WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αποτέλεσμα result
  outcome
  effect
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
result n (outcome)αποτέλεσμα ουσ ουδ
  έκβαση ουσ θηλ
 Do you know the result of the elections?
 Γνωρίζεις το αποτέλεσμα των εκλογών;
 Γνωρίζεις την έκβαση των εκλογών;
effect n (consequence)συνέπεια ουσ θηλ
  αποτέλεσμα ουσ ουδ
 Before you do anything, think about the possible effects of your actions.
 Πριν κάνεις κάτι, σκέψου τις πιθανές συνέπειες των πράξεών σου.
 Πριν κάνεις κάτι, σκέψου τα πιθανά αποτελέσματα των πράξεών σου.
outcome n (result)αποτέλεσμα ουσ ουδ
  έκβαση ουσ θηλ
 Does anyone know the outcome of the negotiations?
 Ξέρει κανείς το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων;
score n (game, sport: points)αποτέλεσμα ουσ ουδ
  σκορ ουσ ουδ άκλ
  βαθμολογία ουσ θηλ
 The basketball score was forty to thirty-eight at halftime. Have I missed the start of the match? What's the score?
 Το αποτέλεσμα του αγώνα μπάσκετ ήταν 40-38 στο ημίχρονο.
 Έχασα την αρχή του αγώνα; Πόσο είναι το σκορ;
tally n (count) (διαδικασία)καταμέτρηση ουσ θηλ
  (συμπέρασμα)αποτέλεσμα ουσ ουδ
 The tally was in and it seemed more people had voted yes than no.
 Η καταμέτρηση είχε ολοκληρωθεί και φαινόταν ότι περισσότεροι είχαν ψηφίσει ναι παρά όχι.
scoreline n UK (sports: intermediate or final score)αποτέλεσμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)σκορ ουσ ουδ
supervention n (subsequent occurrence)συνέπεια, αποτέλεσμα ουσ θηλ
  (για κάτι κακό)επέλευση ουσ θηλ
output data n (information generated by a computer)αποτέλεσμα ουσ ουδ
  δεδομένα ουσ ου πλ
  δεδομένα εξόδου φρ ως ουσ ουδ
 The output data is displayed on the screen. After entering the student testing information, the output data was produced immediately.
effect n (efficacy)αποτέλεσμα ουσ ουδ
  (επίσημο)επίδραση ουσ θηλ
 The government intervention had no effect.
 Η παρέμβαση της κυβέρνησης δεν είχε αποτέλεσμα.
 Η παρέμβαση της κυβέρνησης δεν είχε καμία επίδραση.
product n (end result)προϊόν, αποτέλεσμα ουσ ουδ
 The success of this scheme is the product of all Marilyn's hard work.
 Η επιτυχία αυτού του πλάνου είναι το αποτέλεσμα όλης της σκληρής δουλειάς της Μέριλιν.
outturn n (result)αποτέλεσμα ουσ ουδ
result n usually plural (positive outcome) (συνήθως πληθυντικός)αποτέλεσμα ουσ ουδ
 My customers usually see results in the first few weeks!
 Οι πελάτες συνήθως μου αρχίζουν να βλέπουν αποτελέσματα μέσα στις πρώτες εβδομάδες!
tally n (sport: score)σκορ ουσ ουδ άκλ
  αποτέλεσμα ουσ ουδ
  βαθμολογία ουσ θηλ
 The final tally shows that the home team scored two goals, but the away team scored four.
 Το τελικό αποτέλεσμα δείχνει ότι η εντός έδρας ομάδα έβαλε δύο γκολ, αλλά η εκτός έδρας ομάδα έβαλε τέσσερα.
outgrowth n figurative (consequence)συνέπεια ουσ θηλ
  αποτέλεσμα ουσ ουδ
 Success was an outgrowth of their hard work.
output n (computing: information)αποτέλεσμα ουσ ουδ
 Let's take a look at the output.
 Ας ρίξουμε μια ματιά στο αποτέλεσμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
event n dated (result)αποτέλεσμα ουσ ουδ
 The meeting ended with no clear event; it was probably just a waste of time.
 Η συνάντηση τελείωσε χωρίς ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Μάλλον ήταν απλά χάσιμο χρόνου.
result n (mathematics: solution) (εξίσωσης)λύση ουσ θηλ
  (πράξης)αποτέλεσμα ουσ ουδ
 He worked for 15 minutes before finding the result of the equation.
hit n (internet: search result) (αναζήτησης)αποτέλεσμα ουσ ουδ
 My first search did not return many hits.
harvest n figurative (result, consequence) (μεταφορικά)καρποί ουσ αρσ πλ
  αποτέλεσμα ουσ ουδ
 Jim's dad retired at 60 to enjoy the harvest of 40 years of work.
child n figurative, literary (result) (μτφ, λόγιος: δημιούργημα)τέκνο ουσ ουδ
  δημιούργημα ουσ ουδ
  αποτέλεσμα ουσ ουδ
 William Hazlitt once wrote, "Prejudice is the child of ignorance".
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
ad lib adv Latin, abbreviation (ad libitum: improvised)της στιγμής περίφρ
  που είναι αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού περίφρ
 My entire speech was made ad lib.
artifact (US),
artefact (UK)
n
(science: spurious result)πλαστό αποτέλεσμα επίθ + ουσ ουδ
  σφάλμα, ατέλεια ουσ θηλ
  τεχνικό σφάλμα επίθ + ουσ ουδ
  (ζαργκόν)artifact ουσ ουδ άκλ
bring sth about,
bring about sth
vtr phrasal sep
(cause)φέρνω, πραγματοποιώ ρ μ
  (όχι για άνθρωπο)έχω ως αποτέλεσμα περίφρ
  οδηγώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
  επιφέρω ρ αμ
 He promised that he would bring about change.
 Υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει αλλαγές.
cause and effect n (principle of causality)αίτιο και αποτέλεσμα φρ ως ουσ ουδ
  αίτιο και αιτιατό φρ ως ουσ ουδ
 The law of cause and effect (Karma) is an important principle in Buddhism.
come to nothing v expr (plan, idea: fail)αποτυγχάνω ρ αμ
  δεν έχω αποτέλεσμα περίφρ
  (μεταφορικά)ναυαγώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)πάω στράφι έκφρ
 He felt that all his efforts had come to nothing.
 Ένιωθε πως όλες οι προσπάθειές του ναυάγησαν.
comfit n Aus (photofit: composite photo of sb) (φωτογραφία)σύνθετο πορτραίτο επίθ + ουσ ουδ
  πορτραίτο που είναι αποτέλεσμα ψηφιακής επεξεργασίας
desired effect n (intended result or impact)επιθυμητό αποτέλεσμα επίθ + ουσ ουδ
 Wearing a scary mask on Halloween got the desired effect: everyone was scared.
deterrent effect n (that deters)αποτρεπτικό αποτέλεσμα επίθ + ουσ ουδ
 Despite what its supporters say, studies show that the deterrent effect of the death sentence is negligible.
draw a blank v expr figurative (fail to elicit sth) (μεταφορικά)πέφτω στο κενό έκφρ
  δεν φέρνω αποτέλεσμα περίφρ
 Jenna's search for information about her birth parents drew a blank.
end result n (product created by a process)τελικό αποτέλεσμα ουσ ουδ
 The end result of the process is a new recyclable plastic.
end result n (consequence) (συνέπεια)τελικό αποτέλεσμα ουσ ουδ
 The end result of a failure to follow safety procedures could be injury or death.
foregone conclusion n (sth predictable, unavoidable)προδικασμένο αποτέλεσμα επίθ + ουσ ουδ
  δεδομένο ουσ ουδ
  αναπόφευκτος επίθ
  δεδομένη έκβαση, δεδομένη εξέλιξη μτχ πρκ + ουσ θηλ
 It was a foregone conclusion that Manchester United would win the match.
fruitless adj figurative (unproductive, unsuccessful) (μεταφορικά)άκαρπος, ατελέσφορος επίθ
  χωρίς αποτέλεσμα έκφρ
  που δεν φέρνει αποτέλεσμα περίφρ
 Unfortunately, the baseball team's best efforts were fruitless, and they lost the tournament.
have an effect v expr (make an impact)είμαι αποτελεσματικός ρ έκφρ
  έχω αποτέλεσμα, φέρνω αποτέλεσμα περίφρ
  αποδίδω ρ αμ
 Advertising takes a lot of money to have an effect.
in consequence of expr (resulting from)ως αποτέλεσμα έκφρ
 All schools are closed in consequence of the snow.
indecisively adv (inconclusively)ασαφώς επίρ
  με ασάφεια περίφρ
  χωρίς οριστικό αποτέλεσμα περίφρ
 The match ended indecisively when rain stopped play.
leading to prep (resulting in)που οδηγεί σε κτ, που έχει ως αποτέλεσμα κτ, που επιφέρει κτ περίφρ
 Growing prosperity is another factor leading to increased demand.
 Η διαρκής βελτίωση του επιπέδου ευημερίας των πολιτών είναι ένας ακόμη παράγοντας που οδηγεί στο φαινόμενο της αυξημένης ζήτησης.
logical outcome n (expected result)λογικό αποτέλεσμα επίθ + ουσ ουδ
  λογική έκβαση επίθ + ουσ θηλ
  λογικό επίθ ως ουσ ουδ
 If you always complete your assignments and study hard, the logical outcome is that you will have great results in the final exam.
not amount to anything v expr figurative, informal (action: be ineffective)δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα περίφρ
  (καθομιλουμένη)είμαι μια τρύπα στο νερό έκφρ
open-ended adj (inconclusive)που έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, που δεν καταλήγει κάπου περίφρ
  (μεταφορικά: αποτέλεσμα)ανοιχτός επίθ
 We hadn't intended for this meeting to be so open-ended.
result from sth vi + prep (be the outcome of)είμαι το αποτέλεσμα του/της έκφρ
  προκύπτω από κτ ρ αμ + πρόθ
  (για κάτι αρνητικό)είμαι η συνέπεια του/της έκφρ
 Our success results from our cooperation as a team.
 Η επιτυχία μας είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μας ως ομάδα.
resulting from prep (caused by, due to)ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς επίρ
 Doctors have noted an increase in skin cancer resulting from too much exposure to the sun. Doctors have noted an increase in skin cancer resulting from too much exposure to the sun.
 Οι γιατροί σημειώνουν αύξηση του καρκίνου του δέρματος ως αποτέλεσμα της αυξημένης έκθεσης στον ήλιο.
results-based,
result-based
adj
(targeted towards outcomes)βάσει αποτελέσματος περίφρ
  βασισμένος στο αποτέλεσμα περίφρ
spillover n figurative (side effect)παράπλευρο αποτέλεσμα επίθ + ουσ ουδ
  παράπλευρη συνέπεια επίθ + ουσ θηλ
 The town has benefited from a spillover of big city wealth.
spin-off n (offshoot from sth larger)παρακλάδι ουσ ουδ
  παράγωγο ουσ ουδ
  υποπροϊόν ουσ ουδ
  δευτερογενές αποτέλεσμα επίθ + ουσ ουδ
 The company's research yielded good results as well as several potential spin-offs.
tread water v expr figurative (exert energy without making progress) (μεταφορικά)πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα ρ αμ
 We're treading water until the Euro/Pound exchange rate improves. I'm just treading water now because I don't know how to progress.
 Προσπαθούμε μέχρι να βελτιωθεί η ισοτιμία Ευρώ - Λίρας. Απλά προσπαθώ γιατί δεν ξέρω πως να κάνω πρόοδο.
unfruitful adj (not productive)μάταιος, αναποτελεσματικός επίθ
  χωρίς αποτέλεσμα φρ ως επιθ
  (μεταφορικά)άκαρπος, άγονος επίθ
  (επίσημο)ατελέσφορος, ατελεσφόρητος επίθ
vigilante adj (relating to unofficial justice)που σχετίζεται ή είναι αποτέλεσμα αυτοδικίας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται περιφραστικά.
 Vigilante groups have been battling drug gangs.
vote n figurative (election result)αποτέλεσμα ψηφοφορίας φρ ως ουσ ουδ
 The vote won't be in until ten o'clock.
work vi (be useful, effectual)έχω αποτέλεσμα έκφρ
  (καθομιλουμένη)δουλεύω ρ αμ
  κάνω δουλειά έκφρ
  πιάνω ρ αμ
 Did the medicine work?
 Είχε αποτέλεσμα το φάρμακο;
 Δούλεψε το φάρμακο;
 Έκανε δουλειά το φάρμακο;
 Έπιασε αυτό το φάρμακο;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αποτέλεσμα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αποτέλεσμα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!