WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
βοήθεια help
  assistance
  aid
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
help me interj (expressing need for assistance)βοήθεια επιφ
 Help me! That man just stole my purse!
aid n (help)βοήθεια ουσ θηλ
  (επίσημο)αρωγή ουσ θηλ
 When she was sick, Linda asked her neighbors for aid.
 Όταν η Λίντα ήταν άρρωστη, ζήτησε βοήθεια από τους γείτονές της.
assistance n uncountable (help)βοήθεια ουσ θηλ
  (επίσημο)αρωγή ουσ θηλ
  (παλαιό, σπάνιο)επικουρία ουσ θηλ
 Lucy finished building the gazebo with the assistance of Dexter and his friends.
 Η Λούσι ολοκλήρωσε το κιόσκι με τη βοήθεια του Ντέξτερ και των φίλων του.
succor (US),
succour (UK)
n
(help, aid)βοήθεια ουσ θηλ
  (επίσημα)αρωγή ουσ θηλ
helping out n (act of giving assistance)βοήθεια ουσ θηλ
good offices npl (helpful intervention)ευεργετική παρέμβαση επίθ + ουσ θηλ
  εξυπηρέτηση ουσ θηλ
  βοήθεια ουσ θηλ
 Thanks to her good offices, the job was completed.
mayday,
Mayday
interj
(help, SOS)βοήθεια επιφ
 Mayday! Mayday! Is anyone out there?
relief n (assistance)αρωγή, βοήθεια, ενίσχυση ουσ θηλ
  (χρηματικό ποσό)βοήθημα ουσ ουδ
 The organisation provides financial relief for survivors of natural disasters.
 Ο οργανισμός παρέχει οικονομική αρωγή σε επιζώντες φυσικών καταστροφών.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι άνεργοι συνήθως παίρνουν βοήθημα απ' το κράτος.
aid n (medical assistance or treatment)φροντίδα ουσ θηλ
  περίθαλψη ουσ θηλ
  (σε έκτακτη ανάγκη)βοήθεια ουσ θηλ
 When the patient collapsed, the nurse rushed to his aid.
 Όταν κατέρρευσε ο ασθενής η νοσηλεύτρια έτρεξε να του προσφέρει βοήθεια.
facilitation n (professional: assisting, guiding)βοήθεια, αρωγή, συνδρομή ουσ θηλ
 He is primarily responsible for the facilitation of meetings.
subsidy n (financial help)χορηγία ουσ θηλ
  οικονομική ενίσχυση επίθ + ουσ θηλ
  (πιο απλά)βοήθεια ουσ θηλ
 With a subsidy from my parents I could afford the nicer flat.
 Με μια οικονομική ενίσχυση από τους γονείς μου είχα τα μέσα για το καλύτερο διαμέρισμα.
leg up n figurative (help, advantage)βοήθεια ουσ θηλ
  ώθηση ουσ θηλ
input n (contribution, suggestion)συνεισφορά ουσ θηλ
  βοήθεια ουσ θηλ
  (από κοινού εκτέλεση)συμμετοχή ουσ θηλ
 I'd like to thank you all for your input.
 Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους για τη συνεισφορά σας.
help n (assistance) (πράξη)βοήθεια ουσ θηλ
  (επίσημο)συνδρομή ουσ θηλ
  (λόγιος)αρωγή, επικουρία ουσ, θηλ
 Louise was in need of some help.
 Η Λουίζ χρειαζόταν βοήθεια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
help n (aid) (υποστήριξη)βοήθεια ουσ θηλ
  (λόγιος)επικουρία, αρωγή ουσ θηλ
  συνδρομή ουσ θηλ
 Dictionaries can be of some help when writing essays.
 Τα λεξικά μπορούν να προσφέρουν κάποια βοήθεια στο γράψιμο μιας έκθεσης.
 Τα λεξικά μπορούν να προσφέρουν κάποια επικουρία (or: αρωγή) στο γράψιμο μιας έκθεσης.
 Η συνδρομή σας στην πραγματοποίηση του έργου ήταν σημαντική.
support n (emotional help) (ψυχολογική βοήθεια)υποστήριξη, στήριξη, συμπαράσταση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)βοήθεια ουσ θηλ
 His family's support throughout his divorce was important to him.
 Η υποστήριξη της οικογένειας του όταν πήρε διαζύγιο, ήταν σημαντική για αυτόν.
 Η βοήθεια της οικογένειας του όταν πήρε διαζύγιο, ήταν σημαντική για αυτόν.
service n (act of serving, helping)βοήθεια, εξυπηρέτηση ουσ θηλ
  (συχνά στον πληθυντικό)υπηρεσία ουσ θηλ
  (δουλειά)έργο ουσ ουδ
  (θέση ως κτ)ρόλος ουσ αρσ
 Her service as a greeter that day really helped us out.
relief n uncountable (rescue)βοήθεια ουσ θηλ
 After days in the wilderness, relief arrived in the form of a search team.
reaching out n (offering of kindness)βοήθεια ουσ θηλ
  υποστήριξη ουσ θηλ
  προσφορά ουσ θηλ
 Patricia's reaching out was very kind during a difficult period in my life.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
assist sb vtr (help)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
  (σε κάποιον)παρέχω βοήθεια, προσφέρω βοήθεια περίφρ
 Eva assists elementary school children with their homework every Tuesday afternoon.
 Η Εύα βοηθά παιδιά του δημοτικού με το διάβασμά τους κάθε Τρίτη απόγευμα.
by yourself,
all by yourself
adv
(without help)χωρίς βοήθεια φρ ως επίρ
CAD n acronym (Computer-Aided Design)CAD ουσ ουδ άκλ
  (σπάνιο)Υπολογιστικά Βοηθούμενος Σχεδιασμός περίφρ
  (κατά λέξη)σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή περίφρ
 We designed the furniture using a CAD system.
 Σχεδιάσαμε την επίπλωση χρησιμοποιώντας το σύστημα CAD.
CAM n acronym (Computer-Aided Manufacturing) (συντομογραφία από αγγλικά)CAM ουσ ουδ άκλ
  (συντομογραφία από αγγλικά)σύστημα CAM φρ ως ουσ ουδ
  (κατά λέξη, στα ελληνικά)βιομηχανική παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστή περίφρ
casework n (social work) (κοινωνική εργασία)βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση περίφρ
come to sb's assistance v expr (offer to help)προστρέχω σε βοήθεια έκφρ
 She was quick to come to my assistance when I needed some help.
come to the aid of sb v expr (offer to help)προστρέχω σε βοήθεια περίφρ
  (πιο απλά)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
 The paramedics will come to the aid of anyone who is injured. The Red Cross came to the aid of thousands of injured and homeless after the earthquake.
 Οι τραυματιοφορείς θα προστρέξουν σε βοήθεια οποιουδήποτε τραυματισμένου. Ο Ερυθρός Σταυρός προσέτρεξε στη βοήθεια χιλιάδων τραυματισμένων και αστέγων μετά τον σεισμό.
cry for help n often plural (call for assistance)κραυγή βοηθείας φρ ως ουσ θηλ
  έκκληση για βοήθεια φρ ως ουσ θηλ
cry for help n figurative (attention-seeking act)έκκληση για βοήθεια φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κραυγή βοηθείας φρ ως ουσ θηλ
emergency care n (urgent medical attention)επείγουσα ιατρική βοήθεια φρ ως ουσ θηλ
 The paramedics gave emergency care at the scene of the accident.
financial aid n (monetary support)οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυση ουσ θηλ
 The college's Financial Aid Office deals not only with need-based grants, but also merit-based scholarships.
foreign aid n (assistance given to another nation)συνδρομή ξένων δυνάμεων ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ξένη βοήθεια ουσ θηλ
 Many poor countries rely on foreign aid to provide their people with even the most basic services.
free clinic n (offers free medical care)κλινική η οποία παρέχει δωρεάν ιατρική βοήθεια ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 This free clinic has been providing health care to the uninsured since the '60s.
give aid to sb/sth v expr (provide charity)βοηθάω ρ μ
  δίνω βοήθεια σε κπ περίφρ
 Some criminals ease their conscience by giving aid to the poor.
give sb help vtr + n (assist)βοηθώ ρ μ
  (επίσημο: σε κπ)παρέχω βοήθεια περίφρ
  συντρέχω ρ μ
government assistance n (government subsidy)κρατική βοήθεια επίθ + ουσ θηλ
Help! interj (call for assistance)Βοήθεια! επιφ
 Help! I can't move!
 Βοήθεια! Δεν μπορώ να κουνηθώ!
independently adv (without others' help)ανεξάρτητα, αυτόνομα επίρ
  (καθομιλουμένη)χωρίς βοήθεια περίφρ
 She can stand independently but needs help walking.
 Μπορεί να σταθεί αυτόνομα, αλλά χρειάζεται βοήθεια για να περπατήσει.
 Μπορεί να σταθεί χωρίς βοήθεια, αλλά χρειάζεται βοήθεια για να περπατήσει.
legal aid n (service of a lawyer)νομική βοήθεια επίθ + ουσ θηλ
  συμβουλή από δικηγόρο φρ ως ουσ θηλ
 This is a complicated matter, so I would advise you to seek legal aid.
legal aid n (free or subsidized legal assistance) (νομική)ένδικο βοήθημα πενίας, ευεργέτημα πενίας, δικαίωμα πενίας φρ ως ουσ ουδ
  νομική βοήθεια, δικαστική συνδρομή, δικαστική αρωγή επίθ + ουσ θηλ
 The migrant worker's family received pro bono assistance from legal aid attorneys.
medical assistance n (first aid)ιατρική βοήθεια, πρώτες βοήθειες έκφρ
 Call an ambulance! This man needs medical assistance.
mutual support n (reciprocal help)αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια ουσ θηλ
 They had a relationship of mutual support, so when she needed some help he was quick to provide it.
people in need npl (poverty, disaster, etc.)άνθρωποι που έχουν ανάγκη περίφρ
  άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια, άνθρωποι που χρειάζονται υποστήριξη περίφρ
rally support vtr + n (gather support)συγκεντρώνω βοήθεια ρ μ + ουσ θηλ
 A fundraising event is planned to rally support for our candidate.
relief efforts npl (aid after a disaster)ανθρωπιστική βοήθεια επίθ + ουσ θηλ
 Relief efforts have been launched to assist those who have been affected by the hurricane.
render assistance vtr + n (give help)προσφέρω βοήθεια περίφρ
  βοηθάω, βοηθώ ρ μ
 The Good Samaritan Law rendered assistance to his enemy.
take counsel vtr + n (receive legal advice)παίρνω νομική βοήθεια περίφρ
turn to sb for help v expr (ask sb for assistance)στρέφομαι σε κπ για βοήθεια περίφρ
  ζητάω βοήθεια από κπ περίφρ
unassisted adj (done without help)που έγινε χωρίς βοήθεια περίφρ
war relief n (humanitarian aid)ανθρωπιστική βοήθεια φρ ως ουσ θηλ
  (κατά λέξη)ανθρωπιστική βοήθεια σε περίπτωση πολέμου περίφρ
 The Red Cross raised $3 million for war relief.
with the help of prep (assisted by)με την βοήθεια του επίρ
 With the help of a wheelchair, I can get around just fine.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση βοήθεια στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «βοήθεια».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!