Κύριες μεταφράσεις |
loss n | (deprivation) | απώλεια ουσ θηλ |
| His loss of hearing really hurt his ability to work. |
| Η απώλεια ακοής μείωσε την ικανότητά του να εργαστεί. |
bereavement n | (loss of sb loved) (λόγω θανάτου) | απώλεια ουσ θηλ |
| The shop will be closed all week due to a bereavement in the family. |
deprivation n | (state of being without) | στέρηση, απώλεια ουσ θηλ |
| Although Dan is a successful attorney now, his childhood was filled with deprivation. |
wastage n | (act of wasting) | απώλεια ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | φύρα ουσ θηλ |
| The opposition party claims that the government's proposal would be a wastage of public money. |
bereavement n | uncountable (grief, mourning) | απώλεια ουσ θηλ |
| | πένθος ουσ ουδ |
| Bereavement is one of the most stressful experiences you can have. |
deprivation n | (act of depriving) | στέρηση, απώλεια ουσ θηλ |
| The prison's deprivation of food from the prisoners is despicable. |
spoilage n | (amount spoiled or wasted) | φύρα, απώλεια ουσ θηλ |
| A lot of people came to the bake sale, so there wasn't much spoilage. |
wastage n | (amount wasted) | απώλεια ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | φύρα ουσ θηλ |
| Hong Kong transports 9,300 tons of wastage to landfills every day. |
casualty n | (person killed in war) | θύμα ουσ ουδ |
| | νεκρός ουσ αρσ |
| (ευφημισμός) | απώλεια ουσ θηλ |
| (επίσημο) | πεσών μτχ ενεστ |
| Mrs. Gray's first husband was a casualty of the war. |
| Ο πρώτο σύζυγος της κας Γκρέυ ήταν θύμα του πολέμου. |
lapse n | (loss of concentration) (συγκέντρωσης) | απώλεια ουσ θηλ |
| (τη συγκέντρωσή μου) | χάνω ρ μ |
| Alex had a lapse of concentration during his test and didn't finish it. |
| O Άλεξ έχασε τη συγκέντρωσή του στο διαγώνισμά του και δεν το τελείωσε. |
casualty n | (person killed in accident) | θύμα ουσ ουδ |
| | νεκρός ουσ αρσ |
| (ευφημισμός) | απώλεια ουσ θηλ |
| A bystander was unfortunately a casualty of the train derailment. |
| Ένας περαστικός ήταν δυστυχώς θύμα του εκτροχιασμού του τραίνου. |
loss n | (bereavement) | απώλεια ουσ θηλ |
| Sonia's son died recently; it was a terrible loss for the whole family. |
| Ο γιος της Σόνια πέθανε πρόσφατα. Ήταν τεράστια απώλεια για όλη την οικογένεια. |
loss n | (absence) | απώλεια ουσ θηλ |
| (ανεπίσημο) | χαμός ουσ αρσ |
| Rita felt a terrible sense of loss when her children left home. |
| Η Ρίτα ένιωσε το απαίσιο αίσθημα της απώλειας, όταν τα παιδιά της έφυγαν από το σπίτι. |
casualty n | figurative (sth harmed) (μεταφορικά) | θύμα ουσ ουδ |
| (ευφημισμός) | απώλεια ουσ θηλ |
| My DVD player was a casualty when the basement flooded. |
| Το DVD player μου έπεσε δυστυχώς θύμα της πλημμύρας του υπογείου. |
passing n | euphemism (death) (ευφημισμός: θάνατος) | απώλεια ουσ θηλ |
| I heard the sad news of your mother's passing and wanted to express my condolences. |
| Άκουσα τα θλιβερά νέα για την απώλεια της μητέρας σου και ήθελα να εκφράσω τα συλληπητήριά μου. |
loss n | (missed opportunity) | απώλεια ουσ θηλ |
| His inability to graduate from the university was such a loss. |
| Το ότι δεν κατάφερε να τελειώσει το πανεπιστήμιο ήταν μεγάλη απώλεια. |
forfeit n | uncountable (loss of sth by law) | απώλεια, στέρηση ουσ θηλ |
| (οικονομικό) | κατάπτωση ουσ θηλ |
| The forfeit of his lands left the aristocrat penniless. |
loss n | (insurance) | απώλεια ουσ θηλ |
| Some insurance covers the loss of use of a property. |
| Μερικά ασφαλιστικά προγράμματα καλύπτουν την απώλεια χρήσης ιδιοκτησίας. |
loss n | (number, amount lost) | απώλεια ουσ θηλ |
| (σε παιχνίδι, τζόγο) | χασούρα ουσ θηλ |
| The loss of life in the earthquake was enormous. |
| Η απώλεια ζωών από τον σεισμό ήταν τεράστια. |
Σύνθετοι τύποι: |
blood loss n | (amount of blood haemorrhaged) | απώλεια αίματος περίφρ |
bottom line n | informal, figurative (business: profit or loss) (επιχείρησης) | κέρδος ή απώλεια έκφρ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| We will go bankrupt if we have another year with these bottom line results. |
debility n | (disability or weakness) | αδυναμία ουσ θηλ |
| | εξασθένιση ουσ θηλ |
| | απώλεια δυνάμεων φρ ως ουσ θηλ |
| (μόνο για σωματική αντοχή) | ατονία ουσ θηλ |
defloration n | dated or literary (taking of virginity) | απώλεια της παρθενίας φρ ως ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | ξεπαρθένεμα, ξεπαρθένιασμα ουσ ουδ |
| The night of her defloration was not as romantic as she had expected. |
demonetization, also UK: demonetization n | figurative (loss of value, legitimacy) | απώλεια αξίας φρ ως ουσ θηλ |
| | απώλεια ισχύος φρ ως ουσ θηλ |
discredit n | (distrust) | καχυποψία ουσ θηλ |
| | έλλειψη αξιοπιστίας, απώλεια αξιοπιστίας περίφρ |
| Widespread corruption brought his government into discredit with the people. |
dispossession n | (eviction from property) | απώλεια περιουσίας φρ ως ουσ θηλ |
| | στέρηση περιουσίας, αφαίρεση περιουσίας φρ ως ουσ θηλ |
| | στέρηση αγαθού φρ ως ουσ θηλ |
| (εδάφους) | απαλλοτρίωση ουσ θηλ |
hearing loss n | (diminished ability to hear) | απώλεια ακοής έκφρ |
| As a result of the explosion he suffered hearing loss. |
hecatomb n | figurative (great loss of life) (μεταφορικά) | εκατόμβη ουσ θηλ |
| | μεγάλη απώλεια επίθ + ουσ θηλ |
lapse in concentration n | (moment of inattention) | στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής έκφρ |
| I had a lapse in concentration on my way here and missed the turning. |
loss of concentration n | (inability to continue paying attention) | απώλεια συγκέντρωσης έκφρ |
| In sports, a loss of concentration can mean losing the game. |
loss of consciousness n | (faint, blackout) | απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων περίφρ |
loss of hearing n | (partial or total deafness) | απώλεια ακοής έκφρ |
| Many people experience loss of hearing as they grow older. |
loss of memory n | (amnesia caused by trauma, etc.) | απώλεια μνήμης φρ ως ουσ θηλ |
| The blow he suffered in the accident has caused a complete loss of memory. Loss of memory can be temporary or permanent. |
| Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη. |
loss of memory n | (diminished ability to recall) | απώλεια μνήμης φρ ως ουσ θηλ |
loss of speech n | (inability to speak due to trauma, etc.) | απώλεια λόγου έκφρ |
| After witnessing the horrific murder he experienced temporary loss of speech. |
nothingness n | (unconsciousness) | απώλεια αισθήσεων, απώλεια συνείδησης έκφρ |
| (μεταφορικά) | κενό ουσ ουδ |
| The accident victim remembered a dizzy feeling, then nothingness. |
| Το θύμα του ατυχήματος θυμόταν ότι ένιωσε ζαλάδα αρχικά κι έπειτα ένα κενό. |
opportunity loss n | (missed alternative) | απώλεια ευκαιρίας περίφρ |
| | χάσιμο ευκαιρίας περίφρ |
| | χαμένη ευκαιρία περίφρ |
partially-sighted adj | (having impaired vision) | με μερική απώλεια όρασης περίφρ |
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun |
side effect n | (sth incidental) (κάτι κακό) | παράπλευρη απώλεια φρ ως ουσ θηλ |
| (κάτι καλό) | παράπλευρο κέρδος φρ ως ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | παρενέργεια ουσ θηλ |
| Losing weight is a welcome side effect of fasting in Lent. |
| Το αδυνάτισμα είναι μια ευπρόσδεκτη παρενέργεια του να νηστεύει κανείς τη Σαρακοστή. |
skid n | (act of sliding) (καθομιλουμένη) | ντεραπάρισμα, ντελαπάρισμα ουσ ουδ |
| | γλίστρημα ουσ ουδ |
| (επίσημο) | ολίσθηση ουσ θηλ |
| | απώλεια πρόσφυσης φρ ως ουσ θηλ |
| The car's skid seemed to last for ages. |
stone-deaf adj | (completely unable to hear) (καθομιλουμένη) | θεόκουφος επίθ |
| | που δεν ακούει καθόλου περίφρ |
| | που έχει χάσει παντελώς την ακοή του, που έχει πλήρη απώλεια ακοής περίφρ |
suffer loss vtr + n | (be bereaved) | υποφέρω από απώλεια ρ μ |
Σχόλιο: η μετάφραση εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης |
| You'll understand how I feel when you suffer loss yourself. |
swoon n | dated (fainting fit) | λιποθυμία ουσ θηλ |
| | απώλεια των αισθήσεων φρ ως ουσ θηλ |
| (λαϊκότροπο, παλαιό) | λιγοθυμιά ουσ θηλ |
| The old lady went into a swoon and had to be revived. |
| Ήρθε λιποθυμία στην ηλικιωμένη κυρία και έπρεπε να τη συνεφέρουμε. |
total loss n | (finance: gross amount lost) | συνολική απώλεια ουσ θηλ |
unconsciousness n | (comatose state) | απώλεια αισθήσεων φρ ως ουσ θηλ |
| The paramedics found the victim of the attack in a state of unconsciousness. |
war casualty, casualty of war n | (sb killed during conflict) | απώλεια πολέμου φρ ως ουσ θηλ |
yield loss n | (finance: decrease in profit from investments) (χρηματοοικονομικά) | απώλεια απόδοσης φρ ως ουσ θηλ |
yield loss n | (agriculture: crop loss) (γεωργία) | απώλεια σοδειάς φρ ως ουσ θηλ |