her driver's test several times before finally passing.
graduate vi (complete university degree)αποφοιτώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)παίρνω πτυχίο περίφρ
  παίρνω δίπλωμα
Σχόλιο: Το «πτυχίο» είναι πιο γενικός όρος. «Δίπλωμα» ονομάζεται το πτυχίο ορισμένων μόνο πανεπιστημίων.
 He graduated from the university after five years.
 Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο μετά από πέντε χρόνια.
graduate sth vtr US (finish a degree or diploma)αποφοιτώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)τελειώνω ρ μ
  (μόνο σχολή, όχι σχολείο)παιρνω πτυχίο, παίρνω δίπλωμα περίφρ
  (μόνο λύκειο)παίρνω απολυτήριο, παίρνω απολυτήριο λυκείου περίφρ
 She graduated high school in 1973.
Graduate Certificate n (postgraduate diploma)Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επίθ + ουσ
graduate degree n US (higher education qualification)μεταπτυχιακό επίθ ως ουσ ουδ
  μεταπτυχιακό δίπλωμα επίθ + ουσ ουδ
jackknife,
jack-knife
n
figurative (movement: folding in half) (μεταφορικά)δίπλωμα στη μέση ουσ ουδ
  το ότι διπλώνομαι στη μέση περίφρ
 It was obvious, from his jackknife, that the blow had really hurt the boxer.
Master of Arts n (postgraduate arts degree)Μάστερ ουσ ουδ άκλ
  μεταπτυχιακό επίθ ως ουσ
  μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης φρ ως ουσ ουδ
 Gillian is studying for a Master of Arts in History.
Master of Law,
Master of Laws
n
(postgraduate legal degree)Μάστερ στις νομικές επιστήμες περίφρ
  μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στις νομικές επιστήμες περίφρ
 Michael has a Master of Law from McGill University.
Master of Science n (postgraduate science degree)μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης
 The Institute offers tuition leading to Master of Arts (MA) and Master of Science (MSc) degrees.
master's degree,
masters degree,
master's,
masters
n
(postgraduate qualification)μεταπτυχιακό δίπλωμα επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μεταπτυχιακό επίθ ως ουσ
  master ουσ ουδ άκλ
 He is now studying for a master's degree in English Literature.
paper folding,
paper-folding
n
(origami) (χειροτεχνία: τέχνη, τεχνική)δίπλωμα χαρτιού φρ ως ουσ ουδ
 Origami is the Japanese art of paper folding.
 Το οριγκάμι είναι ιαπωνική τέχνη διπλώματος του χαρτιού.
patent n (legal right)δίπλωμα ευρεσιτεχνίας φρ ως ουσ ουδ
  πατέντα ουσ θηλ
 Our company holds the patent for this device, so no one else can produce one exactly the same.
 Η εταιρείας μας κατέχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για αυτή τη συσκεύη και έτσι κανείς άλλος δε μπορεί να παράξει μια ακριβώς ίδια.
patent application n (formal request to copyright sth)αίτηση παροχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας περίφρ
  αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας περίφρ
patent infringement n (breach of protected right)προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας περίφρ
  προσβολή των δικαιωμάτων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας περίφρ
  παραποίηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας περίφρ
petty patent n (copyright)δευτερεύον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας φρ ως ουσ ουδ
PGCE n UK, initialism (educational certificate)Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στην Εκπαίδευση φρ ως ουσ ουδ
pilot license (US),
pilot's licence (UK)
n
(aircraft permit)άδεια πιλότου φρ ως ουσ θηλ
  δίπλωμα πιλότου φρ ως ουσ ουδ
  (επίσημο)άδεια χειρισμού αεροσκαφών, άδεια χειριστή αεροσκαφών φρ ως ουσ θηλ
unpatented adj (without a patent)μη κατοχυρωμένος με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας φρ ως επίθ
  µη καλυπτόµενος από άδεια ευρεσιτεχνίας φρ ως επίθ
vocational diploma n (professional qualification)επαγγελματικό δίπλωμα επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση δίπλωμα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «δίπλωμα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!