Κύριες μεταφράσεις |
help me interj | (expressing need for assistance) | βοήθεια επιφ |
| Help me! That man just stole my purse! |
aid n | (help) | βοήθεια ουσ θηλ |
| (επίσημο) | αρωγή ουσ θηλ |
| When she was sick, Linda asked her neighbors for aid. |
| Όταν η Λίντα ήταν άρρωστη, ζήτησε βοήθεια από τους γείτονές της. |
assistance n | uncountable (help) | βοήθεια ουσ θηλ |
| (επίσημο) | αρωγή ουσ θηλ |
| (παλαιό, σπάνιο) | επικουρία ουσ θηλ |
| Lucy finished building the gazebo with the assistance of Dexter and his friends. |
| Η Λούσι ολοκλήρωσε το κιόσκι με τη βοήθεια του Ντέξτερ και των φίλων του. |
succor (US), succour (UK) n | (help, aid) | βοήθεια ουσ θηλ |
| (επίσημα) | αρωγή ουσ θηλ |
helping out n | (act of giving assistance) | βοήθεια ουσ θηλ |
good offices npl | (helpful intervention) | ευεργετική παρέμβαση επίθ + ουσ θηλ |
| | εξυπηρέτηση ουσ θηλ |
| | βοήθεια ουσ θηλ |
| Thanks to her good offices, the job was completed. |
mayday, Mayday interj | (help, SOS) | βοήθεια επιφ |
| Mayday! Mayday! Is anyone out there? |
relief n | (assistance) | αρωγή, βοήθεια, ενίσχυση ουσ θηλ |
| (χρηματικό ποσό) | βοήθημα ουσ ουδ |
| The organisation provides financial relief for survivors of natural disasters. |
| Ο οργανισμός παρέχει οικονομική αρωγή σε επιζώντες φυσικών καταστροφών. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι άνεργοι συνήθως παίρνουν βοήθημα απ' το κράτος. |
aid n | (medical assistance or treatment) | φροντίδα ουσ θηλ |
| | περίθαλψη ουσ θηλ |
| (σε έκτακτη ανάγκη) | βοήθεια ουσ θηλ |
| When the patient collapsed, the nurse rushed to his aid. |
| Όταν κατέρρευσε ο ασθενής η νοσηλεύτρια έτρεξε να του προσφέρει βοήθεια. |
facilitation n | (professional: assisting, guiding) | βοήθεια, αρωγή, συνδρομή ουσ θηλ |
| He is primarily responsible for the facilitation of meetings. |
subsidy n | (financial help) | χορηγία ουσ θηλ |
| | οικονομική ενίσχυση επίθ + ουσ θηλ |
| (πιο απλά) | βοήθεια ουσ θηλ |
| With a subsidy from my parents I could afford the nicer flat. |
| Με μια οικονομική ενίσχυση από τους γονείς μου είχα τα μέσα για το καλύτερο διαμέρισμα. |
leg up n | figurative (help, advantage) | βοήθεια ουσ θηλ |
| | ώθηση ουσ θηλ |
input n | (contribution, suggestion) | συνεισφορά ουσ θηλ |
| | βοήθεια ουσ θηλ |
| (από κοινού εκτέλεση) | συμμετοχή ουσ θηλ |
| I'd like to thank you all for your input. |
| Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους για τη συνεισφορά σας. |
help n | (assistance) (πράξη) | βοήθεια ουσ θηλ |
| (επίσημο) | συνδρομή ουσ θηλ |
| (λόγιος) | αρωγή, επικουρία ουσ, θηλ |
| Louise was in need of some help. |
| Η Λουίζ χρειαζόταν βοήθεια. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
help n | (aid) (υποστήριξη) | βοήθεια ουσ θηλ |
| (λόγιος) | επικουρία, αρωγή ουσ θηλ |
| | συνδρομή ουσ θηλ |
| Dictionaries can be of some help when writing essays. |
| Τα λεξικά μπορούν να προσφέρουν κάποια βοήθεια στο γράψιμο μιας έκθεσης. |
| Τα λεξικά μπορούν να προσφέρουν κάποια επικουρία (or: αρωγή) στο γράψιμο μιας έκθεσης. |
| Η συνδρομή σας στην πραγματοποίηση του έργου ήταν σημαντική. |
support n | (emotional help) (ψυχολογική βοήθεια) | υποστήριξη, στήριξη, συμπαράσταση ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | βοήθεια ουσ θηλ |
| His family's support throughout his divorce was important to him. |
| Η υποστήριξη της οικογένειας του όταν πήρε διαζύγιο, ήταν σημαντική για αυτόν. |
| Η βοήθεια της οικογένειας του όταν πήρε διαζύγιο, ήταν σημαντική για αυτόν. |
service n | (act of serving, helping) | βοήθεια, εξυπηρέτηση ουσ θηλ |
| (συχνά στον πληθυντικό) | υπηρεσία ουσ θηλ |
| (δουλειά) | έργο ουσ ουδ |
| (θέση ως κτ) | ρόλος ουσ αρσ |
| Her service as a greeter that day really helped us out. |
relief n | uncountable (rescue) | βοήθεια ουσ θηλ |
| After days in the wilderness, relief arrived in the form of a search team. |
reaching out n | (offering of kindness) | βοήθεια ουσ θηλ |
| | υποστήριξη ουσ θηλ |
| | προσφορά ουσ θηλ |
| Patricia's reaching out was very kind during a difficult period in my life. |
Σύνθετοι τύποι: |
assist sb vtr | (help) | βοηθάω, βοηθώ ρ μ |
| (σε κάποιον) | παρέχω βοήθεια, προσφέρω βοήθεια περίφρ |
| Eva assists elementary school children with their homework every Tuesday afternoon. |
| Η Εύα βοηθά παιδιά του δημοτικού με το διάβασμά τους κάθε Τρίτη απόγευμα. |
by yourself, all by yourself adv | (without help) | χωρίς βοήθεια φρ ως επίρ |
CAD n | acronym (Computer-Aided Design) | CAD ουσ ουδ άκλ |
| (σπάνιο) | Υπολογιστικά Βοηθούμενος Σχεδιασμός περίφρ |
| (κατά λέξη) | σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή περίφρ |
| We designed the furniture using a CAD system. |
| Σχεδιάσαμε την επίπλωση χρησιμοποιώντας το σύστημα CAD. |
CAM n | acronym (Computer-Aided Manufacturing) (συντομογραφία από αγγλικά) | CAM ουσ ουδ άκλ |
| (συντομογραφία από αγγλικά) | σύστημα CAM φρ ως ουσ ουδ |
| (κατά λέξη, στα ελληνικά) | βιομηχανική παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστή περίφρ |
casework n | (social work) (κοινωνική εργασία) | βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση περίφρ |
come to sb's assistance v expr | (offer to help) | προστρέχω σε βοήθεια έκφρ |
| She was quick to come to my assistance when I needed some help. |
come to the aid of sb v expr | (offer to help) | προστρέχω σε βοήθεια περίφρ |
| (πιο απλά) | βοηθάω, βοηθώ ρ μ |
| The paramedics will come to the aid of anyone who is injured. The Red Cross came to the aid of thousands of injured and homeless after the earthquake. |
| Οι τραυματιοφορείς θα προστρέξουν σε βοήθεια οποιουδήποτε τραυματισμένου. Ο Ερυθρός Σταυρός προσέτρεξε στη βοήθεια χιλιάδων τραυματισμένων και αστέγων μετά τον σεισμό. |
cry for help n | often plural (call for assistance) | κραυγή βοηθείας φρ ως ουσ θηλ |
| | έκκληση για βοήθεια φρ ως ουσ θηλ |
cry for help n | figurative (attention-seeking act) | έκκληση για βοήθεια φρ ως ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | κραυγή βοηθείας φρ ως ουσ θηλ |
emergency care n | (urgent medical attention) | επείγουσα ιατρική βοήθεια φρ ως ουσ θηλ |
| The paramedics gave emergency care at the scene of the accident. |
financial aid n | (monetary support) | οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυση ουσ θηλ |
| The college's Financial Aid Office deals not only with need-based grants, but also merit-based scholarships. |
foreign aid n | (assistance given to another nation) | συνδρομή ξένων δυνάμεων ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | ξένη βοήθεια ουσ θηλ |
| Many poor countries rely on foreign aid to provide their people with even the most basic services. |
free clinic n | (offers free medical care) | κλινική η οποία παρέχει δωρεάν ιατρική βοήθεια ουσ θηλ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| This free clinic has been providing health care to the uninsured since the '60s. |
give aid to sb/sth v expr | (provide charity) | βοηθάω ρ μ |
| | δίνω βοήθεια σε κπ περίφρ |
| Some criminals ease their conscience by giving aid to the poor. |
give sb help vtr + n | (assist) | βοηθώ ρ μ |
| (επίσημο: σε κπ) | παρέχω βοήθεια περίφρ |
| | συντρέχω ρ μ |
government assistance n | (government subsidy) | κρατική βοήθεια επίθ + ουσ θηλ |
Help! interj | (call for assistance) | Βοήθεια! επιφ |
| Help! I can't move! |
| Βοήθεια! Δεν μπορώ να κουνηθώ! |
independently adv | (without others' help) | ανεξάρτητα, αυτόνομα επίρ |
| (καθομιλουμένη) | χωρίς βοήθεια περίφρ |
| She can stand independently but needs help walking. |
| Μπορεί να σταθεί αυτόνομα, αλλά χρειάζεται βοήθεια για να περπατήσει. |
| Μπορεί να σταθεί χωρίς βοήθεια, αλλά χρειάζεται βοήθεια για να περπατήσει. |
legal aid n | (service of a lawyer) | νομική βοήθεια επίθ + ουσ θηλ |
| | συμβουλή από δικηγόρο φρ ως ουσ θηλ |
| This is a complicated matter, so I would advise you to seek legal aid. |
legal aid n | (free or subsidized legal assistance) (νομική) | ένδικο βοήθημα πενίας, ευεργέτημα πενίας, δικαίωμα πενίας φρ ως ουσ ουδ |
| | νομική βοήθεια, δικαστική συνδρομή, δικαστική αρωγή επίθ + ουσ θηλ |
| The migrant worker's family received pro bono assistance from legal aid attorneys. |
medical assistance n | (first aid) | ιατρική βοήθεια, πρώτες βοήθειες έκφρ |
| Call an ambulance! This man needs medical assistance. |
mutual support n | (reciprocal help) | αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια ουσ θηλ |
| They had a relationship of mutual support, so when she needed some help he was quick to provide it. |
people in need npl | (poverty, disaster, etc.) | άνθρωποι που έχουν ανάγκη περίφρ |
| | άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια, άνθρωποι που χρειάζονται υποστήριξη περίφρ |
rally support vtr + n | (gather support) | συγκεντρώνω βοήθεια ρ μ + ουσ θηλ |
| A fundraising event is planned to rally support for our candidate. |
relief efforts npl | (aid after a disaster) | ανθρωπιστική βοήθεια επίθ + ουσ θηλ |
| Relief efforts have been launched to assist those who have been affected by the hurricane. |
render assistance vtr + n | (give help) | προσφέρω βοήθεια περίφρ |
| | βοηθάω, βοηθώ ρ μ |
| The Good Samaritan Law rendered assistance to his enemy. |
take counsel vtr + n | (receive legal advice) | παίρνω νομική βοήθεια περίφρ |
turn to sb for help v expr | (ask sb for assistance) | στρέφομαι σε κπ για βοήθεια περίφρ |
| | ζητάω βοήθεια από κπ περίφρ |
unassisted adj | (done without help) | που έγινε χωρίς βοήθεια περίφρ |
war relief n | (humanitarian aid) | ανθρωπιστική βοήθεια φρ ως ουσ θηλ |
| (κατά λέξη) | ανθρωπιστική βοήθεια σε περίπτωση πολέμου περίφρ |
| The Red Cross raised $3 million for war relief. |
with the help of prep | (assisted by) | με την βοήθεια του επίρ |
| With the help of a wheelchair, I can get around just fine. |