Η Κρώμνη, τουρκικά: Korom ή Korum, ήταν ιστορική κωμόπολη του Πόντου, άλλοτε κραταιά κοινότητα των μεταλλωρύχων κρυπτοχριστιανών.

Το ξακουστό θέρετρο των πλουσίων της Τραπεζούντας, λόγω του κλίματός της.

Πριν την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, και εθεωρείτο «η κιβωτός του Ποντιακού Ελληνισμού».

ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ

Οι οικισμοί της (ενορίες) δημιουργήθηκαν κατά μήκος ευρείας πεταλοειδούς κοιλάδας, στο όρος Παρυάδρη. Ανατολική προέκταση των Ποντιακών Άλπεων , νότια της Τραπεζούντας και βορειοανατολικά της Αργυρούπολης

Η Κρώμνη ανατολικά συνορεύει με το οροπέδιο της Σάντας, στα νότια με τα χωριά Ίμερα, Λιβάδι, Λυκάστ’ και δυτικά με τα χωριά Παρτίν, Βαρενού, Ρουσίον κ.α.

Οι οικισμοί της (ενορίες) δημιουργήθηκαν κατά μήκος ευρείας πεταλοειδούς κοιλάδας, στο όρος Παρυάδρη. Ανατολική προέκταση των Ποντιακών Άλπεων, νότια της Τραπεζούντας και βορειοανατολικά της Αργυρούπολης.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΌΝΟΜΑ

– Κρώμνη

Ο οικισμός, ο οποίος αναφέρεται ως Kurum, Krom, Kurom, Korom, Kurumi και Kromni στις οθωμανικές και ξένες πηγές, βρίσκεται σήμερα γύρω από την περιοχή. Υπάρχουν απόψεις ότι το όνομα Κρώμνη προέρχεται από το Γκρεμός που σημαίνει «βράχος, βραχώδης» στα ελληνικά

Στα Τουρκικά αρχεία η Κρώμνη εμφανίζεται το 1486 μ.Χ. Korom/Chrome, το 1895 μ.Χ. ως Kromni – Κρωμνη το μεταφράζουν σε (Βράχο ή βραχωδη ), 1925 μ.Χ. γίνεται η ίδια αναφορά όπως και το 1486 μ. Χ.

Γράφουν επίσης ότι << Έως τις αρχές του 20ου αιώνα ζούσαν ελληνικής καταγωγής, που ειδικεύονταν στα μεταλλεία. Οι Bryer & Winfield (B&W 304-305) υποστηρίζουν ότι η περιοχή κατοικήθηκε μετά το 1680. Λέγεται ότι ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό το 1857-1860 αφού υιοθέτησαν ή φάνηκαν να υιοθετήσουν το Ισλάμ για μια περίοδο. Οι περισσότερες από τις 25 γειτονιές έχουν εγκαταλειφθεί. Μερικές από τις συνοικίες του: Zemberekli (Zemberekia-Zemberekandon), Nanak, Loriya (Loria), Çayırlar-Guluvena (Glouvena), Samanlı (Samanandon), Orta Mahalle (Frangandon), Germandon, Alhazlı (Alhazandon), Gavalak (GevalakinosGevalak) >>

-Yaglidere

Η σημερινή ονομασία είναι Bulutyayla mahalle (Yağlıdere bağ) – –

Κάποτε το κεντρικό χωριό της κοιλάδας Kromni/Korom, τώρα είναι σχεδόν εντελώς εγκαταλελειμμένο.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΕΩΣ ΤΟ 1922

Ο πληθυσμός της Κρώμνης υπολογίζεται κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σε περίπου 6.000 άτομα

ΟΙ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ

Στα τελευταία χρόνια αναπτυγμένες ενορίες ήταν 9, από τις παλιές 15. Οι εξής: Αληθινός,

Μόχωρα,

Σαράντων,

Τσαχματάντων,

Νανάκ,

Γλούβενα,

Φραγκάντων,

Μαντζάντων,

Σιαμανάντων.

Υπήρχαν όμως στα πλαίσια των ενοριών και πολλοί συνοικισμοί που τα ονόματά τους βασίζονταν στα οικογενειακά ονόματα της κάθε περιοχής (Αλχαζάντων, Στεφανάντων, Βαρτανάντων, Κοϊμψιάντων, Μουρατάντων κλπ).

ΙΣΤΟΡΙΑ

Στη βυζαντινή περίοδο, η Κρώμνη ανήκε στην επαρχία Χαλδίας την οποία διέσχιζε η «βασιλική οδός» από Τραπεζούντα προς Μπαϊμπούρτ και Περσία. Υπολείμματα κάστρων και φρυκτωριών σηματοδοτούν τον δρόμο αυτό, που εξυπηρετούσε εμπορικές και στρατιωτικές ανάγκες.

Από εκείνη την περίοδο χρονολογούνται και οι περισσότερες ενορίες της, οι οποίες αυξήθηκαν μετά την άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους (1461). Επειδή εκεί, στο υψόμετρο των 2.000 μέτρων, οι Έλληνες αισθάνονταν πιο ασφαλείς.

Ο Έλληνας συγγραφέας Γιώργος Ανδρεάδης, χωρίς να αναφέρει πηγή, αναφέρει ότι μεταξύ 1623 και 1640, μεταξύ 6000 και 10000 άνθρωποι ήρθαν στην κοιλάδα της Κρώμνης για να εργαστούν και εγκαταστάθηκαν.

Καμιά πληροφορία δεν έχουμε για την βυζαντινή εποχή.

Ξεκινώντας από τον 16ο αιώνα, το γεγονός ότι η εξόρυξη έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο τον 17ο και 18ο αιώνα και ήταν στη διαδρομή μεταφοράς έκανε τους οικισμούς της περιοχής Κρώμνης να γίνουν σημαντικό κέντρο ζωής.

Σταδιακά (κατά τον 17ο και 18ο αιώνα) οι κάτοικοι ασπάστηκαν φαινομενικά το Ισλάμ και επί 200 σχεδόν χρόνια κράτησαν κρυφή τη Χριστιανική τους πίστη

Το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού με επίκεντρο την Κρώμνη κράτησε ουσιαστικά μέχρι το 1856. Τότε, με την υπογραφή από τον σουλτάνο του Χαττ-ι Χουμαγιούν, πρώτοι οι Κρωμναίοι φανέρωσαν στις Οθωμανικές αρχές την πραγματική τους θρησκεία, όχι όμως χωρίς συνέπειες.

Τότε, λόγω του φόβου των συνεπειών, σε συνδυασμό με την παρακμή των μεταλλείων, άρχισε και ο σταδιακός πληθυσμιακός μαρασμός…

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, μάλιστα λόγω της ολοκλήρωσης της οικονομικής ζωής των ορυχείων, της αλλαγής του εμπορικού δρόμου Τραπεζούντας-Ερζερούμ-Ιράν και λόγω άγονης γης, ξεκίνησαν μεταναστεύσεις από τους οικισμούς Yaglidere-Kurom στο εσωτερικό. και εκτός οθωμανικών συνόρων. Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο 1828-1829, οι Ρώσοι κυριάρχησαν στην περιοχή και ενώ αποσύρονταν, πολλοί Έλληνες αλλά Οθωμανοί πολίτες πήγαν να εγκατασταθούν σε Ρωσικά εδάφη ψάχνοντας για νέες ευκαιρίες απασχόλησης.

Οι μεταναστεύσεις αυτές το 1928 ήταν στο Καρς, τη Γεωργία, την Αρμενία και την Κριμαία που βρισκόταν υπό Ρωσική κυριαρχία.

Αργότερα, Έλληνες και Μουσουλμάνοι μετανάστευσαν από τους οικισμούς Kurom-Yağlıdere για να εργαστούν στα ορυχεία εντός της Μ .Ασιας.

Τα επόμενα χρόνια, η μετανάστευση κυρίως του Ελληνικού πληθυσμού στα Ρωσικά εδάφη συνεχίστηκε ολοένα και περισσότερο.

Καταγράφεται ότι 104 άνθρωποι μετανάστευσαν από τις γειτονιές της Κρώμνης μεταξύ 1839 και 1861.. Το 1870, η οθωμανική κυβέρνηση προσπάθησε να βρει μια λύση διεξάγοντας έρευνες για να αποτρέψει τη μετανάστευση στην Κρώμνη και στο Γιαγλίντερε.

Στην απογραφή του 1876, συμπεριλήφθηκε μόνο ο ανδρικός πληθυσμός, και σύμφωνα με αυτό, 784 άνδρες ζουν σε 154 νοικοκυριά στο χωριό Yaglidere και 1104 άνδρες ζουν σε 644 νοικοκυριά στο χωριό Kurom. Στο αρχείο του 1861, το Hud(u)ra (σημερινό Alemdar) ,

Σύμφωνα με την επετηρίδα του 1877, υπήρχαν 1.094 άνδρες σε 639 νοικοκυριά στο χωριό Κουρόμ, με μουσουλμάνους 538 σε 195 νοικοκυριά και 556 χριστιανούς να ζούσαν σε 444 νοικοκυριά.

Κατά τους Ρωσοτουρκικους πολέμους του 1877-78, οι Ρώσοι Επανήλθαν στην περιοχή και εδραίωσαν προσωρινά ξανά την κυριαρχία τους στην περιοχή .

Η αποχώρηση τους αργότερα λόγω και της εκφρασθείσας αμοιβαίας συμπάθειας των ομόδοξων Ρώσων και Ελλήνων οδήγησε σε νέες μεταναστεύσεις τους Έλληνες από τον φόβο νέων διώξεων .

Μετά την έναρξη του Αου παγκοσμίου πολέμου ξεκίνησαν από τους Έλληνες αντιδρώντας στις συνεχιζόμενες διώξεις βγήκαν στα βουνά αρκετοί από αυτούς
καταγόταν από την Κρωμνη

H ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΡΩΜΝΗΣ

Στην περιοχή της Αργηρουπολης ανάμεσα στις ψηλές βουνοκορφές, υπήρχε η αρχαία πόλη της Κρωμνης όπου η εξόρυξη έχει γίνει σε κάθε περίοδο της ιστορίας και βρισκόταν στην ιστορική διαδρομή του Δρόμου του Μεταξιού, . Υπήρχαν κάστρα, περισσότερες από 40 εκκλησίες, μοναστήρια και παρεκκλήσια, γέφυρες, μύλοι και σήμερα ακόμη πέρα από τα ερείπια των προαναφερομένων κατασκευών υπάρχουν δεκάδες παλιά σπίτια με λιθοδομές που προκαλούν δέος στην αρχαία πόλη εξόρυξης Κρώμνη , η οποία βρίσκεται μέσα στα όρια του χωριού Yağdere του Gümüşhane και αποτελείται από 9 γειτονιές.

Βρίσκεται στην κοιλάδα στην πλαγιά των βουνών Kolat, η περιοχή βρίσκεται στους σημαντικούς εμπορικούς δρόμους καθώς και στη διέλευση της Μονής των Ιμέρων , στο οροπέδιο του Camiboğazı, την παλιά τοξωτή γέφυρα του Taşköprü Plateaus, της Δρακολίμνης Çakırgöl σε υψόμετρο 2000 μετρων, των ερειπίων της Σάντας (Santa Ruins ) και της Παναγιάς Σουμελά ( Sümela Monastery ).

Η αρχαία πόλη Krom, η πόλη ανθρακωρύχων που είναι γνωστό ότι κάποτε κατοικούσε 10 χιλιάδες άτομα, είναι καταχωρημένη ως αρχαιολογικός χώρος 3ου βαθμού.

Είναι γνωστό ότι σχεδόν όλα τα θρησκευτικά κτίρια στην Αρχαία πόλη της Κρώμνης η οποία λέγεται ότι είναι άνω των 300 ετών, χτίστηκαν τπ ένα απέναντι στο άλλο με τέτοιο τρόπο ώστε η εξώπορτα του ενός να μπορεί να βλέπει την εξώπορτα του άλλου.

Απέχει περίπου 40 χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πόλης της Αργυρούπολη (Gümüşhane. )

– Το Κάστρο της Κρώμνης

Βρίσκεται πάνω σε ένα συμπαγή βράχο η έρευνες που έγιναν δεν προσδιόρισαν την ακριβή ημερομηνία κατασκευής πιστευτέ ότι είναι δημιούργημα των αρχαίων χρόνων.

Υπάρχουν τα ερείπια του κάστρου που είναι γνωστό ως Κάστρο Krom, το οποίο πιστεύεται ότι χτίστηκε πριν από τον μεσαίωνα για να χρησιμεύσει σαν στρατιωτικο παρατηριο στον βράχο στα βορειοδυτικά της περιοχής Bulutyayla του χωριού.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Εκκλησιαστικά η Κρώμνη υπαγόταν στη μητρόπολη Χαλδίας με έδρα την Αργυρούπολη και μετά την παρακμή της, την Κερασούντα. Μετά τη φανέρωση των «κρυφών» Χριστιανών, στα μέσα του 19ου αιώνα, χτίστηκαν στην Κρώμνη πάρα πολλές εκκλησίες.

Σήμερα στέκονται ερειπωμένες 27 εκκλησίες (ενοριακές και παρεκκλήσια).

Οι πιο καλοδιατηρημένες είναι:

Ο Άγιος Γεώργιος Σιαμανάντων, που μετατράπηκε σε τζαμί για τους ελάχιστους σημερινούς κατοίκους.

Η Παναγία του Αληθινού.

Η Παναγία της Μόχωρας.

Ο Άγιος Ιωάννης Στεφανάντων (Καβελάκ).

Ο Άγιος Θεόδωρος Σαράντων.

Τέλος, να σημειωθεί πως οι περισσότερες εκκλησίες της Κρώμνης δεν βεβηλώθηκαν εσκεμμένα και σκόπιμα μετά το 1923, αλλά κατέρρευσαν από έλλειψη, και μόνο, φροντίδας. Ενώ προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι σε όλη την έκτασή της υπάρχει μόνο ένα τζαμί.

ΠΑΙΔΕΙΑ

Στην Κρώμνη λειτουργούσαν: Ένα σχολείο στον Καστρότοιχο για τις ανατολικές ενορίες, ένα δίπλα στο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης για τις βορειοδυτικές ενορίες και ένα στην απομονωμένη ενορία του Νανάκ.

Τα σχολεία της Κρώμνης, «του Παρτίν» και «του Λυκάστ» τελούσαν υπό την εποπτεία και συνδρομή της «Αδελφότητας Κρωμναίων Τραπεζούντας».

Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελληνική (Ποντιακή) εξακολουθεί να μιλιέται μέχρι σήμερα, από λίγους βέβαια, γέρους της περιοχής.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ

–Ακριτίδης Αλέξανδρος , έμπορος οίνου της Τραπεζούντας.

Ο Αλέξανδρος Ακριτίδης (1864;-1921) υπήρξε Έλληνας επιχειρηματίας της Τραπεζούντας και ένας από τους προύχοντες του Πόντου που εκτελέστηκε με απόφαση του κεμαλικού δικαστηρίου της Αμάσειας.

Ο πατέρας του, Γεώργιος Ακριτίδης, γεννημένος στο Λυκάστ της Κρώμνης διέπρεψε ως επιχειρηματίας και ευεργέτης της ελληνικής κοινότητας της Τραπεζούντας.Συγγενής του ήταν και ο ιδρυτής του Ακρίτειου Νοσοκομείου της Τραπεζούντας Παναγιώτης Ακρίτας από το Λυκάστ και αυτός.

Ο Αλέξανδρος αφού αποφοίτησε από το περιώνυμο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, ασχολήθηκε με την οικογενειακή επιχείρηση παρασκευής και εμπορίας ποτών που έδρευε σε ιδιόκτητο τριώροφο κτίριο στην οδό Σεμερτζιλέρ (Semerciler Sokak) και λειτουργούσε μονοπωλιακά στον Πόντο[5][6]. Παντρεύτηκε την Κλειώ, θυγατέρα του δάσκαλου από το Παρτίν Παναγιώτη Λυπηρίδη και έκανε πέντε παιδιά.

Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου λειτούργησε στην Τραπεζούντα Επιτροπή προσφύγων προκειμένου να επουλώσει τις πληγές που δημιούργησε ο πόλεμος στον ελληνικό χριστιανικό πληθυσμό της πόλης. Σ’ αυτήν την Επιτροπή, που πρόεδρός της ήταν ο βουλευτής του Οθωμανικού κοινοβουλίου Ματθαίος Κωφίδης, ήταν δραστήριο μέλος και ο Αλέξανδρος Ακριτίδης[8]. Αυτή η Επιτροπή το 1920 διευρύνθηκε και μετονομάσθηκε Κεντρική Επιτροπή Περιθάλψεως Πόντου. Από τους κεμαλικούς, όμως, θεωρήθηκε επαναστατική οργάνωση και συσχετίστηκε με το αίτημα ανεξαρτησίας του Πόντου. Οι πρωτεργάτες της Επιτροπής, δραστήρια στελέχη της ελληνικής κοινότητας, συνελήφθηκαν το 1921 και οδηγήθηκαν στο Δικαστήριο Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με απαγχονισμό τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους

Η οικογένειά του με την Ανταλλαγή εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, κυρίως στη Θεσσαλονίκη.

– Κωφίδης Ματθαίος , βουλευτής Τραπεζούντας στο οθωμανικό κοινοβούλιο.

Ο Ματθαίος Κωφίδης (22 Μαρτίου 1855[1] – 1921) ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και βουλευτής του οθωμανικού Κοινοβουλίου. Εξελέγη μέλος της οθωμανικής βουλής σε τρεις συνεχόμενες εκλογικές περιόδους από το 1908 ως το 1918. Το 1921 οδηγήθηκε στην αγχόνη, μαζί με πολλούς άλλους Έλληνες προύχοντες του Πόντου, κατά τη διάρκεια των τουρκικών διώξεων του Μουσταφά Κεμάλ.

Γεννήθηκε στο χωριό Λυκάστ’ της Κρώμνης επαρχίας Αργυρουπόλεως, στον Ανατολικό Πόντο. Βρέθηκε σύντομα στην Τραπεζούντα, όπου έγινε μέλος του μονοπωλίου καπνού.

Αρχικά συμμετείχε στις πρωτοβουλίες του κινήματος των Νεότουρκων, όπως και πολλοί άλλοι ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την ελπίδα ότι αυτό σεβόταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Όμως, σύντομα αντιλήφθηκε ότι ο απώτερος στόχος των Νεότουρκων ήταν η εξαπόλυση μαζικής εθνοκάθαρσης από τους Τούρκους με τη διενέργεια γενοκτονίας, η οποία και διαπράχθηκε κατά των ελληνικών πληθυσμών το χρονικό διάστημα εκείνο.

Ο Κωφίδης μάλιστα εκπροσωπούσε μία επαρχία που υπέφερε ιδιαίτερα από αυτές τις διώξεις και με τις πρωτοβουλίες του διαμαρτυρήθηκε έντονα και απαίτησε αυστηρές κυρώσεις για την παύση των ωμοτήτων που εκτελούνταν.

Αργότερα το 1917 αντικατέστησε για ένα διάστημα τον μητροπολίτη Τραπεζούντας, Χρύσανθο στα μη θρησκευτικά του καθήκοντα

Το 1920, αρνήθηκε να συντελέσει στην οργάνωση ποντιακού αντάρτικου στην Τραπεζούντα, από τον φόβο ότι αυτό θα σήμαινε την πυρπόληση της πόλης από τις ένοπλες ομάδες του Μουσταφά Κεμάλ.

Στα μέσα του 1921 εκτοπίστηκε στα περιβόητα «Τάγματα Εργασίας» και στάλθηκε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, στο Ερζερούμ.

Ο γιος του Κωφίδη, Γεώργιος, από τις κακουχίες αυτής της εκτόπισης αρρώστησε από φυματίωση και πέθανε στις αρχές του 1924.

Όταν δημιουργήθηκαν τα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» από τον Κεμάλ στην Αμάσεια, τα οποία εκτέλεσαν με απαγχονισμό μεγάλο αριθμό σημαντικών προσωπικοτήτων του Ελληνισμού του Πόντου: κυρίως πολιτικούς, επιχειρηματίες και ιερωμένους.

Κατηγορηθηκεό τότι συμμετείχε στο κίνημα αυτονομίας του Πόντου. Και εκτελέστηκε

– Κτενίδης Φίλων βουλευτής, συγγραφέας, ποιητής της «Καμπάνας του Πόντου» και ιδρυτής της Μονής Σουμελά στο Βέρμιο. (1889 -1963 )

Ο Φίλων Κτενίδης ήταν θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος και γιατρός, ποντιακής καταγωγής.

Υπήρξε εκδότης της “Ποντιακής Εστίας”το 1950 και ιδρυτής του σωματείου “Παναγία Σουμελά” το 1951 ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε την ανιστόρηση της νέας μονής Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Ημαθίας.

Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κρώμνη και το 1906 αποφοίτησε από το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.

Εργάστηκε ως λογιστής και την ίδια περίοδο αρθρογραφούσε στην εφημερίδα “Εθνική Δράσις” της γενέτειράς του και το 1910 ανέλαβε διευθυντής δικής του εφημερίδας, της δεκαπενθήμερης “Επιθεώρησης”. Λίγο αργότερα απελάθηκε από τους Νεότουρκους και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της πρωτεύουσας.

Πολέμησε εθελοντικά με τον ελληνικό στρατό στην Ήπειρο και στη Μακεδονία, την περίοδο 1912-13.

Το 1914-15 επέστρεψε στην Τραπεζούντα για να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες του ως γιατρός και μετά την είσοδο των Ρωσικών στρατευμάτων στην πόλη (1916) έφυγε στον Καύκασο, όπου εργάστηκε ως στρατιωτικός γιατρός στο μεγαλύτερο Ρρσικό στρατιωτικό νοσοκομείο στα Πλάτανα.

Το 1922 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ενώ στις εκλογές του 1935 εξελέγη βουλευτής Αθηνών με το συνδυασμό Συμπραττόντων Κυβερνητικών Κομμάτων συγκεντρώνοντας Το 1938 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη συμπρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως γιατρός.

Απεβίωσε τον Ιούλιο του 1963 και ο τάφος του βρίσκεται στην Παναγία Σουμελά στην Καστανιά Ημαθίας.

Συνέγραψε 17 ποντιακά θεατρικά έργα όπως :

“Καμπάνα του Πόντου” “Ο Ξενιτέας” “Ο Μάραντον” “Το Γιάντες” “Το Μαυροκόρτ’ς” “Ο Γκιαούρτς” “Η Προξενεία” “Ο Χωρέτες” “Ο Τελευταίον ο χορός” “Ο Κλήδονας” “Ο Διγενής Ακρίτας”

“Οι Πατρίδες” “Σουμελά” “Η γυναίκα του πρωτομάστορα” “Ο Κλήδονας” “Η Αποθήκη της Στοφορίνας “Η Ανεψιά τη Βέβαια” “Η Δασκαλίτσα” “Υπουργικά βάσανα” “Ο Ζουρνάς”

— Γιώργος Φωτιάδης, θεατρικός συγγραφέας.(1872-1909)

Ο Γιώργος Φωτιάδης ήταν Έλληνας λογοτέχνης που ασχολήθηκε με το δοκίμιο, το μυθιστόρημα και τη συγγραφή θεατρικών έργων.

Γεννήθηκε 1872 στην Κρώμνη Χαλδίας και ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά των Κωνσταντίνου και Ζαφίρας Φωτιάδη.

Τελείωσε το δημοτικό στη Κρωμνη και φοίτησε στο Γυμνάσιο Τραπεζούντας από το οποίο βγήκε δάσκαλος.

Για οικονομικούς λόγους μετανάστευσε στο Βατούμ όπου εργάστηκε σε ιδιωτική επιχείρηση. Αργότερα φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 1897 πολέμησε ως εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο όπου και τραυματίστηκε .

Το 1899 μετανάστευσε εκ νέου στο Βατούμ αφού προηγουμένως έμεινε για λίγο στην Κρώμνη , όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα μετά από ένα σύντομο και άτυχο επαγγελματικό πέρασμα από τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη.

Στο Βατούμ άσκησε αρχικά τη δικηγορία την οποία όμως εγκατέλειψε γρήγορα απογοητευμένος και προσλήφθηκε στην επιχείρηση Έλληνα εμπόρου, ασχολούμενος παράλληλα με τη λογοτεχνία. Πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1909 στο Αχαλτσύχ της σημερινής Γεωργίας από φυματίωση.

Έργο

Ο Φωτιάδης έγραψε ποιήματα τα οποία δημοσίευσε με φιλολογικό ψευδώνυμο στην εφημερίδα Αστήρ του Πόντου.

Θεατρικά έργα που κάποια παίχτηκαν με δίκη του σκηνοθεσία

Αργότερα ασχολούμενος με τη λογοτεχνία και γράφοντας σπουδαία έργα .αν και έγραψε γύρω στα είκοσι έργα από αυτά σώζονται ολόκληρα μόνο τα θεατρικά «Η προξενεία», «Τα σκοτάδια» και τα «Τα μισόφωτα» ενώ το τελευταίο του πόνημα με τίτλο «Το φως» έμεινε ανολοκλήρωτο εξαιτίας του πρόωρου θανάτου του.

Το σημαντικότερο έργο του είναι «Τα σκοτάδια», γνωστό και ως «Λαζάραγας». γράφτηκε την ποντιακή διάλεκτο και θεωρείται το πρώτο ελληνικό αντικαπιταλιστικό θεατρικό] και παίχτηκε για πρώτη φορά λίγο καιρό πριν ο συγγραφέας του πεθάνει, και εντυπωσίασε,

Ο Φωτιάδης συνέβαλε αποφασιστικά στη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στον Πόντο και επηρέασε αρκετούς διανοούμενους που μετά το 1918 αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Ρωσία λόγω της επιστροφής των εδαφών του ανατολικού Πόντου στην Τουρκία. Θεωρείται σημαντική μορφή της ελληνικής λογοτεχνίας της Σοβιετικής Ένωσης].

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Οι κάτοικοι, την εποχή της ακμής, ασχολούνταν με την εξόρυξη μετάλλων από τα ορυχεία της περιοχής. Όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι της Χαλδίας.

Άλλη κύρια απασχόλησή τους αποτελούσε η κτηνοτροφία, με την οποία απασχολούνταν κυρίως γυναίκες (οι παρχαρομάνες).

Που το καλοκαίρι μετέφεραν τα ζώα τους στα παρχάρια και τα προϊόντα της ήταν ξακουστά.

Οι άντρες μετά την παρακμή των μεταλλείων ξενιτεύονταν ή στη Ρωσία ή στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ως έμπειροι τεχνίτες μεταλλείων.

Πολλοί εγκαταστάθηκαν στην Τραπεζούντα και ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τις υπηρεσίες. Αρκετοί βιομήχανοι, έμποροι, γιατροί, μηχανικοί, δημοσιογράφοι, εκπαιδευτικοί, φωτογράφοι, χρυσοχόοι και επιχειρηματίες της Ποντιακής πρωτεύουσας κατάγονταν από την Κρώμνη.

ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΙΚΟ ΚΕΜΤΡΟ

Μαζί με τους ξενιτεμένους, επισκέπτονταν τα καλοκαίρια την Κρώμνη και άλλοι επιφανείς Τραπεζούντιοι για παραθερισμό. Μέχρι τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο η Κρώμνη ήταν το μεγαλύτερο παραθεριστικό κέντρο της περιοχής.

Εμπορικά καταστήματα, φούρνοι και μπακάλικα εξυπηρετούσαν τους παραθεριστές. Ενώ μουσικοί και τραγουδιστές ντόπιοι ή και ξένοι τους διασκέδαζαν. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κρώμνη αποκαλούνταν «τη τραγωδί η μάνα» (του τραγουδιού η μάνα).

ΔΙΩΞΕΙΣ

Ο πόλεμος, οι εκτελέσεις, οι Γενοκτονία των Ελλήνων, οι διωγμοί και άλλες διώξεις του ελληνικού στοιχείου, κυρίως μετά το 1919, μείωσαν δραματικά τον πληθυσμό της Κρώμνης. Οι λίγες οικογένειες που έμειναν μέχρι το τέλος αναγκάστηκαν να εκπατριστούν κατ’ εφαρμογή της ελληνοτουρκικής Συνθήκης Ανταλλαγής που υπογράφτηκε στη Λωζάνη το 1923.

Στις 31 Ιανουαρίου 1924, μέσα στο καταχείμωνο, δόθηκε η εντολή εκκένωσης της Κρώμνης. Μετά από μια βδομάδα πεζοπορίας η πομπή των εκπατρισμένων έφτασε στην Τραπεζούντα. Εκεί τους περίμεναν πλοία για να τους οδηγήσουν στην Ελλάδα.

Οι Κρωμναίοι δεν εγκαταστάθηκαν σε ένα μέρος στην Ελλάδα αλλά διεσπάρησαν σε πολλούς οικισμούς. Αρκετοί πάντως απόγονοι Κρωμναίων βρίσκονται σήμερα στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης όπου λειτουργεί και πάλι η Αδελφότητα Κρωμναίων.[

Η ΚΡΩΜΝΗ ΣΉΜΕΡΑ

Με την ανταλλαγή των πληθυσμων το 1923 εκτός από την βίαια απομάκρυνση των Ελλήνων από τα χωριά, ο πληθυσμός στα χωριά μειώθηκε αρκετά λόγω του ότι οι Θεσσαλονικείς Μουσουλμάνοι πρόσφυγες δεν θέλησαν να εγκατασταθούν στα εκεί χωριά που τους είχαν προτείνει και έφυγαν .

Η Κρώμνη σήμερα ονομάζεται Yaglidere είναι ένα χωριό στην περιοχή της Αργυρούπολη με μόλις 156 κατοικους .

Ο σημερινός οικισμός Yaglidere αποτελείται από τα χωριά Yaglidere και Kurom (Κρώμνη) κατά την Οθωμανική περίοδο.