Ο Ηλιος είναι ένα μέσο αστέρι, όμοιο με τα δισεκατομμύρια αστέρια του Γαλαξία μας. Η ιδιαιτερότητά του βρίσκεται στο ότι είναι το πλησιέστερο στη Γη αστέρι και ως εκ τούτου αποτελεί μια μοναδική πηγή ενέργειας και φωτός, η οποία ρυθμίζει και συντηρεί τη ζωή στον πλανήτη μας. Οπως βέβαια όλα τα αστέρια, υφίσταται και αυτός αλλαγές σε διάφορες χρονικές κλίμακες, από μερικά δευτερόλεπτα ως και αιώνες, οι οποίες έχουν άμεσες επιδράσεις τόσο στο κοντινό μας Διάστημα όσο και στην ίδια τη Γη. Οι αλλαγές αυτές γίνονται αντιληπτές από τις μεταβολές της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και των σωματιδίων που εκπέμπει και σηματοδοτούν τις εναλλαγές της ηλιακής δραστηριότητας που χαρακτηρίζονται από περιόδους ηρεμίας ή περιόδους έντονων φαινομένων. Πολλές μάλιστα από αυτές εμφανίζουν περίπου περιοδική συμπεριφορά, με ελάχιστα και μέγιστα να εναλλάσσονται ανά περίπου 11, 22, 80, 200, αλλά και περισσότερα χρόνια. Μια τέτοια περιοδική συμπεριφορά παρουσιάζει και η εμφάνιση διαφόρων σχηματισμών πάνω στην επιφάνεια του Ηλιου. Οι πιο γνωστοί σχηματισμοί, που χρησιμοποιούνται ως δείκτες της ηλιακής δραστηριότητας, είναι οι ηλιακές κηλίδες, κυρίως γιατί ο αριθμός τους άρχισε να καταμετρείται σχεδόν σε καθημερινή βάση, άρα να μας είναι γνωστός, από τον 16ο αιώνα με την εμφάνιση του τηλεσκοπίου.

Οι κηλίδες είναι σκοτεινοί, ψυχροί σχηματισμοί των οποίων το μέγεθος, τις περισσότερες φορές, υπερβαίνει κατά πολύ το μέγεθος της Γης. Πρώτος ο γερμανός αστρονόμος Ηeinrich Schwabe, στα μέσα του 1800, ανακάλυψε ότι ο αριθμός τους φτάνει σε ένα μέγιστο που ακολουθείται από ένα ελάχιστο με μια περιοδικότητα περίπου 11 χρόνων. Η διάρκεια αυτή ονομάζεται ηλιακός κύκλος. Οφείλουμε βέβαια να πούμε ότι το 11 δεν αποτελεί έναν μαγικό αριθμό, καθώς υπάρχουν κύκλοι που έχουν διαρκέσει 9 χρόνια και άλλοι που έχουν διαρκέσει 14 χρόνια. Η περιοδική αυτή συμπεριφορά παραμένει λίγο- πολύ σταθερή για περισσότερο από 200 χρόνια.

Κατά τη διάρκεια του ηλιακού μεγίστου παρατηρείται, εκτός από την αύξηση του αριθμού των κηλίδων, και αύξηση του αριθμού άλλων ιδιαίτερα έντονων φαινομένων, όπως οι εκλάμψεις ή οι στεμματικές εκτινάξεις μάζας. Τα φαινόμενα αυτά, μέσω των οποίων εκτοξεύονται και φορτισμένα σωματίδια στον διαπλανητικό χώρο, είναι δυνατόν να προκαλέσουν δραματικά φαινόμενα στο διαστημικό περιβάλλον της Γης, αλλά και στην ίδια τη Γη. Ετσι όταν γίνονται ιδιαίτερα έντονα είναι δυνατόν να προκαλέσουν βλάβες σε ηλεκτρονικά εξαρτήματα διαστημοπλοίων, αλλά και να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των αστροναυτών. Οι τηλεπικοινωνίες μέσω δορυφόρων, η σε μεγάλη απόσταση μετάδοση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, συστήματα πλοήγησης, δίκτυα ηλεκτροδότησης είναι δυνατόν να υποστούν διακοπές ή και σοβαρές ως και ανεπανόρθωτες βλάβες. Καθώς πλέον όλο και περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες, τόσο πολιτικές όσο και στρατιωτικές, εξαρτώνται από τη χρήση του Διαστήματος, είναι φανερό ότι καθίσταται επιτακτική η ανάγκη παρατήρησης και κατανόησης των μεταβολών της ηλιακής δραστηριότητας, αλλά και η δυνατότητα πρόβλεψής τους.

Για τους λόγους αυτούς οι επιστήμονες συστηματικά παρατηρούν και καταγράφουν την ηλιακή συμπεριφορά. Από αυτές τις παρατηρήσεις έχει εντοπιστεί τα τελευταία χρόνια ένα φαινόμενο, που τους έχει προβληματίσει. Ποιο είναι αυτό; Μετά το 2000-01, οπότε και παρατηρήθηκε ένα μέγιστο στην ηλιακή δραστηριότητα, θα έπρεπε, σύμφωνα με τις προβλέψεις, να έχει παρατηρηθεί ένα ελάχιστο κατά το 2007 και κατόπιν να έχει αρχίσει κάποια εμφανής ηλιακή δραστηριότητα. Αντί γι΄ αυτό, ζούμε μια παρατεταμένη περίοδο ηλιακής ηρεμίας, καθώς κατά τη διάρκεια των 366 ημερών του 2008 δεν παρατηρήθηκαν κηλίδες τις 266 ημέρες (ποσοστό 73%). Αν θέλαμε να βρούμε έναν χρόνο με περισσότερες ημέρες χωρίς την παρουσία κηλίδων θα έπρεπε να γυρίσουμε πίσω, στο 1913, έτος κατά το οποίο μετρήθηκαν 311 ημέρες χωρίς κηλίδες. Ισως μάλιστα η περίοδος του ελαχίστου, που ζούμε στις μέρες μας, να παραταθεί κατά πολύ ακόμη, καθώς ως τις 14 Μαΐου του 2009 δεν υπήρχαν κηλίδες στον Ηλιο τις 115 από τις 134 ημέρες (ποσοστό 86%).

Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι ζούμε ένα από τα μεγαλύτερης διάρκειας ελάχιστα της ηλιακής δραστηριότητας των τελευταίων σχεδόν 100 χρόνων. Μάλιστα εκτός από την έλλειψη κηλίδων, μετρήσεις από το διαστημόπλοιο Ulysses δείχνουν μια μείωση της τάξεως του 20% στην πίεση του ηλιακού ανέμου από τα μέσα του 1990. Η πίεση αυτή έχει αγγίξει τη χαμηλότερη τιμή της από το 1960, οπότε και άρχισαν αυτές οι μετρήσεις. Η μείωση της πίεσης του ηλιακού ανέμου έχει ως συνέπεια την αύξηση της κοσμικής ακτινοβολίας που φτάνει στη Γη, η οποία με τη σειρά της έχει βρεθεί ότι σχετίζεται άμεσα με τη δημιουργία νεφών. Μετρήσεις από διαστημόπλοια της ΝΑSΑ έχουν δείξει επίσης ότι από το 1966 η ακτινοβολία του Ηλιου στο ορατό έχει ελαττωθεί κατά 0,02% και στο υπεριώδες κατά 6%. Τέλος μετρήσεις από ραδιοτηλεσκόπια δείχνουν ότι η ακτινοβολία του Ηλιου στα ραδιοκύματα έχει αγγίξει τη χαμηλότερη τιμή της από το 1955. Ολα αυτά τα ελάχιστα αποτελούν ένα ενδιαφέρον αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, καθώς σε όλη τη διάρκεια της «διαστημικής» λεγόμενης εποχής, η οποία άρχισε γύρω στο 1950, δεν έχουν παρατηρηθεί ξανά.

Η συμπεριφορά αυτή παρατεταμένης έλλειψης ηλιακής δραστηριότητας δεν είναι βέβαια πρωτόγνωρη. Ηλιακά ελάχιστα, ίσως και μεγαλύτερης διάρκειας, είχαν συμβεί και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το 1901 και το 1913. Ακόμη μεγαλύτερης διάρκειας είχαν συμβεί πριν από 200 χρόνια περίπου, από το 1790 ως το 1830, περίοδος που είναι γνωστή ως ελάχιστo του Dalton, ενώ μία ακόμη μεγαλύτερης διάρκειας περίοδος, η οποία είναι γνωστή ως ελάχιστο του Μaunder, είχε συμβεί από το 1645 ως το 1715. Το πλέον αξιοπερίεργο είναι ότι κατά τις περιόδους αυτές είχαμε χαρακτηριστικά ψυχρές κλιματικές περιόδους στη Γη. Μάλιστα όσον αφορά την τελευταία περίοδο, πολλές ιστορικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για μια «παγωμένη» Ευρώπη, καθώς οι θερμοκρασίες που επικρατούσαν ήταν αρκετά μικρότερες από τις σημερινές, ενώ έχει γίνει γνωστή ως «Μικρή εποχή των παγετώνων».

Δεν είναι λοιπόν περίεργο το ότι υπάρχουν επιστήμονες που εκφράζουν την εικασία, έστω, ότι το παρατεταμένο ηλιακό ελάχιστο είναι πιθανόν να έχει τη δυνατότητα να σταματήσει την αύξηση της θερμοκρασίας της Γης που προκαλείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα ή και να την αντιστρέψει. Δυστυχώς σήμερα δεν είμαστε σε θέση να πούμε τι πρόκειται να συμβεί. Τα διάφορα μοντέλα σχετικά με το πότε θα τελειώσει το ηλιακό ελάχιστο, πότε και πόσο μεγάλο θα είναι το επόμενο ηλιακό μέγιστο και πόσο σημαντική είναι η επίδραση του Ηλιου στην κλιματική αλλαγή δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Και αυτό γιατί βασίζονται σε πολλές υποθέσεις, καθώς δεν γνωρίζουμε ακόμη με βεβαιότητα τη φυσική που βρίσκεται πίσω από αυτά τα φαινόμενα. Και, όπως είναι γνωστό, επιβεβαίωση ή διάψευση των υποθέσεων προσφέρει μόνο η πειραματική επαλήθευση, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αφού ζήσουμε τα φαινόμενα. Ως τότε καλό είναι να μην περιμένουμε τον «από μηχανής θεό»- τον Ηλιο- να μας λύσει τα προβλήματα που εμείς οι άνθρωποι δημιουργούμε στη Γη.

Η Δρ Γεωργία Τσιροπούλα είναι ερευνήτρια στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.