online

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɒnˈlaɪn/

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
online,
on-line
adv
(connected to internet) (καθομιλουμένη)online, on-line επίρ
  διαδικτυακά επίρ
  από το διαδίκτυο, από το δίκτυο, από το ίντερνετ, από το Internet ρ αμ
  στο διαδίκτυο, στο δίκτυο, στο ίντερνετ, στο Internet ρ έκφρ
 More and more people are starting to shop online.
online,
on-line
adj
(connected to internet)συνδεδεμένος μτχ πρκ
  σε σύνδεση περίφρ
  (καθομιλουμένη)online, ονλάιν επίθ άκλ
 Sharon downloaded the album so that she wouldn't have to be online to listen to it.
online,
on-line
adj
(found on the internet)διαδικτυακός, ηλεκτρονικός επίθ
  (καθομιλουμένη)online, ονλάιν επίθ άκλ
 You can try the online support.
 Μπορείς να δοκιμάσεις την διαδικτυακή υποστήριξη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
online,
on-line
adj
UK (in operation)σε λειτουργία περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
go online,
go on-line
vi + adv
(connect to internet)συνδέομαι στο διαδίκτυο περίφρ
  συνδέομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)μπαίνω στο ίντερνετ περίφρ
  μπαίνω ρ αμ
go online vi + adv (become operational)κυκλοφορώ ρ αμ
  αναρτώμαι ρ αμ
  αρχίζω να λειτουργώ έκφρ
massive open online course n (MOOC: online open-access course)μαζικά ανοικτά διαδικτυακά μαθήματα φρ ως ουσ ουδ πλ
MOOC n acronym (massive open online course)μαζικά ανοικτά διαδικτυακά μαθήματα φρ ως ουσ ουδ πλ
online banking,
on-line banking,
e-banking,
UK: internet banking
n
(access to bank via internet)online banking ουσ ουδ άκλ
  διαδικτυακή τραπεζική επίθ + ουσ θηλ
  διαδικτυακές τραπεζικές συναλλαγές, online τραπεζικές συναλλαγές περίφρ
  τραπεζικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου περίφρ
 Online banking certainly makes bill paying much faster and cheaper than before. I don't receive paper statements any more now I've got internet banking
online store (US),
online shop (UK)
n
(internet shop)ηλεκτρονικό κατάστημα επίθ + ουσ ουδ
  online κατάστημα επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'online' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: an online [publisher, casino, store], online [payments, transactions, banking, shopping], online advertising (firms), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση online στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «online».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!