Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
expendables npl (expendable people, things) (άτομα)αναλώσιμοι επίθ ως ουσ
  (πράγματα)αναλώσιμα επίθ ως ουσ
 The old and weak members of the tribe were considered expendables in times of war.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
office supplies npl (stationery and furniture)αναλώσιμα γραφείου περίφρ
  είδη γραφείου περίφρ
  (γενικά)εξοπλισμός γραφείου περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
expendables npl (expendable people, things) (άτομα)αναλώσιμοι επίθ ως ουσ
  (πράγματα)αναλώσιμα επίθ ως ουσ
 The old and weak members of the tribe were considered expendables in times of war.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
office supplies npl (stationery and furniture)αναλώσιμα γραφείου περίφρ
  είδη γραφείου περίφρ
  (γενικά)εξοπλισμός γραφείου περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αναλώσιμα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αναλώσιμα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!