WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αγορά market
  marketplace
  purchase
  shopping
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
market n (street stalls)αγορά ουσ θηλ
  λαϊκή αγορά επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)λαϊκή επίθ ως ουσ θηλ
 They set up the market at four o'clock in the morning.
 Έστησαν την αγορά στις τέσσερις το πρωί.
 Έστησαν τη λαϊκή στις τέσσερις το πρωί.
purchasing n (buying) (συχνά στον πληθυντικό)αγορά ουσ θηλ
 The company has a department to deal with all its purchasing.
 Η εταιρεία έχει ένα τμήμα που χειρίζεται όλες τις αγορές της.
marketplace n (market square)αγορά ουσ θηλ
  παζάρι ουσ ουδ
 The village artisans sell their crafts in the marketplace.
mart n (market)αγορά ουσ θηλ
 I'm going to swing by the mart to get some milk; do you need anything?
target market n (intended customers)αγορά ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 We need to define our target market for selling these new leather bags.
agora n (historical: public space)αρχαία αγορά επίθ + ουσ θηλ
  (χρήση σε θεσμικά όργανα)αγορά ουσ θηλ
buying n (purchasing)αγορά ουσ θηλ
 The company specializes in the buying and selling of French wines.
market n (conditions for trade)αγορά ουσ θηλ
 The market for new houses is strong.
 Η αγορά καινούριων ακινήτων είναι ισχυρή.
purchase n (sth bought)αγορά ουσ θηλ
 At the end of his shopping trip, he was very pleased with his purchases.
 Τελειώνοντας την εξόρμησή του στα μαγαζιά ήταν πολύ ικανοποιημένος με τις αγορές του.
conquest n (capture, acquisition)κατάκτηση ουσ θηλ
  αυτό που κερδίζω περίφρ
  αγορά ουσ θηλ
 This antique chest is one of Dale's conquests from the auction.
buy n (bargain) (ευκαιρία)αγορά ουσ θηλ
 This house is a good buy.
 Αυτό το σπίτι είναι καλή αγορά.
market n (demand)αγορά ουσ θηλ
 I think there is a big market for customized motorcycles.
 Πιστεύω πως υπάρχει μεγάλη αγορά για μηχανές.
purchase n uncountable (act of buying) (διαδικασία)αγορά ουσ θηλ
 The purchase went quickly.
 Η αγορά έγινε γρήγορα.
marketplace n figurative (competitive place) (μεταφορικά)αγορά ουσ θηλ
 Academia is a marketplace for ideas.
market n (area of trade)αγορά ουσ θηλ
 The employment market has changed dramatically over the past 30 years.
 Η αγορά εργασίας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 30 χρόνια.
outlet n (market)αγορά ουσ θηλ
 Before you manufacture anything, make sure there is an outlet for it.
 Πριν παράξεις κάτι, βεβαιώσου ότι υπάρχει αγορά για αυτό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
buy n US (a purchase)αγορά ουσ θηλ
 The stock traders made a large buy.
market n (rates of buying and selling)αγορά ουσ θηλ
 The market in Australian dollars is too high today, so don't buy.
 Η αγορά του δολαρίου Αυστραλίας είναι πολύ ψηλά σήμερα, γι' αυτό μην αγοράζεις.
market n abbreviation (finance: stock market)αγορά ουσ θηλ
  (κατά λέξη)χρηματιστηριακή αγορά επίθ + ουσ θηλ
  χρηματιστήριο ουσ ουδ
 The market went down by 2% today.
 Η αγορά σημείωσε πτώση 2% σήμερα.
parade n UK (row of shops)αγορά ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μαγαζιά ουσ ουδ πλ
  (κατά λέξη)μαγαζιά σε σειρά
 Amy walked to the parade to buy a loaf of bread.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
advance purchase n (booking ahead at cheap rate)αγορά εκ των προτέρων περίφρ
  αγορά αρκετό καιρό νωρίτερα περίφρ
 Airlines usually give you a cheaper fare for advance purchase.
aftermarket n US (for car parts) (κατά λέξη)αγορά μη αυθεντικών ανταλλακτικών και εξαρτημάτων
  (καθομιλουμένη)aftermarket, αφτερμάρκετ ουσ ουδ άκλ
arcade n (covered shopping street) (με μαγαζιά)στοά ουσ θηλ
  σκεπαστή αγορά επίθ + ουσ θηλ
 I bought it in a little arcade in London.
bear market n (stock trading)αγορά που υφίσταται κρίση ουσ θηλ
 Oil prices are currently in a bear market.
black market n (illegal trade)μαύρη αγορά εκφρ
 Although it's illegal, many people buy merchandise on the black market. Official economic statistics do not take into account the black market economy.
 Αν και είναι παράνομο, πολλοί αγοράζουν εμπορεύματα στη μαύρη αγορά. Τα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνουν την οικονομία της μαύρης αγοράς.
cattle market n (for buying, selling livestock)χώρος αγοραπωλησίας βοοειδών περίφρ
  αγορά βοοειδών περίφρ
 He sold a herd of cattle at the cattle market.
commercialize sth,
also UK: commercialise sth
vtr
(turn sth into a business)εμπορευματοποιώ ρ μ
  εισάγω στην αγορά περίφρ
  καθιστώ εμπορεύσιμο περίφρ
 A tech company has approached the designer about commercializing his invention.
comparison shopping n (comparing prices)αγορά κατόπιν έρευνας έκφρ
 A little comparison shopping can save you thousands on the price of a new car.
corner the market v expr (dominate trade)μονοπωλώ την αγορά έκφρ
 The company has cornered the market for online book sales.
flea market n (market selling antiques, etc.)υπαίθρια αγορά ουσ θηλ
  γιουσουρούμ, παζάρι ουσ ουδ
Σχόλιο: γιουσουρούμ: ξενικό, άκλιτο
 You can find some real bargains at the local flea market.
 Στην τοπική υπαίθρια αγορά μπορείς να βρεις πραγματικές ευκαιρίες.
the Forum n historical (public space in ancient Rome)Ρωμαϊκή Αγορά επίθ + ουσ θηλ
 The Forum was the heart of ancient Rome.
great value n (well worth the money)καλή αγορά επίθ + ουσ
  συμφέρουσα αγορά επίθ + ουσ
  συμφέρω ρ αμ
 At £4 each, the tickets are great value as they allow unlimited bus travel throughout the day.
 Στις 4 λίρες το ένα, τα εισιτήρια είναι καλή αγορά γιατί σου προσφέρουν απεριόριστες διαδρομές με το λεωφορείο για μια μέρα.
have a corner on vtr idiom (own enough of to control market) (ιδιωματισμός)ελέγχω την αγορά έκφρ
 I tried to have a corner on the silver market by buying low priced contracts, but I failed miserably.
hire purchase n UK (buying sth by installments)αγορά με δόσεις φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δόσεις ουσ θηλ πλ
 Thank goodness for hire purchase; I'd never have been able to buy a new car without it.
 We got our new cooker on hire purchase.
housing market n (property trade)αγορά ακινήτων ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 The housing market suffered a big drop during the financial crisis of 2009.
impulse buy n (spur-of-the-moment purchase)παρορμητική αγορά επίθ + ουσ θηλ
 Candy bars are often placed near checkout registers because they tend to be impulse buys.
job market n (employment available)αγορά εργασίας ουσ θηλ
 Our training courses should match the needs of the job market. The job market's weak right now, with very few positions available even for qualified workers.
 Τα μαθήματα θα έπρεπε να ταιριάζουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η αγορά εργασίας είναι αδύναμη αυτόν τον καιρό και προσφέρει ελάχιστες θέσεις, ακόμη και για άτομα με προσόντα.
market sth vtr (put up for sale)πουλάω, πουλώ ρ μ
  βγάζω στην αγορά, διαθέτω προς πώληση έκφρ
 The coffee shop started marketing their special Christmas drinks in early November.
offer sth for sale v expr (put on the market)εισάγω στην αγορά, διαθέτω προς πώληση έκφρ
 Please offer for sale my share of the project, I need the money for something else.
 Σε παρακαλώ, διέθεσε προς πώληση το δικό μου μερίδιο από το πρότζεκτ καθώς χρειάζομαι τα χρήματα για κάτι άλλο.
preshrink sth vtr (shrink-wash prior to sale) (κλωστοϋφαντουργία)υποβάλλω ύφασμα σε διαδικασία συρρίκνωσης πριν από τη διάθεσή του στην αγορά περίφρ
  υποβάλλω ύφασμα σε διαδικασία προσυστολής περίφρ
rain check n US, informal, figurative (ticket entitling customer to sale price later)κουπόνι για μελλοντική αγορά προϊόντος που είχε έκπτωση αλλά ήταν σε έλλειψη
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται περιφραστικά, ενδεχομένως με μειωμένη ακρίβεια.
 The store was out of the advertised sausages, but they gave me a rain check.
 Τα λουκάνικα της διαφήμισης είχαν τελειώσει αλλά μου έδωσαν κουπόνι για να τα αγοράσω με έκπτωση την επόμενη φορά.
retail vi (to be sold at retail)πωλούμαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)πουλιέμαι ρ αμ
  (κατά λέξη)πωλούμαι στη λιανική αγορά έκφρ
 It retails for twenty dollars.
retail vtr (sell)πουλάω, πουλώ ρ μ
  εμπορεύομαι ρ μ
  (με γενική)είμαι λιανέμπορος ε έκφρ
  (κατά λέξη)πουλάω στη λιανική αγορά έκφρ
 Mrs Sellers now retails shoes.
rising market n (prospering economy, boom)αγορά με ανοδική τάση ουσ θηλ
 You young people forget that a rising market doesn't last forever.
scalp vtr slang (resell, tickets)πουλώ κτ στη μαύρη αγορά περίφρ
seller's market,
sellers' market
n
(low supply and high prices)συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητές έκφρ
 The shortage of housing in our city makes it a real seller's market.
stallholder,
stall-holder
n
(person staffing a stand)υπαίθριος πωλητής επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  (κατά λέξη)πωλητής σε υπαίθρια αγορά περίφρ
straddle n US (finance: type of purchase)αγορά διπλής οψιόν φρ ως ουσ θηλ
  αγορά straddle φρ ως ουσ θηλ
street market n (outdoor stalls)υπαίθρια αγορά φρ ως ουσ θηλ
  παζάρι ουσ ουδ
  (μεταχειρισμένα αντικείμενα)γιουσουρούμ ουσ ουδ άκλ
 The weekly street market's a good place to find bargains.
 Στο παζάρι που γίνεται κάθε εβδομάδα, μπορεί κανείς να βρει προϊόντα σε τιμή ευκαιρίας.
tout n UK (ticket scalper) (μεταφορικά: όχι το άτομο)μαύρη αγορά έκφρ
  (αρνητική έννοια)κράχτης ουσ αρσ
 Tickets have sold out on all the official sites, so we'll have to try and get some from a tout.
 Τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί σε όλα τους επίσημους ιστότοπους, και έτσι θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια στη μαύρη αγορά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αγορά στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αγορά».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!