WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
ανάγκη need
  necessity
  requirement
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
requirement n (need)ανάγκη ουσ θηλ
 Food is a basic requirement.
 Η τροφή είναι βασική ανάγκη.
urge n (desire)ορμή ουσ θηλ
  παρόρμηση ουσ θηλ
  έντονη επιθυμία, σφοδρή επιθυμία επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ανάγκη ουσ θηλ
 When Robert reads reports of people suffering, he feels an urge to help them.
 Όταν ο Ρόμπερτ διαβάζει ρεπορτάζ για ανθρώπους που υποφέρουν, νιώθει μια έντονη επιθυμία να τους βοηθήσει.
neediness n (poverty)ανέχεια, φτώχεια ουσ θηλ
  ανάγκη ουσ θηλ
impulsion n (force, compulsion)παρόρμηση ουσ θηλ
  τάση, ανάγκη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)όρεξη, διάθεση ουσ θηλ
matter of necessity n (sth essential)αναγκαίος, απαραίτητος επίθ
  ανάγκη ουσ θηλ
 You must tell your mother that you will not be home in time, it's a matter of necessity.
necessity n (need for sth)αναγκαιότητα, ανάγκη ουσ θηλ
 The military tribunal judged the necessity of the soldier's actions.
 Το στρατιωτικό δικαστήριο εξέτασε τη αναγκαιότητα των πράξεων του στρατιώτη.
distress n (need for help)ανάγκη ουσ θηλ
  κίνδυνος ουσ αρσ
  δυσχέρεια ουσ θηλ
 Richer nations came to the aid of the country in its time of distress.
 Πλουσιότερα κράτη ήρθαν να ενισχύσουν τη χώρα τη στιγμή που το είχε ανάγκη.
necessity n figurative (sth useful) (καθομ, μεταφορικά)ανάγκη, υποχρέωση ουσ θηλ
  (κάτι που βοηθάει)προσόν ουσ ουδ
  απαραίτητος, βασικός, αναγκαίος, υποχρεωτικός επίθ
 Understanding football is a necessity when you live in the US.
 Το να καταλαβαίνεις από φούτμπολ είναι απαραίτητο όταν μένεις στις ΗΠΑ.
need n (necessity)ανάγκη ουσ θηλ
 A sense of belonging is a basic human need.
 Η αίσθηση του να ανήκεις είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη.
need n (poverty)ανάγκη ουσ θηλ
 The city is full of children in need.
 Η πόλη είναι γεμάτη από παιδιά που έχουν ανάγκη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
need n (difficulty)ανάγκη ουσ θηλ
 Please help us in our hour of need.
 Βοηθήστε μας σε αυτή την ώρα ανάγκης.
necessity n (poverty)ανέχεια, φτώχεια ουσ θηλ
  (σε εκφράσεις)ανάγκη ουσ θηλ
 The family lived in necessity for years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
A friend in need is a friend indeed. expr (sb who helps is real friend)Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται. έκφρ
 When I was sick you certainly proved the old saying, "A friend in need is a friend indeed."
at a push adv UK, informal (with difficulty)στην ανάγκη έκφρ
  το πολύ εκφρ
behoove sb,
UK: behove sb
vtr
US (be right or necessary) (πρέπει)επιβάλλεται ρ απρ
  είναι επιβεβλημένο, είναι ανάγκη, είναι αναγκαίο έκφρ απρ
  (είναι σωστό)αρμόζει, ταιριάζει ρ απρ
  είναι πρέπον έκφρ απρ
behoove sb to do sth (US),
behove sb to do sth (UK)
v expr
(be right or necessary) (πρέπει)επιβάλλεται ρ απρ
  είναι επιβεβλημένο, είναι ανάγκη, είναι αναγκαίο έκφρ απρ
  (είναι σωστό)αρμόζει, ταιριάζει ρ απρ
  είναι πρέπον έκφρ απρ
 It behooves me to acknowledge the debt I owe to my precedessor in this role.
contingency n (sth dependent on future)ενδεχόμενο ουσ ουδ
  πιθανότητα ουσ θηλ
  (αν συμβεί κάτι κακό)έκτακτη ανάγκη φρ ως ουσ θηλ
emergency n (situation)έκτακτη ανάγκη επίθ + ουσ θηλ
  επείγον περιστατικό μτχ ενεστ + ουσ ουδ
 There was an emergency and the Prime Minister had to come back from his holiday.
 Προέκυψε για έκτακτη ανάγκη και ο Πρωθυπουργός έπρεπε να γυρίσει απ' τις διακοπές του.
exigence n (urgent need)επείγουσα ανάγκη επίθ + ουσ θηλ
exigency n (urgent requirement)επείγουσα κατάσταση, έκτακτη κατάσταση επίθ + ουσ θηλ
  επείγουσα ανάγκη, έκτακτη ανάγκη επίθ + ουσ θηλ
friend in need n (person: helps)φίλος που φαίνεται στην ανάγκη, φίλη που φαίνεται στην ανάγκη έκφρ
  φίλος που στέκεται στην ανάγκη, φίλη που στέκεται στην ανάγκη
 When I was made homeless, she was a true friend in need, letting me stay with her for a year.
 Όταν έμεινα άστεγος, ήταν μια πραγματική φίλη που φάνηκε στην ανάγκη, αφήνοντάς με να μείνω μαζί της για ένα χρόνο.
friend in need n (person: needs help)φίλος σε ανάγκη, φίλος που έχει ανάγκη περίφρ
 America usually helps her friends in need.
from necessity adv (because it is necessary)κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά επίρ
 The survivors of the plane crash turned to cannibalism from necessity.
hard up,
hard-up
adj
informal (poor) (μεταφορικά: οικονομικά)στριμωγμένος, ζορισμένος μτχ πρκ
  που ζορίζεται περίφρ
  σε ανάγκη φρ ως επίθ
Σχόλιο: hyphen used when term is before a noun
 I'm not exactly hard up, but I still don't like to waste money.
 Δεν είναι ότι ζορίζομαι, παρ' όλα αυτά δεν μου αρέσει να σπαταλάω χρήματα.
house-train vtr UK (toilet-train pet)εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του περίφρ
housebroken adj US (pet: toilet trained) (για κατοικίδιο)εκπαιδευμένος να κάνει την ανάγκη του έξω από το σπίτι
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
I need you interj (I am dependent on you)σε χρειάζομαι περίφρ
  σε έχω ανάγκη περίφρ
 John, I don't just love you, I need you!
 Τζον, δεν είναι ότι απλώς σ' αγαπάω, σε χρειάζομαι!
if necessary adv (if required, if needed)αν χρειαστεί περίφρ
  αν είναι ανάγκη, αν είναι απαραίτητο περίφρ
  (επίσημο)αν παραστεί ανάγκη περίφρ
 I'm ready to stay late if necessary.
imperative adj (necessary) (πριν από ουσιαστικό)επιτακτικός επίθ
  (μόνο του)απολύτως απαραίτητος περίφρ
  επιτακτική ανάγκη φρ ως επίθ
  επιβάλλεται ρ απρ
 It's imperative that you call us as soon as you arrive.
 Είναι απολύτως απαραίτητο να μας καλέσεις αμέσως μόλις φτάσεις.
 Είναι επιτακτική ανάγκη να μας καλέσεις αμέσως μόλις φτάσεις.
in a pinch (US),
at a pinch (UK)
adv
informal (if necessary)στην ανάγκη φρ ως επίρ
  αν είναι απαραίτητο, αν χρειαστεί ρ έκφρ
 At a pinch, we could fit another person in the car.
in need adj (living in poverty, requiring aid)που έχει ανάγκη περίφρ
 In times of prosperity it is doubly important to remember those in need.
 Τις καλές εποχές είναι δυο φορές πιο σημαντικό να θυμόμαστε αυτούς που έχουν ανάγκη.
necessarily adv (inevitably, of necessity) (από ανάγκη)απαραίτητα, αναγκαστικά, υποχρεωτικά επίρ
  κατ' ανάγκη φρ ως επίρ
 Being underweight isn't necessarily unhealthy.
 Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.
necessitous adj (needy)άπορος επίθ ως ουσ
  που έχει ανάγκη
  (αρχαϊκός τύπος)ενδεής επίθ ως ουσ
necessity n (emergency requirement)άμεση ανάγκη επίθ + ουσ θηλ
 Amputating the patient's leg was a necessity.
 Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του ασθενούς ήταν μια άμεση ανάγκη.
Necessity is the mother of invention n (need inspires solutions)η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται έκφρ
  πενία τέχνας κατεργάζεται έκφρ
 It is said that necessity is the mother of invention.
need sth vtr (lack, want)χρειάζομαι ρ αμ
  έχω ανάγκη από ρ έκφρ
 The homeless shelter needs blankets.
 Το άσυλο των αστέγων χρειάζεται κουβέρτες.
 Το άσυλο των αστέγων έχει ανάγκη από κουβέρτες.
need for sth n (requirement)ανάγκη για κτ περίφρ
  ανάγκη από κτ περίφρ
 There's a need for clear thinking if we're going to solve this problem.
 There's no need for that kind of language.
 Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα έχουμε ανάγκη από καθαρό μυαλό.
need sb vtr (love, desire)χρειάζομαι ρ μ
  έχω ανάγκη ρ έκφρ
 I need you, baby.
needy adj (poor, impoverished)φτωχός, άπορος επίθ
  που έχει ανάγκη περίφρ
 Your contribution can help support needy children in India.
 Η συνεισφορά σου μπορεί να βοηθήσει τη στήριξη των άπορων παιδιών της Ινδίας.
on your knees adv figurative (in great need) (μεταφορικά)σε μεγάλη ανάγκη έκφρ
 After 20 years of war the country is on its knees.
out of necessity adv (due to need)από ανάγκη, κατ' ανάγκη περίφρ
  αναγκαστικά επίρ
  (λόγιος)εξ ανάγκης φρ ως επίρ
people in need npl (poverty, disaster, etc.)άνθρωποι που έχουν ανάγκη περίφρ
  άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια, άνθρωποι που χρειάζονται υποστήριξη περίφρ
relieve yourself vtr + refl euphemism (urinate, defecate) (ευφημισμός)ξαλαφρώνω ρ αμ
  κάνω την ανάγκη μου έκφρ
  (καθομιλουμένη)τα κάνω έκφρ
 I can't believe you relieved yourself in the town square in daylight!
sexual urge n (lustful desire)σεξουαλική ανάγκη επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο)γενετήσια ορμή επίθ + ουσ θηλ
 The sexual urge is necessary to the continuation of our species.
shotgun wedding n informal, figurative (marriage due to pregnancy) (κατά λέξη)γάμος λόγω εγκυμοσύνης περίφρ
  (πιο απλά, έμφαση στην ταχύτητα)εσπευσμένος γάμος μτχ πρκ + ουσ αρσ
  γάμος που έγινε βιαστικά περίφρ
  (χωρίς τη θέληση τους)γάμος από ανάγκη περίφρ
 Yes, it was definitely a shotgun wedding: the bride gave birth at the reception!
sudden impulse n (urge)παρόρμηση, έντονη ανάγκη ουσ θηλ
 He was seized with a sudden impulse to run away.
urgency n (immediate necessity)επείγουσα ανάγκη επίθ + ουσ θηλ
  επείγον επίθ
 Did there seem to be any urgency to their request?
urgent need n (immediate necessity)επείγουσα ανάγκη ουσ θηλ
 There is an urgent need for political reform.
want sth vtr UK, informal (+ ing: need)χρειάζομαι ρ μ
  έχω ανάγκη ρ έκφρ
 The kitchen window wants cleaning - it's filthy!
want for sth vtr phrasal insep (need, be without)χρειάζομαι ρ μ
  έχω ανάγκη ρ έκφρ
  μου λείπει έκφρ
  στερούμαι ρ μ
 My cute little sister never wants for attention.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ανάγκη στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ανάγκη».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!