|
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού WordReference English-Greek Dictionary © 2024: Κύριες μεταφράσεις |
binder clip (US), bulldog clip (UK) n | (fastening device) | πιάστρα ουσ θηλ |
| | πιαστράκι, μανταλάκι ουσ ουδ |
| | κλιπ ουσ ουδ άκλ |
clip n | (device for holding objects together) | κλιπ ουσ ουδ άλκ |
clip n | (fastener for documents, etc.) | κλιπ ουσ ουδ άκλ |
| | κλιψάκι ουσ ουδ |
| (μόνο για χαρτιά) | συνδετήρας ουσ αρσ |
| I accidentally pinched my finger in the clip. |
| Κατά λάθος τρύπησα το δάκτυλό μου με τον συνδετήρα. |
clip n | (video extract) | βίντεο ουσ ουδ άκλ |
| | βιντεάκι ουσ ουδ |
| (μικρής διαρκειας) | κλιπ ουσ ουδ άκλ |
| (μικρής διαρκειας) | κλιπάκι ουσ ουδ |
| The class watched a short clip about the solar system. |
| Η τάξη είδε ένα μικρό βίντεο για το ηλιακό σύστημα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
binder n | (sth that ties, fastens together) (ξενικό) | κλιπ ουσ ουδ πλ |
| | συνδετήρας ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | πιάστρα, πιαστράκι ουσ θηλ |
| Use this rubber band as a binder for the fliers. |
| Χρησιμοποίησε αυτό το λαστιχάκι σαν κλιπ για να συγκρατήσεις τα φυλλάδια. |
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού WordReference English-Greek Dictionary © 2024: Κύριες μεταφράσεις |
binder clip (US), bulldog clip (UK) n | (fastening device) | πιάστρα ουσ θηλ |
| | πιαστράκι, μανταλάκι ουσ ουδ |
| | κλιπ ουσ ουδ άκλ |
clip n | (device for holding objects together) | κλιπ ουσ ουδ άλκ |
clip n | (fastener for documents, etc.) | κλιπ ουσ ουδ άκλ |
| | κλιψάκι ουσ ουδ |
| (μόνο για χαρτιά) | συνδετήρας ουσ αρσ |
| I accidentally pinched my finger in the clip. |
| Κατά λάθος τρύπησα το δάκτυλό μου με τον συνδετήρα. |
clip n | (video extract) | βίντεο ουσ ουδ άκλ |
| | βιντεάκι ουσ ουδ |
| (μικρής διαρκειας) | κλιπ ουσ ουδ άκλ |
| (μικρής διαρκειας) | κλιπάκι ουσ ουδ |
| The class watched a short clip about the solar system. |
| Η τάξη είδε ένα μικρό βίντεο για το ηλιακό σύστημα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
binder n | (sth that ties, fastens together) (ξενικό) | κλιπ ουσ ουδ πλ |
| | συνδετήρας ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | πιάστρα, πιαστράκι ουσ θηλ |
| Use this rubber band as a binder for the fliers. |
| Χρησιμοποίησε αυτό το λαστιχάκι σαν κλιπ για να συγκρατήσεις τα φυλλάδια. |
|
|