Κύριες μεταφράσεις |
prompt adj | (quick) | γρήγορος, ταχύς, άμεσος επίθ |
| (στην ώρα του) | έγκαιρος επίθ |
| I had to call a plumber last week, and I was very impressed at how prompt his response was. |
| Χρειάστηκε να φωνάξω έναν υδραυλικό την περασμένη εβδομάδα και εντυπωσιάστηκα πολύ από το πόσο άμεση ήταν η ανταπόκρισή του. |
prompt n | (theater: cue) | υπενθύμιση ουσ θηλ |
| | υπόδειξη ουσ θηλ |
| Mary forgot her line and needed a prompt. |
| Η Μαίρη ξέχασε την ατάκα της και χρειάστηκε μια υπόδειξη. |
prompt [sb]⇒ vtr | (give a cue to [sb]) | υπενθυμίζω την ατάκα σε κπ περίφρ |
| (πιο γενικά) | βοηθάω, βοηθώ ρ μ |
| When Ian forgot his line, the stage manager prompted him. |
| Όταν ο Ίαν ξέχασε την ατάκα του, του την υπενθύμισε ο διευθυντής της σκηνής. |
prompt [sb] vtr | (refresh [sb]'s memory) | βοηθάω, βοηθώ ρ μ |
| | υπενθυμίζω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| When Gary couldn't remember the word, his teacher prompted him. |
| Όταν Γκάρι δεν μπορούσε να θυμηθεί τη λέξη, του την υπενθύμισε ο δάσκαλός του. |
prompt [sb] to do [sth] v expr | (encourage [sb] to do [sth]) (κπ να κάνει κτ) | παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω ρ μ |
| It was James's mother who prompted him to apply for university courses. |
| Η μητέρα του Τζέιμς ήταν εκείνη που τον παρακίνησε να κάνει αίτηση για μαθήματα στο πανεπιστήμιο. |
prompt adv | informal (punctually) | ακριβώς επίρ |
| (καθομιλουμένη) | στην ώρα μου περίφρ |
| Be there at twelve noon, prompt. |
| Να είσαι εκεί στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς. |
prompt n | (computing: request for input) | εντολή ουσ θηλ |
| At the prompt, enter a search term. |