Κύριες μεταφράσεις |
market n | (street stalls) | αγορά ουσ θηλ |
| | λαϊκή αγορά επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | λαϊκή επίθ ως ουσ θηλ |
| They set up the market at four o'clock in the morning. |
| Έστησαν την αγορά στις τέσσερις το πρωί. |
| Έστησαν τη λαϊκή στις τέσσερις το πρωί. |
purchasing n | (buying) (συχνά στον πληθυντικό) | αγορά ουσ θηλ |
| The company has a department to deal with all its purchasing. |
| Η εταιρεία έχει ένα τμήμα που χειρίζεται όλες τις αγορές της. |
marketplace n | (market square) | αγορά ουσ θηλ |
| | παζάρι ουσ ουδ |
| The village artisans sell their crafts in the marketplace. |
mart n | (market) | αγορά ουσ θηλ |
| I'm going to swing by the mart to get some milk; do you need anything? |
target market n | (intended customers) | αγορά ουσ θηλ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| We need to define our target market for selling these new leather bags. |
agora n | (historical: public space) | αρχαία αγορά επίθ + ουσ θηλ |
| (χρήση σε θεσμικά όργανα) | αγορά ουσ θηλ |
buying n | (purchasing) | αγορά ουσ θηλ |
| The company specializes in the buying and selling of French wines. |
market n | (conditions for trade) | αγορά ουσ θηλ |
| The market for new houses is strong. |
| Η αγορά καινούριων ακινήτων είναι ισχυρή. |
purchase n | (sth bought) | αγορά ουσ θηλ |
| At the end of his shopping trip, he was very pleased with his purchases. |
| Τελειώνοντας την εξόρμησή του στα μαγαζιά ήταν πολύ ικανοποιημένος με τις αγορές του. |
conquest n | (capture, acquisition) | κατάκτηση ουσ θηλ |
| | αυτό που κερδίζω περίφρ |
| | αγορά ουσ θηλ |
| This antique chest is one of Dale's conquests from the auction. |
buy n | (bargain) (ευκαιρία) | αγορά ουσ θηλ |
| This house is a good buy. |
| Αυτό το σπίτι είναι καλή αγορά. |
market n | (demand) | αγορά ουσ θηλ |
| I think there is a big market for customized motorcycles. |
| Πιστεύω πως υπάρχει μεγάλη αγορά για μηχανές. |
purchase n | uncountable (act of buying) (διαδικασία) | αγορά ουσ θηλ |
| The purchase went quickly. |
| Η αγορά έγινε γρήγορα. |
marketplace n | figurative (competitive place) (μεταφορικά) | αγορά ουσ θηλ |
| Academia is a marketplace for ideas. |
market n | (area of trade) | αγορά ουσ θηλ |
| The employment market has changed dramatically over the past 30 years. |
| Η αγορά εργασίας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 30 χρόνια. |
outlet n | (market) | αγορά ουσ θηλ |
| Before you manufacture anything, make sure there is an outlet for it. |
| Πριν παράξεις κάτι, βεβαιώσου ότι υπάρχει αγορά για αυτό. |
Σύνθετοι τύποι: |
advance purchase n | (booking ahead at cheap rate) | αγορά εκ των προτέρων περίφρ |
| | αγορά αρκετό καιρό νωρίτερα περίφρ |
| Airlines usually give you a cheaper fare for advance purchase. |
aftermarket n | US (for car parts) (κατά λέξη) | αγορά μη αυθεντικών ανταλλακτικών και εξαρτημάτων |
| (καθομιλουμένη) | aftermarket, αφτερμάρκετ ουσ ουδ άκλ |
arcade n | (covered shopping street) (με μαγαζιά) | στοά ουσ θηλ |
| | σκεπαστή αγορά επίθ + ουσ θηλ |
| I bought it in a little arcade in London. |
bear market n | (stock trading) | αγορά που υφίσταται κρίση ουσ θηλ |
| Oil prices are currently in a bear market. |
black market n | (illegal trade) | μαύρη αγορά εκφρ |
| Although it's illegal, many people buy merchandise on the black market. Official economic statistics do not take into account the black market economy. |
| Αν και είναι παράνομο, πολλοί αγοράζουν εμπορεύματα στη μαύρη αγορά. Τα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνουν την οικονομία της μαύρης αγοράς. |
cattle market n | (for buying, selling livestock) | χώρος αγοραπωλησίας βοοειδών περίφρ |
| | αγορά βοοειδών περίφρ |
| He sold a herd of cattle at the cattle market. |
commercialize sth, also UK: commercialise sth vtr | (turn sth into a business) | εμπορευματοποιώ ρ μ |
| | εισάγω στην αγορά περίφρ |
| | καθιστώ εμπορεύσιμο περίφρ |
| A tech company has approached the designer about commercializing his invention. |
comparison shopping n | (comparing prices) | αγορά κατόπιν έρευνας έκφρ |
| A little comparison shopping can save you thousands on the price of a new car. |
corner the market v expr | (dominate trade) | μονοπωλώ την αγορά έκφρ |
| The company has cornered the market for online book sales. |
flea market n | (market selling antiques, etc.) | υπαίθρια αγορά ουσ θηλ |
| | γιουσουρούμ, παζάρι ουσ ουδ |
Σχόλιο: γιουσουρούμ: ξενικό, άκλιτο |
| You can find some real bargains at the local flea market. |
| Στην τοπική υπαίθρια αγορά μπορείς να βρεις πραγματικές ευκαιρίες. |
the Forum n | historical (public space in ancient Rome) | Ρωμαϊκή Αγορά επίθ + ουσ θηλ |
| The Forum was the heart of ancient Rome. |
great value n | (well worth the money) | καλή αγορά επίθ + ουσ |
| | συμφέρουσα αγορά επίθ + ουσ |
| | συμφέρω ρ αμ |
| At £4 each, the tickets are great value as they allow unlimited bus travel throughout the day. |
| Στις 4 λίρες το ένα, τα εισιτήρια είναι καλή αγορά γιατί σου προσφέρουν απεριόριστες διαδρομές με το λεωφορείο για μια μέρα. |
have a corner on vtr | idiom (own enough of to control market) (ιδιωματισμός) | ελέγχω την αγορά έκφρ |
| I tried to have a corner on the silver market by buying low priced contracts, but I failed miserably. |
hire purchase n | UK (buying sth by installments) | αγορά με δόσεις φρ ως ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δόσεις ουσ θηλ πλ |
| Thank goodness for hire purchase; I'd never have been able to buy a new car without it. |
| We got our new cooker on hire purchase. |
housing market n | (property trade) | αγορά ακινήτων ουσ θηλ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| The housing market suffered a big drop during the financial crisis of 2009. |
impulse buy n | (spur-of-the-moment purchase) | παρορμητική αγορά επίθ + ουσ θηλ |
| Candy bars are often placed near checkout registers because they tend to be impulse buys. |
job market n | (employment available) | αγορά εργασίας ουσ θηλ |
| Our training courses should match the needs of the job market. The job market's weak right now, with very few positions available even for qualified workers. |
| Τα μαθήματα θα έπρεπε να ταιριάζουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η αγορά εργασίας είναι αδύναμη αυτόν τον καιρό και προσφέρει ελάχιστες θέσεις, ακόμη και για άτομα με προσόντα. |
market sth vtr | (put up for sale) | πουλάω, πουλώ ρ μ |
| | βγάζω στην αγορά, διαθέτω προς πώληση έκφρ |
| The coffee shop started marketing their special Christmas drinks in early November. |
offer sth for sale v expr | (put on the market) | εισάγω στην αγορά, διαθέτω προς πώληση έκφρ |
| Please offer for sale my share of the project, I need the money for something else. |
| Σε παρακαλώ, διέθεσε προς πώληση το δικό μου μερίδιο από το πρότζεκτ καθώς χρειάζομαι τα χρήματα για κάτι άλλο. |
preshrink sth vtr | (shrink-wash prior to sale) (κλωστοϋφαντουργία) | υποβάλλω ύφασμα σε διαδικασία συρρίκνωσης πριν από τη διάθεσή του στην αγορά περίφρ |
| | υποβάλλω ύφασμα σε διαδικασία προσυστολής περίφρ |
rain check n | US, informal, figurative (ticket entitling customer to sale price later) | κουπόνι για μελλοντική αγορά προϊόντος που είχε έκπτωση αλλά ήταν σε έλλειψη |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται περιφραστικά, ενδεχομένως με μειωμένη ακρίβεια. |
| The store was out of the advertised sausages, but they gave me a rain check. |
| Τα λουκάνικα της διαφήμισης είχαν τελειώσει αλλά μου έδωσαν κουπόνι για να τα αγοράσω με έκπτωση την επόμενη φορά. |
retail vi | (to be sold at retail) | πωλούμαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | πουλιέμαι ρ αμ |
| (κατά λέξη) | πωλούμαι στη λιανική αγορά έκφρ |
| It retails for twenty dollars. |
retail vtr | (sell) | πουλάω, πουλώ ρ μ |
| | εμπορεύομαι ρ μ |
| (με γενική) | είμαι λιανέμπορος ε έκφρ |
| (κατά λέξη) | πουλάω στη λιανική αγορά έκφρ |
| Mrs Sellers now retails shoes. |
rising market n | (prospering economy, boom) | αγορά με ανοδική τάση ουσ θηλ |
| You young people forget that a rising market doesn't last forever. |
scalp vtr | slang (resell, tickets) | πουλώ κτ στη μαύρη αγορά περίφρ |
seller's market, sellers' market n | (low supply and high prices) | συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητές έκφρ |
| The shortage of housing in our city makes it a real seller's market. |
stallholder, stall-holder n | (person staffing a stand) | υπαίθριος πωλητής επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ |
| (κατά λέξη) | πωλητής σε υπαίθρια αγορά περίφρ |
straddle n | US (finance: type of purchase) | αγορά διπλής οψιόν φρ ως ουσ θηλ |
| | αγορά straddle φρ ως ουσ θηλ |
street market n | (outdoor stalls) | υπαίθρια αγορά φρ ως ουσ θηλ |
| | παζάρι ουσ ουδ |
| (μεταχειρισμένα αντικείμενα) | γιουσουρούμ ουσ ουδ άκλ |
| The weekly street market's a good place to find bargains. |
| Στο παζάρι που γίνεται κάθε εβδομάδα, μπορεί κανείς να βρει προϊόντα σε τιμή ευκαιρίας. |
tout n | UK (ticket scalper) (μεταφορικά: όχι το άτομο) | μαύρη αγορά έκφρ |
| (αρνητική έννοια) | κράχτης ουσ αρσ |
| Tickets have sold out on all the official sites, so we'll have to try and get some from a tout. |
| Τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί σε όλα τους επίσημους ιστότοπους, και έτσι θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια στη μαύρη αγορά. |