Κύριες μεταφράσεις |
diploma n | (certificate, qualification) | δίπλωμα ουσ ουδ |
| Angela has a diploma in nursing. |
| Η Άντζελα έχει δίπλωμα νοσηλευτικής. |
licentiate n | (European academic degree) | δίπλωμα ουσ ουδ |
driver's license (US), driving licence (UK), driver's licence (Can) n | (permit to drive) | άδεια οδήγησης φρ ως ουσ θηλ |
| | δίπλωμα οδήγησης φρ ως ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δίπλωμα ουσ ουδ |
| I've had my driver's license for 15 years. |
| Έχω άδεια οδήγησης εδώ και 15 χρόνια. |
pleating n | (folds in cloth) (σε ύφασμα) | πιέτες ουσ θηλ πλ |
| (πιο γενικά) | πτυχώσεις ουσ θηλ πλ |
| | τσάκιση ουσ θηλ |
| | δίπλωμα ουσ ουδ |
| There are many different styles of pleating for drapes. |
license (US), licence (UK) n | (driving permit) | άδεια οδήγησης φρ ως ουσ θηλ |
| | δίπλωμα οδήγησης φρ ως ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δίπλωμα ουσ ουδ |
| Laura had her license revoked for driving drunk. |
| Της Λώρας της ανεκλήθη η άδεια οδήγησης για οδήγηση σε κατάσταση μέθης. |
Σύνθετοι τύποι: |
associate degree, associate's degree n | US (2-year qualification) | δίπλωμα διετών σπουδών περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| For an associate degree, it's not unusual for students to study part time. |
caveat n | US, historical (legal document: patent) | αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ |
Σχόλιο: Latin |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| The system of caveats for patents in the United States began in 1836. |
Doctor of Philosophy n | (highest university degree) | διδακτορικό δίπλωμα επίθ + ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | διδακτορικό επίθ ως ουσ ουδ |
driver's test (US), driving test (UK) n | (exam for learner drivers) | εξετάσεις για δίπλωμα περίφρ |
| | εξετάσεις για δίπλωμα οδήγησης περίφρ |
| Gina failed her driver's test several times before finally passing. |
graduate vi | (complete university degree) | αποφοιτώ ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | παίρνω πτυχίο περίφρ |
| | παίρνω δίπλωμα |
Σχόλιο: Το «πτυχίο» είναι πιο γενικός όρος. «Δίπλωμα» ονομάζεται το πτυχίο ορισμένων μόνο πανεπιστημίων. |
| He graduated from the university after five years. |
| Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο μετά από πέντε χρόνια. |
graduate sth vtr | US (finish a degree or diploma) | αποφοιτώ ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | τελειώνω ρ μ |
| (μόνο σχολή, όχι σχολείο) | παιρνω πτυχίο, παίρνω δίπλωμα περίφρ |
| (μόνο λύκειο) | παίρνω απολυτήριο, παίρνω απολυτήριο λυκείου περίφρ |
| She graduated high school in 1973. |
Graduate Certificate n | (postgraduate diploma) | Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επίθ + ουσ |
graduate degree n | US (higher education qualification) | μεταπτυχιακό επίθ ως ουσ ουδ |
| | μεταπτυχιακό δίπλωμα επίθ + ουσ ουδ |
jackknife, jack-knife n | figurative (movement: folding in half) (μεταφορικά) | δίπλωμα στη μέση ουσ ουδ |
| | το ότι διπλώνομαι στη μέση περίφρ |
| It was obvious, from his jackknife, that the blow had really hurt the boxer. |
Master of Arts n | (postgraduate arts degree) | Μάστερ ουσ ουδ άκλ |
| | μεταπτυχιακό επίθ ως ουσ |
| | μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης φρ ως ουσ ουδ |
| Gillian is studying for a Master of Arts in History. |
Master of Law, Master of Laws n | (postgraduate legal degree) | Μάστερ στις νομικές επιστήμες περίφρ |
| | μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στις νομικές επιστήμες περίφρ |
| Michael has a Master of Law from McGill University. |
Master of Science n | (postgraduate science degree) | μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης |
| The Institute offers tuition leading to Master of Arts (MA) and Master of Science (MSc) degrees. |
master's degree, masters degree, master's, masters n | (postgraduate qualification) | μεταπτυχιακό δίπλωμα επίθ + ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | μεταπτυχιακό επίθ ως ουσ |
| | master ουσ ουδ άκλ |
| He is now studying for a master's degree in English Literature. |
paper folding, paper-folding n | (origami) (χειροτεχνία: τέχνη, τεχνική) | δίπλωμα χαρτιού φρ ως ουσ ουδ |
| Origami is the Japanese art of paper folding. |
| Το οριγκάμι είναι ιαπωνική τέχνη διπλώματος του χαρτιού. |
patent n | (legal right) | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας φρ ως ουσ ουδ |
| | πατέντα ουσ θηλ |
| Our company holds the patent for this device, so no one else can produce one exactly the same. |
| Η εταιρείας μας κατέχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για αυτή τη συσκεύη και έτσι κανείς άλλος δε μπορεί να παράξει μια ακριβώς ίδια. |
patent application n | (formal request to copyright sth) | αίτηση παροχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας περίφρ |
| | αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας περίφρ |
patent infringement n | (breach of protected right) | προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας περίφρ |
| | προσβολή των δικαιωμάτων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας περίφρ |
| | παραποίηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας περίφρ |
petty patent n | (copyright) | δευτερεύον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας φρ ως ουσ ουδ |
PGCE n | UK, initialism (educational certificate) | Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στην Εκπαίδευση φρ ως ουσ ουδ |
pilot license (US), pilot's licence (UK) n | (aircraft permit) | άδεια πιλότου φρ ως ουσ θηλ |
| | δίπλωμα πιλότου φρ ως ουσ ουδ |
| (επίσημο) | άδεια χειρισμού αεροσκαφών, άδεια χειριστή αεροσκαφών φρ ως ουσ θηλ |
unpatented adj | (without a patent) | μη κατοχυρωμένος με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας φρ ως επίθ |
| | µη καλυπτόµενος από άδεια ευρεσιτεχνίας φρ ως επίθ |
vocational diploma n | (professional qualification) | επαγγελματικό δίπλωμα επίθ + ουσ ουδ |