Η «καταραμένη» ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, τα Εξάρχεια, η décadence και ο έρωτας για τον «Τάκη»

Ανθή Μιμηγιάννη
Η «καταραμένη» ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, τα Εξάρχεια, η décadence και ο έρωτας για τον «Τάκη»

122 χρόνια από τη γέννησή της. «Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα μ' ένα δεκάρικο! Κι εκείνο δανειστό», έγραφε 100 χρόνια πριν στο ημερολόγιό της. Ας θυμηθούμε 10 ποιήματα της γυναίκας που λάτρεψε τον Κώστα Καρυωτάκη (τον «Τάκη» της) και που είχε ήδη αποφασίσει το τέλος της με το που πληροφορήθηκε τον θάνατό του. «Ποιητή αγάπησα. Αν ήθελα ήρωα, θα ήμουν με τον Ανδρούτσο», είχε πει για να δικαιολογήσει δειλή συμπεριφορά «εκείνου». 

«Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα μ' ένα δεκάρικο! Κι εκείνο δανειστό», έγραφε 100 χρόνια πριν στο ημερολόγιό της η αντισυμβατική ποιήτρια. Δεν είναι απλώς ότι κατανοώ απόλυτα αυτό το συναίσθημα αλλά μού προκαλεί, μεταξύ άλλων, και δέος το γεγονός ότι 500 μέτρα από το σπίτι μου, και συγκεκριμένα στη Μεθώνης, πριν από έναν αιώνα, ζούσε μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες τούτου του τόπου. Μέλος των καταραμένων ποιητών των Εξαρχείων, η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της décadence (ή της παρακμής όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά).

Mal du depart: Το αξεπέραστο «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής» του Νίκου Καββαδία

Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής και έχοντας ξεκάθαρες μπωντλερικές αναφορές, ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο πυλώνες της ποίησής της. Επηρεασμένη επίσης από τους γαλλόφωνους συμβολιστές και τους ντεκαντάν, τα μανιάτικα μοιρολόγια και ο έρωτας για τον «Τάκη» (όπως η ίδια αποκαλούσε στις επιστολές της τον Κώστα Καρυωτάκη) καθόρισαν τον λυρισμό και τη βαθιά θλίψη στα ποιήματα που έγραψε. Αν θέλουμε να λέμε αλήθειες, η Πολυδούρη υποτιμήθηκε επίσης ως ποιήτρια, και τα ποιήματά της θεωρήθηκαν κατώτερα των δυνατοτήτων της με «τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες». Η προσωπική της ζωή επισκίασε την τεράστια δυναμική της και πολλοί ήταν εκείνοι που έγραψαν ένα σκέτο «καλή ποιήτρια» ή ότι «γράφει καλή γυναικεία ποίηση». Το κοινό που κατάλαβε όμως το βάθος των γραπτών της και την ευστοχία της ήταν ο ορισμός της γυναικείας ενδυνάμωσης σε μια εποχή που αν παρέκκλινες των κοινωνικών επιταγών ήσουν αυτομάτως ελευθέρων ηθών.

poly2_0.jpg

Κόρη του εξαίρετου και προοδευτικού φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου -μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις, πώς θα μπορούσε η -κατά τον Τάκη- Μαρίκα να μην αναπτύξει τέτοια ισχυρή προσωπικότητα που απείχε του συμβατικού προφίλ των κοριτσιών της εποχής; Γεννημένη στην Καλαμάτα την 1 του Απρίλη, η επαναστάτρια με τις συνήθειες της γαλλικής μποεμίας, που έπινε και κάπνιζε, χόρευε και ξενυχτούσε, συμπαθούσε τους μπολσεβίκους, μετέφραζε τους καταραμένους Γάλλους ποιητές, ήταν γυναίκα που πίστευε στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου και στην ισότητα των φύλων.

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης: Από το «Δεν επιστρέφεις» της Garrido στα «Ασυμβίβαστα» της Δημουλά

Η Πολυδούρη ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια. Σπούδασε Νομική την οποία και παράτησε ενώ η εργασία της στη Νομαρχία Αθηνών, το μόνο όφελος που είχε για εκείνη ήταν τη γνωριμία με τον «Τάκη». Για την απόλυσή της από την εν λόγω εργασία, θα πούνε πως εκείνη την προκάλεσε ενώ αργότερα στη σύντομη ζωή της σπούδασε θέατρο -σε μια προσπάθεια να ξεχάσει «εκείνον»- με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας. Εκτός από πολύ ωραία γραφή, είχε εντυπωσιακά ωραία φωνή και χόρευε καταπληκτικά. Μάλιστα, οι καλλιτεχνικές της ανησυχίες κάποια στιγμή την οδήγησαν στο Παρίσι προκειμένου να δοκιμαστεί και αλλού ή άλλη να σπουδάσει την τέχνη της ραπτικής.

Η τάση αμφισβήτησης των παραδοσιακών αξιών εντός και εκτός τέχνης δεν ήταν απλώς μια επαναστατική πράξη αλλά και η μεγαλύτερη δήλωση στον θάνατό της το 1930. Ή μήπως είχε πεθάνει δύο χρόνια πριν με την αυτοκτονία του Καρυωτάκη;

Παρορμητική και ανεξάρτητη ήταν μια χειραφετημένη νεαρή, με φεμινιστικές ιδέες, που ζούσε μια προκλητική ζωή για την εποχή. Ο Καρυωτάκης από την άλλη, ήταν ένας μελαγχολικός νέος με πολλές ανασφάλειες που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον εαυτό του.

Οι δυο τους γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα που παρέμεινε όμως στη σφαίρα του ανεκπλήρωτου. Μόλις μερικούς μήνες μετά την πρώτη τους γνωριμία, τον Μάιο του 1922, έγραφε στο ημερολόγιό της:

«Τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια! Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σε αγαπήσω, όσο σου πρέπει;».

Ο συνεσταλμένος νέος φέρεται πως δεν μπορούσε να δεχτεί τον «προκλητικό» χαρακτήρα της και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να στιγματιστεί ο ίδιος στα μάτια του κόσμου. Ο έρωτάς της για εκείνον την οδήγησε σε πρόταση γάμου την οποία και εκείνος αρνήθηκε με πρόφαση (;) αφροδίσιο νόσημα στο οποίο εκείνη ανταπάντησε να μείνει μαζί του με κόστος να μη κάνει παιδιά. «Εκείνος» τήν αρνήθηκε ξανά ζητώντας της να μείνουνε φίλοι. Εκείνη δέχτηκε ωστόσο δεν τον πίστεψε και θεώρησε ότι ήταν μια πρόφαση για να χωρίσουν.

polydouri-kariotakis.jpg

Το ποίημα του «Ωχρά Σπειροχαίτη» (το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη), είναι σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, η απόδειξη ότι ο ποιητής έπασχε από την εν λόγω ασθένεια.

Οι συναντήσεις τους μετά τον χωρισμό άρχισαν να αραιώνουν και δύο χρόνια αργότερα εκείνη οδηγήθηκε σε έναν αρραβώνα με τον νεαρό γοητευτικό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου τον οποίο ακύρωσε έναν χρόνο αργότερα. Έπειτα, μετέβη στο Παρίσι για τις σπουδές της στη ραπτική συνεχίζοντας την αντισυμβατική της ζωή. Όλο αυτό το διάστημα, βέβαια, δεν έπαψε να τον σκέφτεται (το μαρτυρούν οι σημειώσεις στο ημερολόγιό της). Ένα βράδυ τη βρήκαν πεσμένη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Διαγνώστηκε με φυματίωση και λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, στο τότε σανατόριο Σωτηρία.

Ο Καρυωτάκης φέρεται να πήγε να τη δει αλλά η συνάντηση τους ήταν τυπική ενώ θα ήταν και η τελευταία. «Εκείνος» φεύγει για την Πρέβεζα, λόγω δυσμενούς μετάθεσης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων της Νομαρχίας. Ήταν Ιούλιος του 1928, όταν η Πολυδούρη πληροφορήθηκε ότι ο έρωτας της ζωής της έχει φύγει οριστικά από αυτή. Το μπαούλο του που ανοίχτηκε μετά τον θάνατό του μαρτύρησε πως αυτό ο έρωτας ήταν -όντως- αμοιβαίος.

polidouri-kariotakis-parastasi8-stegi.jpg

Όπως στη ζωή, έτσι και στον θάνατό του, την επηρέασε σε τέτοιο βαθμό που στη Σωτηρία όπου νοσηλεύεται γράφει ασταμάτητα. Ουσιαστικά οι δυο ποιητικές συλλογές της γράφηκαν μέσα σε ενάμισι χρόνο. Το καλοκαίρι του 1928 κυκλοφορεί η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 η δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο χάος». Μια ποίηση σκοτεινή και άκρως μελαγχολική, φανερά επηρεασμένη από τα σπαρακτικά ποιήματα του Καρυωτάκη.

«Στο συρτάρι μια παλιά φωτογραφία και η ζωή μας δυο παράλληλες γραμμές»

Ο δημοσιογράφος Γιώργος Κορωναίος σε άρθρο του το 1950 είχε γράψει:

«Αν ο Καρυωτάκης δεν απαρνιόταν τον άνθρωπο και αν η Πολυδούρη μπορούσε να συμφιλιώσει τον πληθωρικό εσωτερικό της κόσμο με την πραγματικότητα της εποχής της, ίσως και οι δυο τους να βρισκόντουσαν ανάμεσά μας και η προσφορά τους στα ελληνικά γράμματα να ήταν πολύ μεγαλύτερη».

Οι περιγραφές για την παραμονή της στη «Σωτηρία» είναι εξωφρενικές. Εκτός από τη γραφή, τον πρώτο καιρό επιχειρεί να συνεχίσει τη ζωή της, και κάνει τα αντίθετα από αυτά που τής υπαγορεύουν οι γιατροί -θέλοντας να πάει προφανώς όσο πιο γρήγορα γίνεται κοντά σε «εκείνον»: βγαίνει από το νοσοκομείο, πίνει και ξενυχτάει. Όλα αυτά μέχρι που η κατάσταση της υγείας της επιδεινώνεται. Η φυματίωση την είχε εξαντλήσει και φαίνεται πως ήταν απόφασή της να δώσει κι εκείνη τέλος στη ζωή της. Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Καραμάνη όπου είχε μεταφερθεί, με ενέσεις μορφίνης που φέρεται να της προμήθευσε κρυφά ένας φίλος της, μιμούμενη «εκείνον».

Polydouri-tsigaro800-kentriki.jpg

Αν δεν έχεις ερωτευτεί με Τάσο Λειβαδίτη τότε ίσως δεν ξέρεις «εκείνον» τον επαναστατικό έρωτα

Η ζωή της -για πάντα 28 ετών Μαρίας Πολυδούρη, ήταν σε φαστ φόργουορντ. Μέχρι και σήμερα επηρεάζει εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες για την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα, την αλήθεια και τον απόλυτο άνευ όρων έρωτα. Η «Μαρίκα» επέλεξε να ζήσει μια ζωή, όπως την ήθελε, και ας μην πρόσεχε όπως κάποιοι που ζουν εντός πλαισίου της προσάπτουν. Όσες γυναίκες βρισκόμαστε στην αντισυμβατική πλευρά της ιστορίας και εκτός συμβατικού προφίλ, θα αναγνωρίζουμε κάθε πλευρά της πολυσχιδούς της προσωπικότητας και θα ψάχνουμε συνεχώς αφορμή να τη «συναντάμε». «Όχι μόνο γιατί την αγάπησε», αλλά κυρίως γιατί τον αγάπησε εκείνη. Και στα γυναικεία λεξικά, γνωρίζουμε πολύ καλά πώς μεταφράζεται αυτό όταν προέρχεται από μια γυναίκα τέτοιου προφίλ. Γυναίκα δυναμική που διακινδυνεύει τα πάντα για έναν έρωτα. Έναν έρωτα που κάποτε η αδερφή της Βιργινία θα γινόταν έξαλλη από τη δειλία του «Τάκη» για να πάρει την απάντηση από τη «Μαρίκα»:

Μία μεγάλη αλήθεια που αφορά ανθρώπους με τέτοιο εκτόπισμα είναι πως αν δεν έχεις κάτι πραγματικά να πεις ο χρόνος θα σε εκδικηθεί. Και μία επίσης τεράστια αλήθεια είναι πως αντισυμβατικές γυναίκες που είναι φτιαγμένες από τέτοια υλικά αδιαφορούν για τη γνώμη των «άλλων» ή όπως είχε γράψει σε μια επιστολή της στον φίλο της Γ. Χονδρογιάννη:

«Γιατί τι ενδιαφέρον θέλεις να έχει για μένα η κρίση του ενός και του άλλου εφημεριδομπακάλη ή αριστοκράτη των γραμμάτων που δεν έχει καμία θέση στην καρδιά μου;».

Μαρίκα και Τάκης

Επιστολή της Πολυδούρη στον Καρυωτάκη:

Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου! Επίστευα, πριν φύγω, πως δε θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο· υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα πράγματα, στον τόπο που κλείνει τη μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ’απασχολήσουν οπωσδήποτε ευχάριστα. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη. Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο· κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις· στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του… Γελάς; Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου· όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου,που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ’ένιωθε; δε θα συμπονούσε; Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό και η πνοή του απαλή σαν χάδι καλοσύνης… Πού είσαι;

Μαρίκα (28-5-22 Σάββατο βράδυ)

Επιστολή του Κ. προς την Πολυδούρη:

Μαρίκα μου,

Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;

Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα “Τάκη” ή ένα “πού είσαι;”, καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να’ μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα να λέμε την αγάπη μας.

Με χίλια φιλιά
Κ.(1-6-22)

Ακολουθούν 10 ποιήματά της με αφορμή τα 122 χρόνια από τη γέννησή της

Δε θα ξανάρθης πια…

Δὲ θὰ ξανἄρθης πιά, νὰ μοῦ χαρίσης
ἀπ᾿ τὴν ὡραία ζωὴ ποὺ σὲ φλογίζει
κάτι, ἕνα της λουλούδι; Σοῦ γεμίζει
μὲ τόσα τὴν καρδιὰ καὶ τὸ κορμί.

Δὲ θἄρθης πιά, τὰ χέρια μου νὰ σμίξης
τὰ παγωμένα, τὰ ἐχθρικά μου χέρια;
Πλάι στὰ δικά σου, μερωμένα ταίρια
δὲν τὰ ζυγώνει πλέον ἡ ἀφορμή.

Δὲ θἄρθης! …Πὼς ἀργὰ περνοῦν οἱ μέρες.
Κι᾿ ὅσο σὺ φεύγεις, τόσο μὲ σιμώνει
ἡ γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρὸ μὲ τὸν κρυφὸ καημό.

Δὲ σοῦ περνάει, ἀλήθεια ἀπὸ τὴ σκέψη
ὅτι μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ θλιμμένη,
στὴ μοίρα αὐτὴ ποὺ πάντα μὲ προσμένει
νὰ πάω ξανὰ καὶ δίχως γυρισμό;

Αμφιβολία

Ὁ νέος ποὺ πρόσμενες νἀρθῇ
δὲν ἦρθε μήτε ἀπόψε.
-Μὰ τί θὰ τοὔλεγες; Γιατί;
Ἄσε τὸ μάταιο νὰ χαθῆ.
Τὸ ἄμοιρο φύτρο κόψε.

Μὴ σοῦ πλανεύει τὴν καρδιὰ
τὴ χιλιοπαθημένη,
μία ἀναγελάστρα ἐπιθυμιά.
Στὴν ἐαρινὴν αὐτὴ βραδιὰ
μία πίκρα εἶνε χυμένη.

Μὰ δὲν ἀκοῦς τὴ συμβουλή,
τόσο ἡ μαγεία σὲ δένει.
Μήτε κι᾿ ἀπόψε δὲ θαρθῆ
κ᾿ ἔτσι θὰ γίνῃ πιὸ πολὺ
τὸ αὔριο ποὺ περιμένει.

Στὰ σκοτεινά του μάτια φῶς
ἡ ἀπουσία θὰ χύση,
τ᾿ ἀδέξια χέρια του, μὲ ὁρμὴ
συγκρατημένη, ἕνας κρυφὸς
καημὸς θὰ τὰ φιλήση

καὶ θὰ τὰ ἰδῶ νὰ μοῦ ἁπλωθοῦν,
νἆναι δειλὰ στὴ νίκη,
γλυκὰ στὴν πίστη πὼς μποροῦν,
κύμα χαδιῶν, νὰ μὲ τραβοῦν
στὸ βάθος σὰ χαλίκι.

Στη φίλη μου

Ὅλα τὰ ἄνθη τ᾿ ἀγαπῶ
μεθῶ στὸ ἄρωμά των
τὸ βλέμμα νὰ βυθίζεται
ποθῶ στὰ χρώματά των.
Ὑπάρχει ὅμως ἓν λεπτὸν
πολὺ εὐῶδες ἄνθος
ποὺ δὲν μαραίνεται ποτὲ
καὶ τ᾿ ἀγαπῶ μὲ πάθος.
Αὐτὸ δὲ θάλλει στοὺς ἀγροὺς
στοὺς κήπους δὲν ὑπάρχει
καὶ τὰ ἁβρά του πέταλα
ὁ ἥλιος δὲν θάλπει.
Ἔδαφος ἔχει δι᾿ αὐτὸ ἡ τρυφερὰ καρδία
μὲ θέρμη ἀπαράμιλλον καὶ λέγεται Φιλία!

Σε σένα

Ξέρω νὰ ψάξω καὶ νὰ βρῶ
διαμάντια καὶ ζαφείρια χίλια
κι᾿ ἀπ᾿ τοῦ γιαλοῦ τὸ θησαυρὸ
μαργαριτάρια καὶ κογχύλια

Κ᾿ ἔτσι τεχνόπλεχτα δετὰ
μαζὶ μὲ λουλούδια κι᾿ ἀστέρια
νὰ τὰ φορεῖς καμαρωτὰ
στὸ μέτωπό σου καὶ στὰ χέρια.

Ξέρω στὸ διάβα σου μπροστὰ
ρόδα καὶ κρίνους νὰ μαδήσω
ξέρω μὲ λόγια ταιριαστὰ
τὴ χάρη σου νὰ τραγουδήσω.

Ξέρω πὼς κάτι χωριστὸ
ἀταίριαστο σὲ κάθε ἄλλη
χάρισαν Βάσω μου σὲ Σὲ
Μοῖρες μὲ τὰ πανώρια κάλλη.

Η αγάπη του ποιητή

Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.

Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.

Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας

Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.

Η ευχή μου

Τώρα ποὺ ὅλοι σοῦ στέλνουνε ὁλόθερμες εὐχὲς
ὁ δρόμος μπρὸς σ᾿ ἀνοίγεται μὲ ἄνθη στολισμένος
Σὲ συνοδεύουν τἄσματα τὰ γέλοια κ᾿ οἱ χαρές
κι ὁ δρόμος Σου μοσχοβολᾶ μὲ ρόδο ποὖν σπαρμένος

Τώρα ποὺ τὰ πουλάκια ἀκόμα μὲ λαχτάρα
Χίλιες εὐχὲς σοῦ στέλνουν μ᾿ ὁλόγλυκεια φωνή
πρόσεξε καὶ στ᾿ ἀγέρι νὰ δῆς μὲ τί γλυκάδα
σοῦ ψιθυρίζει πάντα τὴν ἰδικὴ μ᾿ Εὐχή

Τὸ ξεύρω πὼς γιὰ Σένα
εἶναι μικρὴ πλασμένη
ἂν τούτοις πίστευσέ με
ἀπὸ καρδιᾶς βγαλμένη

«Μὲ χίλια ροδοπέταλα
Σὲ ραίνω λατρευτή μου
Σοῦ εὔχομαι χρυσὴ ζωή»
αὐτὴ εἶναι ἡ Εὐχή μου.

Μόνο γιατί μ’αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Ο πόθος της ζωής

Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.
Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.

Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.
Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.

Σ᾿ αναμονή Θανάτου

Δὲν εἶνε νὰ χαρῶ στὸν κόσμο ἄλλο
τίποτα πιά. Τὰ χέρια σου βαριὰ
γεμάτα καὶ μοῦ τἄδιασες Ζωή.
Τὰ δέχτηκα, δὲ διάλεξα μεγάλο,
μικρό, ἦταν χώρια, ἦταν μαζί.

Μὰ κάτι ποὺ κρυφά μου τὦχες τάξει
κάποτε σπλαχνική, πονετικιὰ
σὲ μένα, τὴ μία ὡραία καὶ χωριστή
στράτα γιὰ νὰ μὲ βρῆ ποὖχες χαράξει
σ᾿ αὐτὸ μόνο δὲ φάνηκες πιστή.

Ὢ δὲν μπορεῖ, κι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ τὸ δώσης
μον᾿ τὸ κρατᾶς ὡς ποὺ νὰ ξεγνοιαστῶ
καὶ νὰ μὲ βρῆ σὰν ἄξαφνη χαρά.
–Τη περηφάνειά μου μὴν ταπεινώσης
κύττα, μή μου λερώσης τὰ φτερά.

Ποιος ξέρει…

Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.

Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.

Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.

Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.

Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.

Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω

ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.