Κύριες μεταφράσεις |
overhaul n | (revamping) | αναδιαμόρφωση ουσ θηλ |
| (βελτίωση) | αναβάθμιση ουσ θηλ |
| This business's procedures need an overhaul. |
| Οι διαδικασίες αυτής της εταιρείας χρειάζονται αναβάθμιση. |
gentrification n | (making a poor area more upmarket) (βελτίωση, ριζική αλλαγή) | ανάπλαση ουσ θηλ |
| (αύξηση αξίας) | αναβάθμιση ουσ θηλ |
| (κατά λέξη) | ανάπλαση υποβαθισμένης περιοχής, αναβάθμιση περιοχής περίφρ |
| Gentrification has priced many poorer residents out of the area. |
computer upgrading n | (installation of new features) | αναβάθμιση ουσ θηλ |
| | αναβάθμιση ηλεκτρονικού υπολογιστή, αναβάθμιση υπολογιστή, αναβάθμιση Η/Υ περίφρ |
Σχόλιο: Η συντομογραφία «Η/Υ» χρησιμοποιείται μόνο στον γραπτό λόγο. |
redevelopment n | (urban renewal) (οικοδομική, αστική) | αναμόρφωση, ανάπλαση, αναβάθμιση ουσ θηλ |
retrofit n | (instance of retrofitting) | αναβάθμιση ουσ θηλ |
| Ask your dealer about a retrofit for the newer GPS system. |
trade-up n | (exchange for upgraded version of sth) | αναβάθμιση ουσ θηλ |
renewal n | (city, landscape: revitalization) | αναβάθμιση ουσ θηλ |
| The government has announced a programme of rural renewal. |
upgrade n | (act of upgrading) | αναβάθμιση ουσ θηλ |
| The council hoped the upgrade of the public transport system would lead to more people using it, instead of cars. |
| Το συμβούλιο ήλπιζε ότι η αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος μεταφορών θα οδηγούσε στο να το χρησιμοποιούν περισσότεροι άνθρωποι αντί για αυτοκίνητα. |
upgrade n | (computing: newer software) | αναβάθμιση ουσ θηλ |
| Now we've completed the upgrade of our software, we shouldn't have a problem opening files anymore. |
| Τώρα που ολοκληρώσαμε την αναβάθμιση του λογισμικού μας, δεν θα πρέπει να έχουμε πια πρόβλημα στο να ανοίγουμε αρχεία. |
upgrade n | (better seat, hotel, etc.) | αναβάθμιση ουσ θηλ |
| We were really lucky on our holiday; we got an upgrade to a luxury suite. |
| Ήμασταν πραγματικά τυχεροί στις διακοπές μας· μας έκαναν αναβάθμιση σε πολυτελή σουίτα. |