Κύριες μεταφράσεις |
requirement n | (need) | ανάγκη ουσ θηλ |
| Food is a basic requirement. |
| Η τροφή είναι βασική ανάγκη. |
urge n | (desire) | ορμή ουσ θηλ |
| | παρόρμηση ουσ θηλ |
| | έντονη επιθυμία, σφοδρή επιθυμία επίθ + ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | ανάγκη ουσ θηλ |
| When Robert reads reports of people suffering, he feels an urge to help them. |
| Όταν ο Ρόμπερτ διαβάζει ρεπορτάζ για ανθρώπους που υποφέρουν, νιώθει μια έντονη επιθυμία να τους βοηθήσει. |
neediness n | (poverty) | ανέχεια, φτώχεια ουσ θηλ |
| | ανάγκη ουσ θηλ |
impulsion n | (force, compulsion) | παρόρμηση ουσ θηλ |
| | τάση, ανάγκη ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | όρεξη, διάθεση ουσ θηλ |
matter of necessity n | (sth essential) | αναγκαίος, απαραίτητος επίθ |
| | ανάγκη ουσ θηλ |
| You must tell your mother that you will not be home in time, it's a matter of necessity. |
necessity n | (need for sth) | αναγκαιότητα, ανάγκη ουσ θηλ |
| The military tribunal judged the necessity of the soldier's actions. |
| Το στρατιωτικό δικαστήριο εξέτασε τη αναγκαιότητα των πράξεων του στρατιώτη. |
distress n | (need for help) | ανάγκη ουσ θηλ |
| | κίνδυνος ουσ αρσ |
| | δυσχέρεια ουσ θηλ |
| Richer nations came to the aid of the country in its time of distress. |
| Πλουσιότερα κράτη ήρθαν να ενισχύσουν τη χώρα τη στιγμή που το είχε ανάγκη. |
necessity n | figurative (sth useful) (καθομ, μεταφορικά) | ανάγκη, υποχρέωση ουσ θηλ |
| (κάτι που βοηθάει) | προσόν ουσ ουδ |
| | απαραίτητος, βασικός, αναγκαίος, υποχρεωτικός επίθ |
| Understanding football is a necessity when you live in the US. |
| Το να καταλαβαίνεις από φούτμπολ είναι απαραίτητο όταν μένεις στις ΗΠΑ. |
need n | (necessity) | ανάγκη ουσ θηλ |
| A sense of belonging is a basic human need. |
| Η αίσθηση του να ανήκεις είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη. |
need n | (poverty) | ανάγκη ουσ θηλ |
| The city is full of children in need. |
| Η πόλη είναι γεμάτη από παιδιά που έχουν ανάγκη. |
Σύνθετοι τύποι: |
A friend in need is a friend indeed. expr | (sb who helps is real friend) | Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται. έκφρ |
| When I was sick you certainly proved the old saying, "A friend in need is a friend indeed." |
at a push adv | UK, informal (with difficulty) | στην ανάγκη έκφρ |
| | το πολύ εκφρ |
behoove sb, UK: behove sb vtr | US (be right or necessary) (πρέπει) | επιβάλλεται ρ απρ |
| | είναι επιβεβλημένο, είναι ανάγκη, είναι αναγκαίο έκφρ απρ |
| (είναι σωστό) | αρμόζει, ταιριάζει ρ απρ |
| | είναι πρέπον έκφρ απρ |
behoove sb to do sth (US), behove sb to do sth (UK) v expr | (be right or necessary) (πρέπει) | επιβάλλεται ρ απρ |
| | είναι επιβεβλημένο, είναι ανάγκη, είναι αναγκαίο έκφρ απρ |
| (είναι σωστό) | αρμόζει, ταιριάζει ρ απρ |
| | είναι πρέπον έκφρ απρ |
| It behooves me to acknowledge the debt I owe to my precedessor in this role. |
contingency n | (sth dependent on future) | ενδεχόμενο ουσ ουδ |
| | πιθανότητα ουσ θηλ |
| (αν συμβεί κάτι κακό) | έκτακτη ανάγκη φρ ως ουσ θηλ |
emergency n | (situation) | έκτακτη ανάγκη επίθ + ουσ θηλ |
| | επείγον περιστατικό μτχ ενεστ + ουσ ουδ |
| There was an emergency and the Prime Minister had to come back from his holiday. |
| Προέκυψε για έκτακτη ανάγκη και ο Πρωθυπουργός έπρεπε να γυρίσει απ' τις διακοπές του. |
exigence n | (urgent need) | επείγουσα ανάγκη επίθ + ουσ θηλ |
exigency n | (urgent requirement) | επείγουσα κατάσταση, έκτακτη κατάσταση επίθ + ουσ θηλ |
| | επείγουσα ανάγκη, έκτακτη ανάγκη επίθ + ουσ θηλ |
friend in need n | (person: helps) | φίλος που φαίνεται στην ανάγκη, φίλη που φαίνεται στην ανάγκη έκφρ |
| | φίλος που στέκεται στην ανάγκη, φίλη που στέκεται στην ανάγκη |
| When I was made homeless, she was a true friend in need, letting me stay with her for a year. |
| Όταν έμεινα άστεγος, ήταν μια πραγματική φίλη που φάνηκε στην ανάγκη, αφήνοντάς με να μείνω μαζί της για ένα χρόνο. |
friend in need n | (person: needs help) | φίλος σε ανάγκη, φίλος που έχει ανάγκη περίφρ |
| America usually helps her friends in need. |
from necessity adv | (because it is necessary) | κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά επίρ |
| The survivors of the plane crash turned to cannibalism from necessity. |
hard up, hard-up adj | informal (poor) (μεταφορικά: οικονομικά) | στριμωγμένος, ζορισμένος μτχ πρκ |
| | που ζορίζεται περίφρ |
| | σε ανάγκη φρ ως επίθ |
Σχόλιο: hyphen used when term is before a noun |
| I'm not exactly hard up, but I still don't like to waste money. |
| Δεν είναι ότι ζορίζομαι, παρ' όλα αυτά δεν μου αρέσει να σπαταλάω χρήματα. |
house-train vtr | UK (toilet-train pet) | εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του περίφρ |
housebroken adj | US (pet: toilet trained) (για κατοικίδιο) | εκπαιδευμένος να κάνει την ανάγκη του έξω από το σπίτι |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
I need you interj | (I am dependent on you) | σε χρειάζομαι περίφρ |
| | σε έχω ανάγκη περίφρ |
| John, I don't just love you, I need you! |
| Τζον, δεν είναι ότι απλώς σ' αγαπάω, σε χρειάζομαι! |
if necessary adv | (if required, if needed) | αν χρειαστεί περίφρ |
| | αν είναι ανάγκη, αν είναι απαραίτητο περίφρ |
| (επίσημο) | αν παραστεί ανάγκη περίφρ |
| I'm ready to stay late if necessary. |
imperative adj | (necessary) (πριν από ουσιαστικό) | επιτακτικός επίθ |
| (μόνο του) | απολύτως απαραίτητος περίφρ |
| | επιτακτική ανάγκη φρ ως επίθ |
| | επιβάλλεται ρ απρ |
| It's imperative that you call us as soon as you arrive. |
| Είναι απολύτως απαραίτητο να μας καλέσεις αμέσως μόλις φτάσεις. |
| Είναι επιτακτική ανάγκη να μας καλέσεις αμέσως μόλις φτάσεις. |
in a pinch (US), at a pinch (UK) adv | informal (if necessary) | στην ανάγκη φρ ως επίρ |
| | αν είναι απαραίτητο, αν χρειαστεί ρ έκφρ |
| At a pinch, we could fit another person in the car. |
in need adj | (living in poverty, requiring aid) | που έχει ανάγκη περίφρ |
| In times of prosperity it is doubly important to remember those in need. |
| Τις καλές εποχές είναι δυο φορές πιο σημαντικό να θυμόμαστε αυτούς που έχουν ανάγκη. |
necessarily adv | (inevitably, of necessity) (από ανάγκη) | απαραίτητα, αναγκαστικά, υποχρεωτικά επίρ |
| | κατ' ανάγκη φρ ως επίρ |
| Being underweight isn't necessarily unhealthy. |
| Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό. |
necessitous adj | (needy) | άπορος επίθ ως ουσ |
| | που έχει ανάγκη |
| (αρχαϊκός τύπος) | ενδεής επίθ ως ουσ |
necessity n | (emergency requirement) | άμεση ανάγκη επίθ + ουσ θηλ |
| Amputating the patient's leg was a necessity. |
| Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του ασθενούς ήταν μια άμεση ανάγκη. |
Necessity is the mother of invention n | (need inspires solutions) | η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται έκφρ |
| | πενία τέχνας κατεργάζεται έκφρ |
| It is said that necessity is the mother of invention. |
need sth vtr | (lack, want) | χρειάζομαι ρ αμ |
| | έχω ανάγκη από ρ έκφρ |
| The homeless shelter needs blankets. |
| Το άσυλο των αστέγων χρειάζεται κουβέρτες. |
| Το άσυλο των αστέγων έχει ανάγκη από κουβέρτες. |
need for sth n | (requirement) | ανάγκη για κτ περίφρ |
| | ανάγκη από κτ περίφρ |
| There's a need for clear thinking if we're going to solve this problem. |
| There's no need for that kind of language. |
| Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα έχουμε ανάγκη από καθαρό μυαλό. |
need sb vtr | (love, desire) | χρειάζομαι ρ μ |
| | έχω ανάγκη ρ έκφρ |
| I need you, baby. |
needy adj | (poor, impoverished) | φτωχός, άπορος επίθ |
| | που έχει ανάγκη περίφρ |
| Your contribution can help support needy children in India. |
| Η συνεισφορά σου μπορεί να βοηθήσει τη στήριξη των άπορων παιδιών της Ινδίας. |
on your knees adv | figurative (in great need) (μεταφορικά) | σε μεγάλη ανάγκη έκφρ |
| After 20 years of war the country is on its knees. |
out of necessity adv | (due to need) | από ανάγκη, κατ' ανάγκη περίφρ |
| | αναγκαστικά επίρ |
| (λόγιος) | εξ ανάγκης φρ ως επίρ |
people in need npl | (poverty, disaster, etc.) | άνθρωποι που έχουν ανάγκη περίφρ |
| | άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια, άνθρωποι που χρειάζονται υποστήριξη περίφρ |
relieve yourself vtr + refl | euphemism (urinate, defecate) (ευφημισμός) | ξαλαφρώνω ρ αμ |
| | κάνω την ανάγκη μου έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | τα κάνω έκφρ |
| I can't believe you relieved yourself in the town square in daylight! |
sexual urge n | (lustful desire) | σεξουαλική ανάγκη επίθ + ουσ θηλ |
| (επίσημο) | γενετήσια ορμή επίθ + ουσ θηλ |
| The sexual urge is necessary to the continuation of our species. |
shotgun wedding n | informal, figurative (marriage due to pregnancy) (κατά λέξη) | γάμος λόγω εγκυμοσύνης περίφρ |
| (πιο απλά, έμφαση στην ταχύτητα) | εσπευσμένος γάμος μτχ πρκ + ουσ αρσ |
| | γάμος που έγινε βιαστικά περίφρ |
| (χωρίς τη θέληση τους) | γάμος από ανάγκη περίφρ |
| Yes, it was definitely a shotgun wedding: the bride gave birth at the reception! |
sudden impulse n | (urge) | παρόρμηση, έντονη ανάγκη ουσ θηλ |
| He was seized with a sudden impulse to run away. |
urgency n | (immediate necessity) | επείγουσα ανάγκη επίθ + ουσ θηλ |
| | επείγον επίθ |
| Did there seem to be any urgency to their request? |
urgent need n | (immediate necessity) | επείγουσα ανάγκη ουσ θηλ |
| There is an urgent need for political reform. |
want sth vtr | UK, informal (+ ing: need) | χρειάζομαι ρ μ |
| | έχω ανάγκη ρ έκφρ |
| The kitchen window wants cleaning - it's filthy! |
want for sth vtr phrasal insep | (need, be without) | χρειάζομαι ρ μ |
| | έχω ανάγκη ρ έκφρ |
| | μου λείπει έκφρ |
| | στερούμαι ρ μ |
| My cute little sister never wants for attention. |