WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αντιμετώπιση confrontation
  dealing
  battle, fight
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reaction n (person: action as result)αντίδραση ουσ θηλ
  (ενός προβλήματος)αντιμετώπιση ουσ θηλ
  (συνήθως θετική)ανταπόκριση ουσ θηλ
 Mark's reaction to turning fifty was to go out and buy a sports car.
 Η αντίδραση του Μαρκ όταν έγινε πενήντα χρονών ήταν να αγοράσει ένα αθλητικό αυτοκίνητο.
treatment n (handling)μεταχείριση, συμπεριφορά, αντιμετώπιση ουσ θηλ
 No one can expect to receive special treatment.
 Κανείς δεν μπορεί να περιμένει ιδιαίτερη μεταχείριση.
handling n figurative (management of a situation)χειρισμός ουσ αρσ
  διαχείριση, αντιμετώπιση ουσ θηλ
  ο τρόπος που χειρίζομαι κτ περίφρ
  ο τρόπος που αντιμετωπίζω κτ περίφρ
 Dana's manager did not approve of her handling of the situation.
 Ο μάνατζερ της Ντάνα δεν επικροτούσε τον τρόπο που εκείνη χειρίστηκε την κατάσταση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
treatment n (literature: depiction)αντιμετώπιση ουσ θηλ
 I like this book's treatment of children.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
color blindness (US),
colour blindness (UK)
n
figurative (lack of racial prejudice) (έλλειψη ρατσισμού)ίση αντιμετώπιση ανεξαρτήτως χρώματος, ίση μεταχείριση ανεξαρτήτως χρώματος περίφρ
damage control n (reduction of loss by fire, etc.)έλεγχος ζημιών φρ ως ουσ αρσ
  διαχείριση ζημιών φρ ως ουσ θηλ
  περιορισμός βλαβών φρ ως ουσ αρσ
  αντιμετώπιση βλαβών φρ ως ουσ αρσ
dehumanization,
also UK: dehumanisation
n
(making sb appear less than human)αντιμετώπιση κπ σαν να μην είναι άνθρωπος περίφρ
  στέρηση ανθρώπινων ιδιοτήτων περίφρ
 The dehumanization of Jews was a contributing factor of the Holocaust.
negative attitude n (pessimism or nay-saying)αρνητική στάση,αντιμετώπιση επίθ + ουσ θηλ
 He went into the exam with a negative attitude and, unsurprisingly, did not do well. She had a negative attitude so it was really not enjoyable to work with her.
 Πήγε στο διαγώνισμα με αρνητική στάση και, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν τα πήγε καλά. Είχε αρνητική στάση και έτσι δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να δουλεύεις μαζί της.
relaxed attitude n (nonchalance, easygoing nature)χαλαρή αντιμετώπιση, αταραξία, απάθεια, αδιαφορία ουσ θηλ
 A lot of people like Carrie for her relaxed attitude and friendly smile. A lot of people like Carrie for her relaxed attitude and friendly smile.
 Πολλοί συμπαθούν την Κάρι για την αταραξία της και το φιλικό της χαμόγελο.
relaxed attitude n (laxness, leniency)χαλαρή αντιμετώπιση, αταραξία, απάθεια, αδιαφορία ουσ θηλ
 His relaxed attitude concerning details gets him into a lot of trouble at work. My parents took a very relaxed attitude to discipline.
 Η αδιαφορία του για τις λεπτομέρειες τον βάζει σε προβλήματα στη δουλειά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αντιμετώπιση στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αντιμετώπιση».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!