WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
απώλεια loss
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
loss n (deprivation)απώλεια ουσ θηλ
 His loss of hearing really hurt his ability to work.
 Η απώλεια ακοής μείωσε την ικανότητά του να εργαστεί.
bereavement n (loss of sb loved) (λόγω θανάτου)απώλεια ουσ θηλ
 The shop will be closed all week due to a bereavement in the family.
deprivation n (state of being without)στέρηση, απώλεια ουσ θηλ
 Although Dan is a successful attorney now, his childhood was filled with deprivation.
wastage n (act of wasting)απώλεια ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)φύρα ουσ θηλ
 The opposition party claims that the government's proposal would be a wastage of public money.
bereavement n uncountable (grief, mourning)απώλεια ουσ θηλ
  πένθος ουσ ουδ
 Bereavement is one of the most stressful experiences you can have.
deprivation n (act of depriving)στέρηση, απώλεια ουσ θηλ
 The prison's deprivation of food from the prisoners is despicable.
spoilage n (amount spoiled or wasted)φύρα, απώλεια ουσ θηλ
 A lot of people came to the bake sale, so there wasn't much spoilage.
wastage n (amount wasted)απώλεια ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)φύρα ουσ θηλ
 Hong Kong transports 9,300 tons of wastage to landfills every day.
casualty n (person killed in war)θύμα ουσ ουδ
  νεκρός ουσ αρσ
  (ευφημισμός)απώλεια ουσ θηλ
  (επίσημο)πεσών μτχ ενεστ
 Mrs. Gray's first husband was a casualty of the war.
 Ο πρώτο σύζυγος της κας Γκρέυ ήταν θύμα του πολέμου.
lapse n (loss of concentration) (συγκέντρωσης)απώλεια ουσ θηλ
  (τη συγκέντρωσή μου)χάνω ρ μ
 Alex had a lapse of concentration during his test and didn't finish it.
 O Άλεξ έχασε τη συγκέντρωσή του στο διαγώνισμά του και δεν το τελείωσε.
casualty n (person killed in accident)θύμα ουσ ουδ
  νεκρός ουσ αρσ
  (ευφημισμός)απώλεια ουσ θηλ
 A bystander was unfortunately a casualty of the train derailment.
 Ένας περαστικός ήταν δυστυχώς θύμα του εκτροχιασμού του τραίνου.
loss n (bereavement)απώλεια ουσ θηλ
 Sonia's son died recently; it was a terrible loss for the whole family.
 Ο γιος της Σόνια πέθανε πρόσφατα. Ήταν τεράστια απώλεια για όλη την οικογένεια.
loss n (absence)απώλεια ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)χαμός ουσ αρσ
 Rita felt a terrible sense of loss when her children left home.
 Η Ρίτα ένιωσε το απαίσιο αίσθημα της απώλειας, όταν τα παιδιά της έφυγαν από το σπίτι.
casualty n figurative (sth harmed) (μεταφορικά)θύμα ουσ ουδ
  (ευφημισμός)απώλεια ουσ θηλ
 My DVD player was a casualty when the basement flooded.
 Το DVD player μου έπεσε δυστυχώς θύμα της πλημμύρας του υπογείου.
passing n euphemism (death) (ευφημισμός: θάνατος)απώλεια ουσ θηλ
 I heard the sad news of your mother's passing and wanted to express my condolences.
 Άκουσα τα θλιβερά νέα για την απώλεια της μητέρας σου και ήθελα να εκφράσω τα συλληπητήριά μου.
loss n (missed opportunity)απώλεια ουσ θηλ
 His inability to graduate from the university was such a loss.
 Το ότι δεν κατάφερε να τελειώσει το πανεπιστήμιο ήταν μεγάλη απώλεια.
forfeit n uncountable (loss of sth by law)απώλεια, στέρηση ουσ θηλ
  (οικονομικό)κατάπτωση ουσ θηλ
 The forfeit of his lands left the aristocrat penniless.
loss n (insurance)απώλεια ουσ θηλ
 Some insurance covers the loss of use of a property.
 Μερικά ασφαλιστικά προγράμματα καλύπτουν την απώλεια χρήσης ιδιοκτησίας.
loss n (number, amount lost)απώλεια ουσ θηλ
  (σε παιχνίδι, τζόγο)χασούρα ουσ θηλ
 The loss of life in the earthquake was enormous.
 Η απώλεια ζωών από τον σεισμό ήταν τεράστια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
loss n (misplacing sth) (καθομιλουμένη)χάσιμο ουσ ουδ
  απώλεια ουσ θηλ
 The loss of his phone was a major inconvenience.
 Το χάσιμο (or: Η απώλεια) του τηλεφώνου του τον δυσκόλεψε αρκετά.
minus n (loss, deficit) (καθομιλουμένη)μείον επίρ ως ουσ ουδ
  απώλεια ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)χασούρα ουσ θηλ
 Losing his job was a big minus for Seth.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
blood loss n (amount of blood haemorrhaged)απώλεια αίματος περίφρ
bottom line n informal, figurative (business: profit or loss) (επιχείρησης)κέρδος ή απώλεια έκφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 We will go bankrupt if we have another year with these bottom line results.
debility n (disability or weakness)αδυναμία ουσ θηλ
  εξασθένιση ουσ θηλ
  απώλεια δυνάμεων φρ ως ουσ θηλ
  (μόνο για σωματική αντοχή)ατονία ουσ θηλ
defloration n dated or literary (taking of virginity)απώλεια της παρθενίας φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ξεπαρθένεμα, ξεπαρθένιασμα ουσ ουδ
 The night of her defloration was not as romantic as she had expected.
demonetization,
also UK: demonetization
n
figurative (loss of value, legitimacy)απώλεια αξίας φρ ως ουσ θηλ
  απώλεια ισχύος φρ ως ουσ θηλ
discredit n (distrust)καχυποψία ουσ θηλ
  έλλειψη αξιοπιστίας, απώλεια αξιοπιστίας περίφρ
 Widespread corruption brought his government into discredit with the people.
dispossession n (eviction from property)απώλεια περιουσίας φρ ως ουσ θηλ
  στέρηση περιουσίας, αφαίρεση περιουσίας φρ ως ουσ θηλ
  στέρηση αγαθού φρ ως ουσ θηλ
  (εδάφους)απαλλοτρίωση ουσ θηλ
hearing loss n (diminished ability to hear)απώλεια ακοής έκφρ
 As a result of the explosion he suffered hearing loss.
hecatomb n figurative (great loss of life) (μεταφορικά)εκατόμβη ουσ θηλ
  μεγάλη απώλεια επίθ + ουσ θηλ
lapse in concentration n (moment of inattention)στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής έκφρ
 I had a lapse in concentration on my way here and missed the turning.
loss of concentration n (inability to continue paying attention)απώλεια συγκέντρωσης έκφρ
 In sports, a loss of concentration can mean losing the game.
loss of consciousness n (faint, blackout)απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων περίφρ
loss of hearing n (partial or total deafness)απώλεια ακοής έκφρ
 Many people experience loss of hearing as they grow older.
loss of memory n (amnesia caused by trauma, etc.)απώλεια μνήμης φρ ως ουσ θηλ
 The blow he suffered in the accident has caused a complete loss of memory. Loss of memory can be temporary or permanent.
 Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη.
loss of memory n (diminished ability to recall)απώλεια μνήμης φρ ως ουσ θηλ
loss of speech n (inability to speak due to trauma, etc.)απώλεια λόγου έκφρ
 After witnessing the horrific murder he experienced temporary loss of speech.
nothingness n (unconsciousness)απώλεια αισθήσεων, απώλεια συνείδησης έκφρ
  (μεταφορικά)κενό ουσ ουδ
 The accident victim remembered a dizzy feeling, then nothingness.
 Το θύμα του ατυχήματος θυμόταν ότι ένιωσε ζαλάδα αρχικά κι έπειτα ένα κενό.
opportunity loss n (missed alternative)απώλεια ευκαιρίας περίφρ
  χάσιμο ευκαιρίας περίφρ
  χαμένη ευκαιρία περίφρ
partially-sighted adj (having impaired vision)με μερική απώλεια όρασης περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
side effect n (sth incidental) (κάτι κακό)παράπλευρη απώλεια φρ ως ουσ θηλ
  (κάτι καλό)παράπλευρο κέρδος φρ ως ουσ ουδ
  (μεταφορικά)παρενέργεια ουσ θηλ
 Losing weight is a welcome side effect of fasting in Lent.
 Το αδυνάτισμα είναι μια ευπρόσδεκτη παρενέργεια του να νηστεύει κανείς τη Σαρακοστή.
skid n (act of sliding) (καθομιλουμένη)ντεραπάρισμα, ντελαπάρισμα ουσ ουδ
  γλίστρημα ουσ ουδ
  (επίσημο)ολίσθηση ουσ θηλ
  απώλεια πρόσφυσης φρ ως ουσ θηλ
 The car's skid seemed to last for ages.
stone-deaf adj (completely unable to hear) (καθομιλουμένη)θεόκουφος επίθ
  που δεν ακούει καθόλου περίφρ
  που έχει χάσει παντελώς την ακοή του, που έχει πλήρη απώλεια ακοής περίφρ
suffer loss vtr + n (be bereaved)υποφέρω από απώλεια ρ μ
Σχόλιο: η μετάφραση εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης
 You'll understand how I feel when you suffer loss yourself.
swoon n dated (fainting fit)λιποθυμία ουσ θηλ
  απώλεια των αισθήσεων φρ ως ουσ θηλ
  (λαϊκότροπο, παλαιό)λιγοθυμιά ουσ θηλ
 The old lady went into a swoon and had to be revived.
 Ήρθε λιποθυμία στην ηλικιωμένη κυρία και έπρεπε να τη συνεφέρουμε.
total loss n (finance: gross amount lost)συνολική απώλεια ουσ θηλ
unconsciousness n (comatose state)απώλεια αισθήσεων φρ ως ουσ θηλ
 The paramedics found the victim of the attack in a state of unconsciousness.
war casualty,
casualty of war
n
(sb killed during conflict)απώλεια πολέμου φρ ως ουσ θηλ
yield loss n (finance: decrease in profit from investments) (χρηματοοικονομικά)απώλεια απόδοσης φρ ως ουσ θηλ
yield loss n (agriculture: crop loss) (γεωργία)απώλεια σοδειάς φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση απώλεια στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «απώλεια».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!