WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
άνδρας,
άντρας
man
  husband
  guy
  macho
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
man n (adult male)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
 The name's Chris? Is that a man or a woman?
 Ονομάζεται Κρις; Άντρας είναι ή γυναίκα;
male n (person of male sex)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
  (λόγιος, επίσημο, παλαιό)άρρην ουσ αρσ
 The police received a report of two males fighting.
 Η αστυνομία έλαβε μια αναφορά για καυγά δύο ανδρών.
he n (male)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
  (μικρής ηλικίας ή ζώο)αγόρι ουσ ουδ
  αρσενικός επίθ
  (επίσημο)αρσενικού φύλου περίφρ
 Is it a he or a she?
 Είναι αγόρι ή κορίτσι;
man n (person, individual) (αρσενικός ενήλικας)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)τύπος ουσ αρσ
 That man over there is the one who stole my purse.
 Αυτός εκεί ο άντρας (or: τύπος) είναι που μου έκλεψε το πορτοφόλι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
man n informal (husband, boyfriend) (κυριολεκτικά: σύζυγος)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
  (μεταφορικά: σύντροφος)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)καλός επίθ ως ουσ αρσ
 Her man fixed the light bulb for her.
 Ο άντρας της της έφτιαξε τη λάμπα.
man n (strong male) (ανεπίσημο)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
  (ανεπίσημο)αρσενικό ουσ ουδ
 Ooh, look at his muscles! He's such a man!
 Κοίτα τους μύες του! Είναι πολύ άντρας (or: αρσενικό)!
man n (male subordinate)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
 I have three men working on the project.
 Έχω τρεις άντρες που δουλεύουν στο έργο.
man n (male lover) (κυριολεκτικά: σύζυγος)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
  (μεταφορικά: σύντροφος)άντρας, άνδρας ουσ αρσ
 Do you have a man, or are you still alone?
 Βρήκες άντρα ή είσαι ακόμα μόνη σου;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
BM n US, initialism (black male)μαύρος άνδρας επίθ + ουσ αρσ
gent n abbr (gentleman, courteous man) (συντόμευση)κύριος ουσ αρσ
  ευγενικός, ευπρεπής άνδρας ουσ αρσ
great man n (notable, influential man)μεγάλος άνδρας έκφρ
 Napoleon was a great man, although not in terms of stature.
married man n (man who is sb's husband)παντρεμένος μτχ πρκ
  (κατά λέξη)παντρεμένος άνδρας, παντρεμένος άντρας περίφρ
 Don't you dare flirt with him! He's a married man!
mature man n (middle-aged male) (μεταφορικά)ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας επίθ + ουσ αρσ
stag n figurative (unaccompanied man)ασυνόδευτος άνδρας περίφρ
supremo n UK, informal (powerful man)ισχυρός άνδρας, ισχυρός άντρας επίθ + ουσ αρσ
Σχόλιο: Συχνά, συναντάται μέσα σε εισαγωγικά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πριν γίνει ο ισχυρός άντρας της εταιρείας, εργαζόταν εκεί ως απλός υπάλληλος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση άνδρας στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «άνδρας».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!