prompt

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈprɒmpt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/prɑmpt/ ,USA pronunciation: respelling(prompt)

Inflections of 'prompt' (adj):
prompter
adj comparative
promptest
adj superlative

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prompt adj (quick)γρήγορος, ταχύς, άμεσος επίθ
  (στην ώρα του)έγκαιρος επίθ
 I had to call a plumber last week, and I was very impressed at how prompt his response was.
 Χρειάστηκε να φωνάξω έναν υδραυλικό την περασμένη εβδομάδα και εντυπωσιάστηκα πολύ από το πόσο άμεση ήταν η ανταπόκρισή του.
prompt n (theater: cue)υπενθύμιση ουσ θηλ
  υπόδειξη ουσ θηλ
 Mary forgot her line and needed a prompt.
 Η Μαίρη ξέχασε την ατάκα της και χρειάστηκε μια υπόδειξη.
prompt [sb] vtr (give a cue to [sb])υπενθυμίζω την ατάκα σε κπ περίφρ
  (πιο γενικά)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
 When Ian forgot his line, the stage manager prompted him.
 Όταν ο Ίαν ξέχασε την ατάκα του, του την υπενθύμισε ο διευθυντής της σκηνής.
prompt [sb] vtr (refresh [sb]'s memory)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
  υπενθυμίζω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 When Gary couldn't remember the word, his teacher prompted him.
 Όταν Γκάρι δεν μπορούσε να θυμηθεί τη λέξη, του την υπενθύμισε ο δάσκαλός του.
prompt [sb] to do [sth] v expr (encourage [sb] to do [sth](κπ να κάνει κτ)παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω ρ μ
 It was James's mother who prompted him to apply for university courses.
 Η μητέρα του Τζέιμς ήταν εκείνη που τον παρακίνησε να κάνει αίτηση για μαθήματα στο πανεπιστήμιο.
prompt adv informal (punctually)ακριβώς επίρ
  (καθομιλουμένη)στην ώρα μου περίφρ
 Be there at twelve noon, prompt.
 Να είσαι εκεί στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς.
prompt n (computing: request for input)εντολή ουσ θηλ
 At the prompt, enter a search term.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prompt n (cue to elicit response)υπενθύμιση ουσ θηλ
  παρακίνηση ουσ θηλ
 The teacher used prompts to encourage the students to use the new vocabulary they had learned.
prompt n (stimulus)κίνητρο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)σπρώξιμο ουσ ουδ
 The lack of business this month was just the prompt Olivia needed to start building a marketing strategy.
prompt n US (writing topic) (έκθεσης)θέμα ουσ ουδ
prompt [sth] vtr (give rise to)προκαλώ, επιφέρω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεσηκώνω ρ μ
 The minister's resignation is bound to prompt debate as to the reasons behind it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
writing prompt n US (topic to write about)θέμα έκθεσης φρ ως ουσ ουδ
  θέμα γραπτού κειμένου φρ ως ουσ ουδ
  (πιο απλά)θέμα ουσ ουδ
 The literature teacher assigned a writing prompt about one of Joseph Conrad's novels.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'prompt' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [helped, opened the door for] her without prompt, without prompt, he [carried on, pressed ahead], needed a prompt [to, before], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση prompt στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «prompt».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!