WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
ανάδοχος surrogate
  godparent
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fostered adj (children: non-biological) (ανεπίσημο, αδόκιμο)ανάδοχος επίθ
  (επίσημο)παιδί που μεγαλώνει σε καθεστώς αναδοχής περίφρ
 The book gives advice on looking after fostered children.
godfather n (to a child)νονός ουσ αρσ
  (επίσημο)ανάδοχος ουσ αρσ
 Kate's godfather visited for her birthday.
godmother n (female sponsor at baptism)νονά ουσ θηλ
  (επίσημο)ανάδοχος ουσ θηλ
  (μεταφορικά)πνευματική μητέρα ουσ θηλ
godparent n often plural (baptismal guardian)νονός, νονά ουσ αρσ, ουσ θηλ
  ανάδοχος ουσ αρσ/θηλ
 Sally asked her brother and his wife to become her daughter's godparents.
concessionaire n (holder of a business contract)ανάδοχος ουσ αρσ/θηλ
  (μόνο για κατασκευή)εργολάβος ουσ αρσ/θηλ
  εργολήπτης, εργολήπτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
foster sb vtr (bring up)αναθρέφω, ανατρέφω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μεγαλώνω ρ μ
  (όχι υιοθεσία)γίνομαι ανάδοχος περίφρ
 They decided to foster the two orphans.
foster father n (father by temporary adoption)ανάδοχος πατέρας επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ανάδοχος στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ανάδοχος».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!