Κύριες μεταφράσεις |
noted adj | (well-known) | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| | γνωστός, διάσημος επίθ |
| A noted researcher came to speak at the university. |
qualified adj | (certified to do job) | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| | πιστοποιημένος μτχ πρκ |
| (μετά από σπουδές) | πτυχιούχος επίθ |
| (ορισμένα επαγγέλματα) | που έχει άδεια άσκησης επαγγέλματος περίφρ |
| Sasha has finished her training and she is now a qualified barrister. |
| Η Σάσα ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της και είναι πλέον πτυχιούχος δικηγόρος. |
renowned adj | (known and respected) | αναγνωρισμένος, φημισμένος, καταξιωμένος μτχ πρκ |
| That man is a renowned film director. |
| Αυτός ο άντρας είναι ένας αναγνωρισμένος σκηνοθέτης. |
acknowledged adj | (accepted, noted) | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| (μόνο άνθρωπος) | καταξιωμένος μτχ πρκ |
| Ruth is an acknowledged expert in ancient Greek history. |
licensed, also UK: licenced adj | (person: officially authorized) | που έχει άδεια, που έχει ειδική άδεια περίφρ |
| | αδειοδοτημένος μτχ πρκ |
| (επάγγελμα) | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| | που έχει άδεια άσκησης επαγγέλματος περίφρ |
| You need to be a licensed truck driver for this job. |
named adj | (identified) | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| | έγκυρος, επίσημος, αξιόπιστος επίθ |
| Contributions are accepted only from named sources. |
| Δεχόμαστε συνεισφορές μόνο από αναγνωρισμένες πηγές. |
accredited adj | (education: recognized) | πιστοποιημένος μτχ πρκ |
| | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
acclaimed adj | (praised, lauded) | που έχει λάβει λαμπρές κριτικές περίφρ |
| | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| | καταξιωμένος μτχ πρκ |
| The acclaimed actor could take her pick of scripts. |
certified adj | (job title: holding a certificate) | πιστοποιημένος επίθ |
| | αναγνωρισμένος επίθ |
| | επίσημος επίθ |
| Dr Rosen is a certified veterinarian with 10 years' experience. |
established adj | (company) | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| | καταξιωμένος μτχ πρκ |
| (καθομ, μεταφορικά: δουλειά) | στρωμένος μτχ πρκ |
| The bank is happy to lend money to established businesses that are doing well. |
| Η τράπεζα δανείζει πρόθυμα χρήματα σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις που ευδοκιμούν. |
registered adj | (has legal documents) | εγγεγραμμένος, αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| (κατ' επέκταση) | επίσημος επίθ |
| Only registered members of the profession should apply. |
validated adj | (given legal force) | επικυρωμένος μτχ πρκ |
| | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| The newly validated powers come into force with immediate effect. |