Κύριες μεταφράσεις |
pursuit n | (search) | αναζήτηση ουσ θηλ |
| | επιδίωξη ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | κυνήγι ουσ ουδ |
| We are all engaged in the pursuit of happiness. |
| Όλοι ασχολούμαστε με την αναζήτηση της ευτυχίας. |
quest n | historical (medieval journey) | περιπέτεια ουσ θηλ |
| | αναζήτηση, εξερεύνηση ουσ θηλ |
| | αποστολή ουσ θηλ |
| (παλαιό, συνήθως πόλεμος) | εκστρατεία ουσ θηλ |
| The knight set out on his quest with only his faithful steed for company. |
| Ο ιππότης έφυγε για την εκστρατεία με μοναδική συντροφιά το πιστό του άλογο. |
scouting n | (search, lookout) | ανίχνευση, αναζήτηση ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | ψάξιμο ουσ ουδ |
| The police officers' scouting unfortunately did not help in finding the missing child. |
prospecting n | (mining, digging) (γεωτρήσεις) | αναζήτηση, έρευνα ουσ θηλ |
| The early settlers became rich by prospecting for gold. |
lookup n | (search for information) | αναζήτηση ουσ θηλ |
Σχόλιο: This term is especially common in reference to websites, databases, and reference materials. |
| The dictionary website is doing well; lookups rose 200 percent in the last year. |
looking n | (act: searching) | αναζήτηση ουσ θηλ |
| | ψάξιμο ουσ ουδ |
| The fun in picking wild berries is in the looking! |
| Το πιο διασκεδαστικό κομμάτι στο μάζεμα των άγριων μούρων είναι το ψάξιμο! |
quest n | (long search) | αναζήτηση ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | κυνήγι ουσ ουδ |
| When he met David, James felt that at last his quest for happiness was at an end. |
| Όταν ο Τζέιμς γνώρισε τον Ντέιβιντ, ένιωσε ότι το κυνήγι της ευτυχίας είχε φτάσει επιτέλους στο τέλος του. |
soliciting n | (act of seeking or requesting) | αναζήτηση περίφρ |
| (επίσημο: επίμονη προσπάθεια) | άγρα ουσ θηλ |
| The animal shelter needed extra funds, so the staff set about soliciting. |
chase n | figurative (pursuit) (μεταφορικά) | κυνήγι ουσ ουδ |
| | αναζήτηση, επιδίωξη ουσ θηλ |
| (κυριολεκτικά) | κυνήγι ουσ ουδ |
| | καταδίωξη ουσ θηλ |
| The team is in a chase for the championship. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κυνήγι της επιτυχίας δεν είναι πάντα εύκολο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η καταδίωξη του ληστή ήταν εύκολη υπόθεση για τους αστυφύλακες. |
search n | (attempt to find) | έρευνα, αναζήτηση ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | ψάξιμο ουσ ουδ |
| The search for his brother continued. |
| Η έρευνα για τον αδερφό του συνεχίστηκε. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήθελε τόσο πολύ να βρει τα έγγραφα, που συνέχισε το ψάξιμο όλη τη νύχτα. |
hunt for sb/sth n | (search) (μεταφορικά: για κτ/κπ) | κυνηγητό ουσ ουδ |
| (μεταφορικά: με γενική) | κυνήγι ουσ ουδ |
| | αναζήτηση ουσ θηλ |
| The hunt for the killer took several years. |
| Η αναζήτηση του δολοφόνου κράτησε αρκετά χρόνια. |
search n | (using internet to find sth) | αναζήτηση ουσ θηλ |
| Emma's search for images of the moon landings returned a lot of results. |
| Η αναζήτηση της Έμμα για φωτογραφίες των προσεληνώσεων είχε πολλά αποτελέσματα. |
Σύνθετοι τύποι: |
brainstorm n | (idea-gathering session) | συζήτηση για αναζήτηση λύσεων, σύσκεψη για αναζήτηση νέων ιδεών περίφρ |
| (συζήτηση) | ανταλλαγή απόψεων, ανταλλαγή σκέψεων περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | brainstorming ουσ ουδ άκλ |
| A department meeting is scheduled for next week to have a brainstorm regarding the company's sales goals. |
forage n | (search for food) | αναζήτηση τροφής ουσ θηλ |
| (φυτοφάγα ζώα) | βοσκή ουσ θηλ |
| Our forage was unsuccessful, and we settled for sandwiches at home. |
foraging n | (gathering, hunting for food) | αναζήτηση τροφής φρ ως ουσ θηλ |
| | συλλογή τροφής φρ ως ουσ θηλ |
fumbling n | (clumsy search for ideas, words) | αδέξια αναζήτηση επίθ + ουσ θηλ |
| | αδέξια προσπάθεια να βρω κτ έκφρ |
geocaching n | (GPS treasure hunt) | geocaching ουσ ουδ άκλ |
| | αναζήτηση γεωκρυπτών μέσω συσκευών GPS περίφρ |
gold digging n | (search for a wealthy partner) | αναζήτηση πλούσιου γαμπρού ουσ θηλ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| Most of her friends disapprove of her because of her gold digging. |
headhunting, head-hunting n | figurative (recruiting of new employees) | αναζήτηση νέος συνεργατών φρ ως ουσ θηλ |
| | αναζήτηση νέων υπαλλήλων φρ ως ουσ θηλ |
| | αναζήτηση ταλέντων φρ ως ουσ θηλ |
house hunting, house-hunting n | (search for accommodation) | αναζήτηση κατοικίας περίφρ |
house-hunt vi | (search for house to buy) | αναζήτηση σπιτιού φρ ως ουσ θηλ |
| | έρευνα αγοράς ακινήτων φρ ως ουσ θηλ |
in pursuance of, in pursuance of sth prep | (in search of) | σε αναζήτηση έκφρ |
| Many people lose their ideals in pursuance of financial success. |
in pursuit of prep | (seeking) | σε αναζήτηση έκφρ |
| He went to the valley in pursuit of tranquillity. |
in quest of sth prep | (searching for) | σε αναζήτηση έκφρ |
| The sailors set off in quest of riches. |
in search of prep | (looking for, seeking) (με γενική) | σε αναζήτηση περίφρ |
| | αναζητώντας μτχ ενεστ |
| We were out in search of hot cheap food. |
job hunt n | (search for employment) | αναζήτηση εργασίας περίφρ |
| (μεταφορικά) | το κυνήγι της εργασίας περίφρ |
job hunting n | (searching for employment) | αναζήτηση εργασίας φρ ως ουσ θηλ |
job-hunting adj | (related to job hunting) | για αναζήτηση εργασίας περίφρ |
no-fault adj | (claim, etc.: without blame) | ανυπαίτιος επίθ |
| | που γίνεται χωρίς αναζήτηση υπαιτίου περίφρ |
go on the hunt for sth/sb v expr | (look for sth, sb) | πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ περίφρ |
| | ξεκινώ να βρω κπ/κτ, ξεκινώ να ψάξω κπ/κτ, ξεκινώ να αναζητήσω κπ/κτ περίφρ |
| | ξεκινώ την αναζήτηση για κπ/κτ περίφρ |
| When he turned 18, Ron went on the hunt for his biological parents. |
pleasure-seeking n | (desire for fun, enjoyment) | αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης φρ ως ουσ θηλ |
| (ποιητικό) | αναζήτηση της ηδονής φρ ως ουσ θηλ |
pursuit of happiness n | (search for contentment in life) | επιδίωξη της ευτυχίας, αναζήτηση της ευτυχίας φρ ως ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | κυνήγι της ευτυχίας έκφρ |
| Many people feel that the pursuit of happiness is not the only purpose of life. |
recruiting n | (soliciting members or employees) (στρατός) | στρατολόγηση ουσ θηλ |
| (εργασία) | αναζήτηση υποψηφίων εργαζομένων περίφρ |
| Lucy works in recruiting. |
scout vi | (search, explore) | ερευνώ, εξερευνώ ρ μ |
| | κάνω έρευνα, κάνω αναζήτηση περίφρ |
| Oliver and Mary scouted the area for a suitable business to buy. |
| Ο Όλιβερ και η Μέρι έκαναν έρευνα (or: έκαναν αναζήτηση) στην περιοχή για να δουν εάν υπάρχει κάποια κατάλληλη επιχείρηση που μπορούν να αγοράσουν. |
search for sth vi + prep | (look on internet) | ψάχνω, αναζητώ ρ μ |
| | κάνω αναζήτηση περίφρ |
| He searched for the answer online. |
| Αναζήτησε την απάντηση στο διαδίκτυο. |
| Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο. |
search and rescue n | (for missing person) | αναζήτηση και διάσωση φρ ως ουσ θηλ |
| | έρευνα και διάσωση φρ ως ουσ θηλ |
| The Mountain Rescue Team provides search and rescue for missing persons in the area. |
thrill-seeking n | (desire for excitement, danger) | αναζήτηση της έξαψης φρ ως ουσ θηλ |
| | λαχτάρα για έξαψη φρ ως ουσ θηλ |
| | πάθος για έξαψη φρ ως ουσ ουδ |
| | ανάγκη για έξαψη φρ ως ουσ θηλ |