WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αναγνωρισμένος official, licenced
  noted, prestigious
  recognized, recognised
  identified
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
noted adj (well-known)αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  γνωστός, διάσημος επίθ
 A noted researcher came to speak at the university.
qualified adj (certified to do job)αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  πιστοποιημένος μτχ πρκ
  (μετά από σπουδές)πτυχιούχος επίθ
  (ορισμένα επαγγέλματα)που έχει άδεια άσκησης επαγγέλματος περίφρ
 Sasha has finished her training and she is now a qualified barrister.
 Η Σάσα ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της και είναι πλέον πτυχιούχος δικηγόρος.
renowned adj (known and respected)αναγνωρισμένος, φημισμένος, καταξιωμένος μτχ πρκ
 That man is a renowned film director.
 Αυτός ο άντρας είναι ένας αναγνωρισμένος σκηνοθέτης.
acknowledged adj (accepted, noted)αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  (μόνο άνθρωπος)καταξιωμένος μτχ πρκ
 Ruth is an acknowledged expert in ancient Greek history.
licensed,
also UK: licenced
adj
(person: officially authorized)που έχει άδεια, που έχει ειδική άδεια περίφρ
  αδειοδοτημένος μτχ πρκ
  (επάγγελμα)αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  που έχει άδεια άσκησης επαγγέλματος περίφρ
 You need to be a licensed truck driver for this job.
named adj (identified)αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  έγκυρος, επίσημος, αξιόπιστος επίθ
 Contributions are accepted only from named sources.
 Δεχόμαστε συνεισφορές μόνο από αναγνωρισμένες πηγές.
accredited adj (education: recognized)πιστοποιημένος μτχ πρκ
  αναγνωρισμένος μτχ πρκ
acclaimed adj (praised, lauded)που έχει λάβει λαμπρές κριτικές περίφρ
  αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  καταξιωμένος μτχ πρκ
 The acclaimed actor could take her pick of scripts.
certified adj (job title: holding a certificate)πιστοποιημένος επίθ
  αναγνωρισμένος επίθ
  επίσημος επίθ
 Dr Rosen is a certified veterinarian with 10 years' experience.
established adj (company)αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  καταξιωμένος μτχ πρκ
  (καθομ, μεταφορικά: δουλειά)στρωμένος μτχ πρκ
 The bank is happy to lend money to established businesses that are doing well.
 Η τράπεζα δανείζει πρόθυμα χρήματα σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις που ευδοκιμούν.
registered adj (has legal documents)εγγεγραμμένος, αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  (κατ' επέκταση)επίσημος επίθ
 Only registered members of the profession should apply.
validated adj (given legal force)επικυρωμένος μτχ πρκ
  αναγνωρισμένος μτχ πρκ
 The newly validated powers come into force with immediate effect.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
standard adj (of recognized quality)επίσημος επίθ
  καθιερωμένος μτχ πρκ
  αναγνωρισμένος μτχ πρκ
 This is the standard textbook for students wanting to attain an advanced level of English.
respected adj (admired, trusted)αξιοσέβαστος, σημαντικός επίθ
  αναγνωρισμένος μτχ πρκ
  (λόγιο)έγκριτος επίθ
 Mark is a respected member of our community.
Blue n UK (sports award recipient) (με αθλητικό βραβείο)βραβευμένος, αναγνωρισμένος μτχ πρκ
 He is an Oxford Blue.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
canonical form n (standard way to show sth)κανόνας ουσ αρσ
  αναγνωρισμένος τρόπος ουσ αρσ
state registered adj (officially recognised)κρατικά αναγνωρισμένος επίρ + μτχ πρκ
unacknowledged adj (not recognised) (δεν χαίρει εκτίμησης)μη αναγνωρισμένος περίφρ
  παραγνωρισμένος μτχ πρκ
world-renowned,
world renowned
adj
(famous all over the world)διεθνώς αναγνωρισμένος επίρ + μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αναγνωρισμένος στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αναγνωρισμένος».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!