pension

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɛnʃən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈpɛnʃən/ ,USA pronunciation: respelling(penshən; Fr.n syôn for 3)

Inflections of 'pension' (n): npl: pensions

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pension n (retirement money)σύνταξη ουσ θηλ
 Brian's pension isn't huge, but it's enough for him to live on.
 Η σύνταξη του Μπράιαν δεν είναι τεράστια, αλλά είναι αρκετή για να τα βγάζει πέρα.
pension n US (cheap European hotel)πανσιόν ουσ θηλ άκλ
  ξενώνας, πανδοχείο ουσ ουδ
 Susan and James stayed at a small pension in Florence.
 Η Σούζαν και ο Τζέιμς έμειναν σε μια μικρή πανσιόν στη Φλωρεντία.
pension n US (room and board) (παλαιότερος τύπος)πανσιόν ουσ θηλ άκλ
  πακέτο διαμονής με διατροφή περίφρ
Σχόλιο: Συνήθως στις εκφράσεις φουλ πανσιόν (πλήρης διατροφή) και ντεμί πανσιόν (ημιδιατροφή).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pension vtr (grant a pension to)συνταξιοδοτώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)βγάζω κπ στη σύνταξη περίφρ
 The company will pension you when you reach the age of sixty.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
pension [sb] off vtr phrasal sep (make [sb] retire with pension)συνταξιοδοτώ ρ μ
  βγάζω κπ στη σύνταξη περίφρ
  (παρά τη θέλησή του)κάνω κπ να βγει στη σύνταξη περίφρ
 They thought he was getting too old for the job, so they pensioned him off.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
old-age pension n UK (retirement payment)σύνταξη γήρατος φρ ως ουσ θηλ
pension fund n (econ: retirement money)συνταξιοδοτικό ταμείο επίθ + ουσ ουδ
pension plan n (econ: retirement money)συνταξιοδοτικό σχήμα, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα επίθ + ουσ ουδ
pension provision n (financial plan for retirement)συνταξιοδοτικό σύστημα φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)συνταξιοδοτικό επίθ ως ουσ ουδ
pension scheme n (savings fund for retirement)συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ουσ ουδ
pension trust n (financial plan for retirement)συνταξιοδοτικό πρόγραμμα φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pension' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: had a pension plan, a pension fund, [locked into, come up with] a pension scheme, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pension στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pension».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!