Ευ ζην: Επέλεξαν τη ζωή στην ύπαιθρο αφήνοντας πίσω τους την Καλαμάτα

Ευ ζην: Επέλεξαν τη ζωή στην ύπαιθρο αφήνοντας πίσω τους την Καλαμάτα

Ένα χρόνο αργότερα δύο άνθρωποι μιλούν στο «Θ» για την απόφασή τους να ζήσουν μακριά από την πόλη

Κάποτε υπήρχε η τάση πολλοί να εγκαταλείπουν την επαρχία, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στα μεγάλα αστικά κέντρα, λόγω των περισσότερων ευκαιριών που τους δίνονταν εκεί.

Κάποιες δεκαετίες αργότερα, όμως, το φαινόμενο μάλλον αντιστρέφεται, αφού η άτακτη σώρευση του πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις συνδέθηκε άμεσα με την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Έτσι, αρκετοί επιλέγουν σταδιακά την επιστροφή τους στο χωριό και την ύπαιθρο, καθώς αυτό μπορεί να τους εξασφαλίσει μια πιο ήσυχη ζωή, μακριά από τους γρήγορους ρυθμούς των αστικών κέντρων.

Σε επίπεδο Μεσσηνίας, το «Θ» μίλησε με δύο ανθρώπους που πήραν τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψουν την Καλαμάτα για να εγκατασταθούν σε χωριό. Ζητώντας τους να μας μιλήσουν για αυτή την επιλογή, δηλώνουν ότι τους δικαιώνει σε απόλυτο βαθμό.

Από την Καλαμάτα στον Ανεμόμυλο

Για την κα Αιμιλία Ζερβάκη η αποχώρηση από την Καλαμάτα και η εγκατάστασή της στον Ανεμόμυλο είναι μια επιλογή που συνδέεται με μια πιο ήσυχη ζωή, κοντά στη φύση, για την ίδια και την οικογένειά της.

Μιλώντας για τη ζωή τους τον τελευταίο έναν χρόνο, οπότε επέλεξαν την «έξοδό» τους από την πόλη, σημειώνει: «Η ανάγκη να ζήσουμε κοντά στη φύση μάς έκανε να πάρουμε αυτή την απόφαση. Αυτή ήταν η βασική αρχή: ότι αγαπάμε πάρα πολύ τα ζώα, οπότε εδώ μπορούμε να είμαστε με οκτώ σκυλιά, έξι γάτες, ένα άλογο κι ένα γαϊδούρι».

Αναφερόμενη στο κατά πόσο μια τέτοια απόφαση μπορεί να συνδυαστεί εύκολα με την ταυτόχρονη συνέχιση του επαγγέλματός της, η κα Ζερβάκη εξηγεί: «Μια ιδέα είναι όλα! Συνεχίζω να δουλεύω στην Καλαμάτα προς την οποία μετακινούμαι καθημερινά, διανύοντας μια απόσταση περίπου είκοσι λεπτών. Στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι φοβερό όπως το έχουν οι περισσότεροι στο μυαλό τους».

Όσο για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της διαβίωσης στο χωριό, επισημαίνει: «Κοιτάξτε, τα πλεονεκτήματα είναι πολύ περισσότερα των μειονεκτημάτων, δεν το συζητώ. Κατ’ αρχάς, για εμάς καταγράφεται ως άκρως θετικό το γεγονός ότι εδώ ζει κανείς μόνος, χωρίς να υπάρχουν γείτονες πάνω – κάτω και δίπλα. Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι στο χωριό μάς έχουν δεχτεί με πολύ καλό τρόπο. Δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει κάτι άσχημο: το πολύ πολύ καμιά φορά, όταν υπάρχει μεγάλη κακοκαιρία, να πέσει το ρεύμα για μισή ώρα. Αλλά και πάλι, αυτό έχει γίνει ελάχιστες φορές.

Η ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Ανεμόμυλο έχει πάρα πολύ όμορφα μέρη στα οποία θα μπορούσαν να ζήσουν πολλοί Καλαματιανοί, αλλά νομίζω ότι ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους το σκέφτεται κανείς είναι η παραβατικότητα των Ρομά που συναντάται σε άλλες περιοχές γύρω».

Φυσικά, το να ζει κανείς στην εξοχή δίνει μια άλλη βαρύτητα στην επιλογή να ασχοληθεί κάποιος ερασιτεχνικά με την πρωτογενή παραγωγή. Σχετικά αναφέρει η κα Ζερβάκη: «Αυτή τη στιγμή, για τον εαυτό μας, έχουμε το δικό μας λάδι, ελιές, πορτοκάλια, λεμόνια και μανταρίνια. Το καλοκαίρι είχαμε ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες και διάφορα άλλα, κάτι το οποίο θα κάνουμε και φέτος! Γενικά, μόνο θετικά θα μπορούσα να βρω στο όλο εγχείρημα».

Ρωτώντας την κατά πόσο θεωρεί ότι υπάρχει πλέον μια τάση στους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την πόλη για να ζήσουν σε κάποιο χωριό, η ίδια εκτιμά: «Πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι γύρω στα 40-50 έτη θέλουν να κάνουν το βήμα, αλλά φοβούνται. Στην αρχή, για να είμαι ειλικρινής, κι εμείς το σκεφτόμασταν πώς θα είναι εδώ, αφού ζούσαμε σε μια πολυσύχναστη περιοχή της Καλαμάτας. Οι πρώτες μέρες της μετάβασής μας, από τη συνεχή φασαρία της πόλης στην απόλυτη ησυχία του χωριού, ήταν λίγο περίεργες. Τώρα, έχοντας περάσει ένας χρόνος, έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, να μας ενοχλεί ακόμη κι εκείνο το ένα αμάξι που θα τύχει να περάσει έξω από το σπίτι!».

Κλείνοντας, η κα Ζερβάκη διαπιστώνει ότι η επιλογή τους, πλέον, τους δικαιώνει απόλυτα, αφού και όλοι οι φίλοι που επισκέπτονται την περιοχή μένουν έκπληκτοι. Στα άμεσα σχέδιά τους, μάλιστα, είναι η αξιοποίηση του κτήματός τους με την ονομασία «Αρμονία», προκειμένου να γίνει γνωστή η περιοχή και σε άλλους.


Από την Καλαμάτα στον Σελλά Τριφυλίας

Στα πρόθυρα της συνταξιοδότησής του, ο κ. Δημήτρης Αδαμόπουλος αναφέρει ότι η επιλογή του να εγκαταλείψει την Καλαμάτα και να ζήσει στο χωριό Σελλά της Τριφυλίας ήταν μια εύκολη απόφαση. «Σκέφτηκα να επισκευάσω ένα σπίτι στο χωριό, και από τότε έχω έρθει και μένω μόνιμα. Καλλιεργώ τα δικά μου λαχανικά, για να ζω λίγο καλύτερα και πιο ποιοτικά. Κατεβαίνω, βέβαια, μια φορά την εβδομάδα στην Καλαμάτα για τις δουλειές μου και γυρίζω ξανά πίσω στο χωριό», εξηγεί μιλώντας για τη «νέα» ζωή του κατά τον τελευταίο χρόνο.

Όσο για το πώς συνδυάζεται η επιλογή του με τα εργασιακά καθήκοντα, ο κ. Αδαμόπουλος αναφέρει: «Έχω ένα μεσιτικό γραφείο ακινήτων, και έτσι όποτε χρειαστεί να βρίσκομαι στην Καλαμάτα, επιστρέφω εκεί για λίγο».

Μιλώντας για τη ζωή στο χωριό, αλλά και για το ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα εκεί, σημειώνει: «Τα πλεονεκτήματα είναι το καθαρό περιβάλλον εδώ, ότι μπορώ να κάνω πεζοπορίες στη φύση, να ζω πιο ήρεμα, πιο φυσικά. Είναι πολύ καλύτερο το να είσαι κοντά στη φύση.

Μειονέκτημα δε θεωρώ ότι υπάρχει, εάν κάποιος έχει αυτοκίνητο και μπορεί να μετακινείται. Για όσους δεν έχουν αυτοκίνητο, είναι μειονέκτημα η αραιή συγκοινωνία με την πόλη (Καλαμάτα), ενώ και η ιατρική περίθαλψη στο χωριό γίνεται μια φορά το μήνα με την επίσκεψη γιατρού από την Κυπαρισσία».

Απαντώντας στην ερώτηση κατά πόσο εκτιμά ότι η ιδέα της φυγής από την πόλη και της επιστροφής στο χωριό τείνει να υιοθετηθεί από μερίδα κόσμου, ο κ. Αδαμόπουλος σημειώνει: «Κυρίως είναι οι συνταξιούχοι που επιστρέφουν στα χωριά. Εγώ συζητώ με συνομήλικούς μου που μένουν μόνιμα στην Αθήνα και δεν έχουν το πλεονέκτημα να φύγουν νωρίτερα, όπως εγώ. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι η λογική επιστροφής στο χωριό υιοθετείται, αργά αλλά σταθερά, από ορισμένους που επιλέγουν αυτό τον τρόπο ζωής.  

Φίλοι και συνομήλικοί μου περιμένουν τη συνταξιοδότησή τους, οπότε θα μπορέσουν να έρθουν κι αυτοί για μόνιμη κατοίκηση στο χωριό».

Της Χριστίνας Μανδρώνη