WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
αντιμετώπιση | | confrontation |
| | dealing |
| | battle, fight |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
reaction n | (person: action as result) | αντίδραση ουσ θηλ |
| (ενός προβλήματος) | αντιμετώπιση ουσ θηλ |
| (συνήθως θετική) | ανταπόκριση ουσ θηλ |
| Mark's reaction to turning fifty was to go out and buy a sports car. |
| Η αντίδραση του Μαρκ όταν έγινε πενήντα χρονών ήταν να αγοράσει ένα αθλητικό αυτοκίνητο. |
treatment n | (handling) | μεταχείριση, συμπεριφορά, αντιμετώπιση ουσ θηλ |
| No one can expect to receive special treatment. |
| Κανείς δεν μπορεί να περιμένει ιδιαίτερη μεταχείριση. |
handling n | figurative (management of a situation) | χειρισμός ουσ αρσ |
| | διαχείριση, αντιμετώπιση ουσ θηλ |
| | ο τρόπος που χειρίζομαι κτ περίφρ |
| | ο τρόπος που αντιμετωπίζω κτ περίφρ |
| Dana's manager did not approve of her handling of the situation. |
| Ο μάνατζερ της Ντάνα δεν επικροτούσε τον τρόπο που εκείνη χειρίστηκε την κατάσταση. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
treatment n | (literature: depiction) | αντιμετώπιση ουσ θηλ |
| I like this book's treatment of children. |