|
Ο όρος 'άντρας' παραπέμπει στον όρο 'άνδρας'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'άντρας' is cross-referenced with 'άνδρας'. It is in one or more of the lines below. WordReference English-Greek Dictionary © 2024: Κύριες μεταφράσεις |
άντρας | | man |
| | husband |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024: Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού Κύριες μεταφράσεις |
man n | (adult male) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| The name's Chris? Is that a man or a woman? |
| Ονομάζεται Κρις; Άντρας είναι ή γυναίκα; |
husband n | (married man) (παντρεμένος άντρας) | σύζυγος ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | άντρας ουσ αρσ |
| He is her husband. They got married three years ago. |
| Αυτός είναι ο σύζυγός της. Παντρεύτηκαν πριν τρία χρόνια. |
| Αυτός είναι ο άντρας της. Παντρεύτηκαν πριν τρία χρόνια. |
fellow n | informal (man, boy) | τύπος ουσ αρσ |
| (μτφ, συνήθως νέος) | παιδί ουσ ουδ |
| | αγόρι ουσ ουδ |
| (ενήλικας) | άντρας ουσ αρσ |
| He's just some fellow I met on the bus. |
| Είναι απλώς ένας τύπος που γνώρισα στο λεωφορείο. |
chap n | UK (guy) (μεταφορικά) | παιδί ουσ ουδ |
| | νεαρός ουσ αρσ |
| | άντρας ουσ αρσ |
| (απρόσωπο) | τύπος ουσ αρσ |
guy n | informal (man, boy) (καθομιλουμένη) | τύπος ουσ αρσ |
| | άντρας ουσ αρσ |
| (πιο νεαρός) | παιδί ουσ ουδ |
| There is a guy on the corner selling ice cream. |
| Υπάρχει ένα τύπος στη γωνία που πουλά παγωτό. |
male n | (person of male sex) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (λόγιος, επίσημο, παλαιό) | άρρην ουσ αρσ |
| The police received a report of two males fighting. |
| Η αστυνομία έλαβε μια αναφορά για καυγά δύο ανδρών. |
spouse n | (husband, wife) | σύζυγος ουσ αρσ/θηλ |
| (καθομ: ο σύζυγος) | άντρας ουσ αρσ |
| (καθομ: η σύζυγος) | γυναίκα ουσ θηλ |
| Employees can bring their spouses to the company Christmas party. |
| Οι εργαζόμενοι μπορούν να φέρουν τους/τις συζύγους τους στο χριστουγεννιάτικο πάρτυ της εταιρείας. |
hombre n | US, informal, Spanish (man) | άντρας ουσ αρσ |
Σχόλιο: Η ισπανική λέξη δεν χρησιμοποιείται συχνά στα ελληνικά. | | That hombre over at the bar has been asking about you. |
old boy n | US (adult man, especially from South) | άντρας ουσ αρσ |
virile adj | (man: sexually capable) (σεξουαλικά) | ικανός επίθ |
| (μεταφορικά, καθομ) | άντρας ουσ ως επίθ |
| (ανεπίσημο: γόνιμος) | καρπερός επίθ |
| (μεταφορικά, ανεπίσημο) | βαρβάτος επίθ |
| He was virile enough to have fathered five children. |
he n | (male) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (μικρής ηλικίας ή ζώο) | αγόρι ουσ ουδ |
| | αρσενικός επίθ |
| (επίσημο) | αρσενικού φύλου περίφρ |
| Is it a he or a she? |
| Είναι αγόρι ή κορίτσι; |
man n | (person, individual) (αρσενικός ενήλικας) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | τύπος ουσ αρσ |
| That man over there is the one who stole my purse. |
| Αυτός εκεί ο άντρας (or: τύπος) είναι που μου έκλεψε το πορτοφόλι. |
geezer n | UK, slang (man) (αργκό) | τύπος ουσ αρσ |
| | άντρας ουσ αρσ |
| Lucy's new boyfriend seems like a nice enough geezer. |
old man n | informal (boyfriend, husband) | άντρας ουσ αρσ |
| | σύντροφος ουσ αρσ |
| My old man is still at work. |
| Ο άντρας μου είναι ακόμα στην δουλειά. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
man n | informal (husband, boyfriend) (κυριολεκτικά: σύζυγος) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (μεταφορικά: σύντροφος) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | καλός επίθ ως ουσ αρσ |
| Her man fixed the light bulb for her. |
| Ο άντρας της της έφτιαξε τη λάμπα. |
man n | (strong male) (ανεπίσημο) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (ανεπίσημο) | αρσενικό ουσ ουδ |
| Ooh, look at his muscles! He's such a man! |
| Κοίτα τους μύες του! Είναι πολύ άντρας (or: αρσενικό)! |
man n | (male subordinate) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| I have three men working on the project. |
| Έχω τρεις άντρες που δουλεύουν στο έργο. |
man n | (male lover) (κυριολεκτικά: σύζυγος) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (μεταφορικά: σύντροφος) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| Do you have a man, or are you still alone? |
| Βρήκες άντρα ή είσαι ακόμα μόνη σου; |
mister n | informal (husband) (παλαιό) | κύρης ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | άντρας ουσ αρσ |
| Let me see what my mister thinks. |
| Για να δω τι λέει ο κύρης μου. |
jack, man jack n | dated, slang (man) | άντρας ουσ αρσ |
| Every jack is being drafted into the army. |
Σύνθετοι τύποι: |
be a man v expr | figurative (male: show strength) | αντιμετωπίζω κτ σαν άντρας έκφρ |
| | φέρομαι σαν άντρας έκφρ |
| You have to be a man about this, and admit that you made a mistake. |
big boy n | (male child; somewhat mature) | μεγάλο παιδί, μεγάλο αγόρι έκφρ |
| (μεταφορικά) | ολόκληρος άντρας έκφρ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορκά) | κοτζάμ άντρας έκφρ |
elder statesman n | figurative (experienced, respected man) | έμπειρος άντρας επίθ + ουσ αρσ |
| | σεβάσμιος άντρας επίθ + ουσ αρσ |
| The elder statesmen are respected by everyone who works with them. |
grass widow n | (woman whose husband is away) | γυναίκα, της οποίας ο άντρας λείπει μακριά |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. | grown man n | (adult male) | ενήλικας ουσ αρσ |
| (μεταφορικά) | μεγάλος επίθ ως ουσ αρσ |
| (μτφ, εμφατικός τύπος) | ολόκληρος άντρας επίθ + ουσ αρσ |
| His story was so sad, it could make grown men cry. |
he-man n | informal (virile male) | αρρενωπός άντρας επίθ + ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | ματσό άντρας επίθ + ουσ αρσ |
househusband, also UK: house husband n | (married man who is a homemaker) | άντρας που ασχολείται με το σπίτι, άντρας που έχει αναλάβει το νοικοκυριό. έκφρ |
| (καθομ: για άντρα) | νοικοκυρά ουσ θηλ |
Σχόλιο: Ο όρος νοικοκυρά αναφέρεται κανονικά σε γυναίκες. Για άντρες χρησιμοποιείται χιουμοριστικά και μπορεί να θεωρηθεί και προσβλητικός, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. | in drag adj | (performer: cross-dressing) (για άντρα) | ντυμένος γυναίκα φρ ως επίθ |
| (για γυναίκα) | ντυμένη άντρας φρ ως επίθ |
| He came onstage in drag and performed a number of show tunes. |
like a man adv | (in a masculine way) | σαν άντρας φρ ως επίρ |
| (επίσημο) | ανδροπρεπώς επίρ |
| She walks like a man. |
like a man adv | informal, figurative (with stoicism) | σαν άντρας φρ ως επίρ |
| Ben gritted his teeth and prepared to take his punishment like a man. |
little fellow n | informal (small man) (καθομιλουμένη) | μικρόσωμος άντρας, κοντούλης έκφρ |
| Who is that little fellow standing next to your mother? |
man of the house n | (responsible head of household) | ο άντρας του σπιτιού φρ ως ουσ αρσ |
| Jim became man of the house after his father died. |
manly man n | informal (confident and very masculine male) | αρρενωπός άντρας επίθ + ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | και πολύ άντρας εκφρ |
married man n | (man who is sb's husband) | παντρεμένος μτχ πρκ |
| (κατά λέξη) | παντρεμένος άνδρας, παντρεμένος άντρας περίφρ |
| Don't you dare flirt with him! He's a married man! |
mature man n | (middle-aged male) (μεταφορικά) | ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας επίθ + ουσ αρσ |
milksop n | dated (feeble or effeminate person) | βουτυρόπαιδο ουσ ουδ |
| | αδύναμο άτομο |
| | θηλυπρεπής άντρας |
nephew-in-law n | (niece's husband) | ανιψιός εξ αγχιστείας, ανεψιός εξ αγχιστείας περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | ο άντρας της ανιψιάς μου περίφρ |
| My nephew-in-law is coming over to watch the game. |
old man n | (elderly male) | ηλικιωμένος άντρας, ηλικιωμένος κύριος επίθ + ουσ αρσ |
| | ηλικιωμένος επίθ ως ουσ αρσ |
| The old man was slow to cross the street. |
| Ο ηλικιωμένος άντρας περνούσε αργά τον δρόμο. |
real man n | figurative (adult male who is strong and masculine) (μεταφορικά) | αληθινός άντρας, σωστός άντρας επίθ + ουσ αρσ |
| Well, he certainly acts like a real man, yes. | | Real men aren't afraid to express their feelings in public. |
robust fellow n | informal (strong man in good health) | εύρωστος άντρας ουσ αρσ |
Samson n | figurative (very strong man) | ρωμαλέος άντρας περίφρ |
Saudi n | (person from Saudi Arabia) | Σαουδάραβας, Σαουδαράβισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | άντρας από τη Σαουδική Αραβία περίφρ |
| | γυναίκα από τη Σαουδική Αραβία περίφρ |
| There are two Saudis in Rachel's English class. |
single man n | (adult male without a partner) | ελεύθερος άντρας, εργένης έκφρ |
| Are there any single men here tonight? |
strong man n | (man: physically strong) | δυνατός άντρας ουσ αρσ |
Σχόλιο: η μετάφραση εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης | | In times of war, a nation will often back a strongman, believing that the "tough guy" can help see them through. |
strong man, strongman n | (male physical performer) | δυνατός άντρας ουσ αρσ |
Σχόλιο: η μετάφραση εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης | supremo n | UK, informal (powerful man) | ισχυρός άνδρας, ισχυρός άντρας επίθ + ουσ αρσ |
Σχόλιο: Συχνά, συναντάται μέσα σε εισαγωγικά. | | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πριν γίνει ο ισχυρός άντρας της εταιρείας, εργαζόταν εκεί ως απλός υπάλληλος. |
tough guy n | informal (man: macho, aggressive) | σκληρός επίθ |
| (καθομιλουμένη) | κακό παιδί επίθ + ουσ ουδ |
| (μεταφορικά, καθομιλουμένη) | και πολύ άντρας έκφρ |
| He wants everyone to think he's a tough guy. |
working man n | (male who has a job) | εργαζόμενος άντρας επίθ + ουσ αρσ |
| | εργαζόμενος ουσ αρσ |
workingman, working man n | (working-class adult male) | άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη περίφρ |
| (χειρονακτική εργασία) | εργάτης ουσ αρσ |
young man n | (male child or youthful adult) | νέος άντρας ουσ αρσ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024: Κύριες μεταφράσεις |
άνδρας, άντρας | | man |
| | husband |
| | guy |
| | macho |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024: Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού Κύριες μεταφράσεις |
man n | (adult male) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| The name's Chris? Is that a man or a woman? |
| Ονομάζεται Κρις; Άντρας είναι ή γυναίκα; |
male n | (person of male sex) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (λόγιος, επίσημο, παλαιό) | άρρην ουσ αρσ |
| The police received a report of two males fighting. |
| Η αστυνομία έλαβε μια αναφορά για καυγά δύο ανδρών. |
he n | (male) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (μικρής ηλικίας ή ζώο) | αγόρι ουσ ουδ |
| | αρσενικός επίθ |
| (επίσημο) | αρσενικού φύλου περίφρ |
| Is it a he or a she? |
| Είναι αγόρι ή κορίτσι; |
man n | (person, individual) (αρσενικός ενήλικας) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | τύπος ουσ αρσ |
| That man over there is the one who stole my purse. |
| Αυτός εκεί ο άντρας (or: τύπος) είναι που μου έκλεψε το πορτοφόλι. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
man n | informal (husband, boyfriend) (κυριολεκτικά: σύζυγος) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (μεταφορικά: σύντροφος) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | καλός επίθ ως ουσ αρσ |
| Her man fixed the light bulb for her. |
| Ο άντρας της της έφτιαξε τη λάμπα. |
man n | (strong male) (ανεπίσημο) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (ανεπίσημο) | αρσενικό ουσ ουδ |
| Ooh, look at his muscles! He's such a man! |
| Κοίτα τους μύες του! Είναι πολύ άντρας (or: αρσενικό)! |
man n | (male subordinate) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| I have three men working on the project. |
| Έχω τρεις άντρες που δουλεύουν στο έργο. |
man n | (male lover) (κυριολεκτικά: σύζυγος) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| (μεταφορικά: σύντροφος) | άντρας, άνδρας ουσ αρσ |
| Do you have a man, or are you still alone? |
| Βρήκες άντρα ή είσαι ακόμα μόνη σου; |
|
|