WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αναζήτηση search
  quest
  pursuit
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pursuit n (search)αναζήτηση ουσ θηλ
  επιδίωξη ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κυνήγι ουσ ουδ
 We are all engaged in the pursuit of happiness.
 Όλοι ασχολούμαστε με την αναζήτηση της ευτυχίας.
quest n historical (medieval journey)περιπέτεια ουσ θηλ
  αναζήτηση, εξερεύνηση ουσ θηλ
  αποστολή ουσ θηλ
  (παλαιό, συνήθως πόλεμος)εκστρατεία ουσ θηλ
 The knight set out on his quest with only his faithful steed for company.
 Ο ιππότης έφυγε για την εκστρατεία με μοναδική συντροφιά το πιστό του άλογο.
scouting n (search, lookout)ανίχνευση, αναζήτηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ψάξιμο ουσ ουδ
 The police officers' scouting unfortunately did not help in finding the missing child.
prospecting n (mining, digging) (γεωτρήσεις)αναζήτηση, έρευνα ουσ θηλ
 The early settlers became rich by prospecting for gold.
lookup n (search for information)αναζήτηση ουσ θηλ
Σχόλιο: This term is especially common in reference to websites, databases, and reference materials.
 The dictionary website is doing well; lookups rose 200 percent in the last year.
looking n (act: searching)αναζήτηση ουσ θηλ
  ψάξιμο ουσ ουδ
 The fun in picking wild berries is in the looking!
 Το πιο διασκεδαστικό κομμάτι στο μάζεμα των άγριων μούρων είναι το ψάξιμο!
quest n (long search)αναζήτηση ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κυνήγι ουσ ουδ
 When he met David, James felt that at last his quest for happiness was at an end.
 Όταν ο Τζέιμς γνώρισε τον Ντέιβιντ, ένιωσε ότι το κυνήγι της ευτυχίας είχε φτάσει επιτέλους στο τέλος του.
soliciting n (act of seeking or requesting)αναζήτηση περίφρ
  (επίσημο: επίμονη προσπάθεια)άγρα ουσ θηλ
 The animal shelter needed extra funds, so the staff set about soliciting.
chase n figurative (pursuit) (μεταφορικά)κυνήγι ουσ ουδ
  αναζήτηση, επιδίωξη ουσ θηλ
  (κυριολεκτικά)κυνήγι ουσ ουδ
  καταδίωξη ουσ θηλ
 The team is in a chase for the championship.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κυνήγι της επιτυχίας δεν είναι πάντα εύκολο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η καταδίωξη του ληστή ήταν εύκολη υπόθεση για τους αστυφύλακες.
search n (attempt to find)έρευνα, αναζήτηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ψάξιμο ουσ ουδ
 The search for his brother continued.
 Η έρευνα για τον αδερφό του συνεχίστηκε.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήθελε τόσο πολύ να βρει τα έγγραφα, που συνέχισε το ψάξιμο όλη τη νύχτα.
hunt for sb/sth n (search) (μεταφορικά: για κτ/κπ)κυνηγητό ουσ ουδ
  (μεταφορικά: με γενική)κυνήγι ουσ ουδ
  αναζήτηση ουσ θηλ
 The hunt for the killer took several years.
 Η αναζήτηση του δολοφόνου κράτησε αρκετά χρόνια.
search n (using internet to find sth)αναζήτηση ουσ θηλ
 Emma's search for images of the moon landings returned a lot of results.
 Η αναζήτηση της Έμμα για φωτογραφίες των προσεληνώσεων είχε πολλά αποτελέσματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sweep n (search) (μεταφορικά)σάρωση ουσ θηλ
  (μεταφορικά)σάρωμα ουσ ουδ
  αναζήτηση ουσ θηλ
Σχόλιο: Αποδίδεται συχνά με το ρήμα «σαρώνω».
 The sweep of the area failed to find the criminal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
brainstorm n (idea-gathering session)συζήτηση για αναζήτηση λύσεων, σύσκεψη για αναζήτηση νέων ιδεών περίφρ
  (συζήτηση)ανταλλαγή απόψεων, ανταλλαγή σκέψεων περίφρ
  (καθομιλουμένη)brainstorming ουσ ουδ άκλ
 A department meeting is scheduled for next week to have a brainstorm regarding the company's sales goals.
forage n (search for food)αναζήτηση τροφής ουσ θηλ
  (φυτοφάγα ζώα)βοσκή ουσ θηλ
 Our forage was unsuccessful, and we settled for sandwiches at home.
foraging n (gathering, hunting for food)αναζήτηση τροφής φρ ως ουσ θηλ
  συλλογή τροφής φρ ως ουσ θηλ
fumbling n (clumsy search for ideas, words)αδέξια αναζήτηση επίθ + ουσ θηλ
  αδέξια προσπάθεια να βρω κτ έκφρ
geocaching n (GPS treasure hunt)geocaching ουσ ουδ άκλ
  αναζήτηση γεωκρυπτών μέσω συσκευών GPS περίφρ
gold digging n (search for a wealthy partner)αναζήτηση πλούσιου γαμπρού ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Most of her friends disapprove of her because of her gold digging.
headhunting,
head-hunting
n
figurative (recruiting of new employees)αναζήτηση νέος συνεργατών φρ ως ουσ θηλ
  αναζήτηση νέων υπαλλήλων φρ ως ουσ θηλ
  αναζήτηση ταλέντων φρ ως ουσ θηλ
house hunting,
house-hunting
n
(search for accommodation)αναζήτηση κατοικίας περίφρ
house-hunt vi (search for house to buy)αναζήτηση σπιτιού φρ ως ουσ θηλ
  έρευνα αγοράς ακινήτων φρ ως ουσ θηλ
in pursuance of,
in pursuance of sth
prep
(in search of)σε αναζήτηση έκφρ
 Many people lose their ideals in pursuance of financial success.
in pursuit of prep (seeking)σε αναζήτηση έκφρ
 He went to the valley in pursuit of tranquillity.
in quest of sth prep (searching for)σε αναζήτηση έκφρ
 The sailors set off in quest of riches.
in search of prep (looking for, seeking) (με γενική)σε αναζήτηση περίφρ
  αναζητώντας μτχ ενεστ
 We were out in search of hot cheap food.
job hunt n (search for employment)αναζήτηση εργασίας περίφρ
  (μεταφορικά)το κυνήγι της εργασίας περίφρ
job hunting n (searching for employment)αναζήτηση εργασίας φρ ως ουσ θηλ
job-hunting adj (related to job hunting)για αναζήτηση εργασίας περίφρ
no-fault adj (claim, etc.: without blame)ανυπαίτιος επίθ
  που γίνεται χωρίς αναζήτηση υπαιτίου περίφρ
go on the hunt for sth/sb v expr (look for sth, sb)πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ περίφρ
  ξεκινώ να βρω κπ/κτ, ξεκινώ να ψάξω κπ/κτ, ξεκινώ να αναζητήσω κπ/κτ περίφρ
  ξεκινώ την αναζήτηση για κπ/κτ περίφρ
 When he turned 18, Ron went on the hunt for his biological parents.
pleasure-seeking n (desire for fun, enjoyment)αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης φρ ως ουσ θηλ
  (ποιητικό)αναζήτηση της ηδονής φρ ως ουσ θηλ
pursuit of happiness n (search for contentment in life)επιδίωξη της ευτυχίας, αναζήτηση της ευτυχίας φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κυνήγι της ευτυχίας έκφρ
 Many people feel that the pursuit of happiness is not the only purpose of life.
recruiting n (soliciting members or employees) (στρατός)στρατολόγηση ουσ θηλ
  (εργασία)αναζήτηση υποψηφίων εργαζομένων περίφρ
 Lucy works in recruiting.
scout vi (search, explore)ερευνώ, εξερευνώ ρ μ
  κάνω έρευνα, κάνω αναζήτηση περίφρ
 Oliver and Mary scouted the area for a suitable business to buy.
 Ο Όλιβερ και η Μέρι έκαναν έρευνα (or: έκαναν αναζήτηση) στην περιοχή για να δουν εάν υπάρχει κάποια κατάλληλη επιχείρηση που μπορούν να αγοράσουν.
search for sth vi + prep (look on internet)ψάχνω, αναζητώ ρ μ
  κάνω αναζήτηση περίφρ
 He searched for the answer online.
 Αναζήτησε την απάντηση στο διαδίκτυο.
 Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο.
search and rescue n (for missing person)αναζήτηση και διάσωση φρ ως ουσ θηλ
  έρευνα και διάσωση φρ ως ουσ θηλ
 The Mountain Rescue Team provides search and rescue for missing persons in the area.
thrill-seeking n (desire for excitement, danger)αναζήτηση της έξαψης φρ ως ουσ θηλ
  λαχτάρα για έξαψη φρ ως ουσ θηλ
  πάθος για έξαψη φρ ως ουσ ουδ
  ανάγκη για έξαψη φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αναζήτηση στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αναζήτηση».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!