Τι ήταν το Βυζάντιο;

Σε ένα φόρουμ ακαδημαϊκών που συμμετέχω -όπου αραιά και που γίνονται κάποιες σοβαρές συζητήσεις- ένα από τα θέματα που απασχολούν τους συμμετέχοντες και αποτελούν αντικείμενο αντιπαραθέσεων είναι ο χαρακτήρας της βυζαντινής αυτοκρατορίας και των Βυζαντινών. Συνήθως, το φαινόμενο προσεγγίζεται με ανιστορικό τρόπο με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις και τις σύγχρονες προσλήψεις περί ταυτοτήτων.

Στα ερωτήματα που τίθενται στις συζητήσεις έβαλα τρεις προϋποθέσεις: «θα έπρεπε να τεθούν και να προηγούνται των όποιων ερωτήσεων, οι απαντήσεις στα εξής:

Ποιοί είναι οι Έλληνες τον 3ο μ.Χ. αιώνα;» 

Ποιός είναι ο επίσημος πολιτισμός στο Βυζάντιο και γιατί;» 

Ποιές είναι οι ταυτότητες των πληθυσμών στο Βυζάντιο; α) των λαϊκών, β) της ελίτ» 

Στην εξέλιξη της συζήτησης έγραψα: 

«Κατ’ αρχάς το Βυζάντιο είναι η ίδια η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που καταχρηστικά την αποκαλούμε ‘Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία’ και μόνο κατ’ οικονομίαν και για διευκόλυνση ‘Βυζάντιο».

Ακριβώς αυτή την αυτοκρατορική, οικουμενική διάσταση προσπάθησαν να αμφισβητήσουν οι Λατίνοι της Ρώμης μετά την επέλαση των Γότθων στην ιταλική χερσόνησο και την απόδοση του χαρακτηρισμού «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» στους Γερμανούς.  Ήδη από το 772 μ.Χ. η εκκλησία της Ρώμης έπαψε να μνημονεύει τον αυτοκράτορα. Διεκδικώντας οικουμενικό πολιτικό ρόλο ο Πάπας της Ρώμης, εγκαινίασε τη σύγκρουση με την Κωνσταντινούπολη αποδίδοντας το 800 μ.Χ. τον τίτλο «Αυτοκράτορα των Ρωμαίων» (Imperator Romanorum) στον Καρλομάγνο, κάτι που έως τότε ήταν αναμφισβήτητο κληρονομικό δικαίωμα του βυζαντινού αυτοκράτορα.

Επειδή για ιστορικούς λόγους η Αυτοκρατορία περιορίστηκε στην περιοχή όπου επικρατούσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί και καθοριστικός ήταν ο υψηλός ελληνικός πολιτισμός, που έτσι κι αλλιώς είχε επηρεάσει καταλυτικά και τους ίδιους τους Ρωμαίους, άρχισε μια διαδικασία βαθμιαίου εξελληνισμού του κράτους και του μηχανισμού.

Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και ο Νίκος Σβορώνος: «…έντονη και διαρκής τάση του (Βυζαντίου) προς τον εξελληνισμό, έως τη μεταβολή του σε ένα ελληνικό εθνικό κράτος, είναι πλέον μια ιστορική διαπίστωση γενικά παραδεκτή. Ανάμεσα στους λαούς που απάρτισαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο Ελληνισμός αποτελεί το δυναμικότερο, αν όχι το πολυπληθέστερο, στοιχείο της ήδη από την πρώτη της εμφάνιση.» 

Η Αρβελέρ θεωρεί ότι διαμορφώθηκε ένα συλλογικό συναίσθημα ανωτερότητας, το οποίο βασίστηκε στην υπεροχή της ελληνικής παιδείας που ήταν η βάση του βυζαντινού πολιτισμού. Το συναίσθημα αυτό το χαρακτηρίζει «βυζαντινό σωβινισμό» και υποστηρίζει ότι: «η Αυτοκρατορία με την ποικιλία των λαών και των εθνών που περιλάμβανε προηγούμενα το Βυζάντιο, παραχώρησε τη θέση της σε μια ελληνορθόδοξη Αυτοκρατορία, με μια ενιαία παιδεία, ανεπιεική και αδιάλλακτη έναντι λαών και εθνών που είχαν διαφορετικά ιδεώδη.»

Η ταύτιση με την αρχαία Ελλάδα αρκετών Βυζαντινών διανοούμενων υπήρξε επακόλουθο της ελληνικής τους παιδείας που ήταν έτσι κι αλλιώς ουσιαστικό κομμάτι της ρωμαϊκής –ή ρωμαίικης- ταυτότητας. Αν στους διανοούμενους και λόγιους του Βυζαντίου τα πράγματα ήταν καθαρότερα, για τον απλό λαό υπήρξε μόνο η κοινή θρησκευτική πίστη ως συνδετική ουσία και όχι η αίσθηση της ενιαίας εθνοτικής ταυτότητας. Η ρωμαϊκή πολιτική ταυτότητα ήταν αυτή που μοιράζονταν οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, χωρίς να έχουν άλλες εθνοτικές αναζήτησεις. Βέβαια η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα υπήρξε επιλογή των αυτοκρατόρων και μέσο νομιμοποίησης της οικουμενικότητας και της μοναδικότητας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως της μοναδικής συνέχειας και κληρονόμου της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. 

Πάντως, χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αναφέρονται στο πολυεθνικό αυτό κράτος οι βυζαντινολόγοι: O Arnold Toynbee αναφέρεται σε «βυζαντινούς Έλληνες» και σε «βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό». Συμπεραίνει: «Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ’ όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική». Ο Αndrew Wheatcroft στο βιβλίο του Οι Οθωμανοί γράφει ότι: «Η καινούργια πόλη (η Κωνσταντινούπολη) χρωστούσε λίγα στην παλιά Ρώμη και πολλά στην Ελλάδα» και υποστηρίζει ότι το Βυζάντιο ήταν μια ελληνική αυτοκρατορία και σαν τέτοια συσπείρωσε στους κόλπους της όλα τα κατάλοιπα του ελληνισμού». Ο Braudel στην Γραμματική των Πολιτισμών αναφέρει το Βυζάντιο ως «Ελληνική Αυτοκρατορία». Ο Sture Linner υποστηρίζει ότι οι Βυζαντινοί, οι οποίοι ήταν περήφανοι για το ρωμαϊκό παρελθόν τους, «διεκδικούσαν το δικαίωμα να είναι Έλληνες, άμεσοι κληρονόμοι των ποιητών και των φιλοσόφων, των ιστορικών και των επιστημόνων της Ελλάδας των περασμένων αιώνων… είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος.» Ως «Έλληνες» αντιλαμβάνονταν τους Βυζαντινούς και οι Ρώσοι. Το Πατριαρχείο το αποκαλούσαν «Ελληνική Εκκλησία»

Ο Αρμένιος βυζαντινολόγος Χρ. Μ. Μπαρτικιάν αναφέρει ότι στις αρμενικές αναφορές από τον 5ο μ.Χ. αι. για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συναντιούνται οι εκφράσεις «βασίλειο των Ελλήνων», «χώρα των Ελλήνων», «μέρη των Ελλήνων» «ελληνικός στρατός», «αυτοκράτορας των Ελλήνων». Το ίδιο ακριβώς παρατηρείται και σε γεωργιανές αναφορές…. 

Συμφωνούμε κατ’ αρχάς σε δύο πράγματα:

α) ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον 4ο μ.Χ. αι. περιορίστηκε στον ελληνόφωνο κόσμο και

β) ότι οι ταυτότητες των πληθυσμών εκείνη την εποχή ορίζονταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τα σύγχρονα στερεότυπα και βασίζονταν κυρίως στη θρησκευτική βάση. 

Πώς διαμορφώθηκε η ταυτότητα των βυζαντινών πληθυσμών;  

Η ρωμαίικη ταυτότητα εδραιώθηκε στέρεα λόγω της μακράς περιόδου ύπαρξης του Βυζαντίου. Ισχυροποιήθηκε μέσα από τη θρησκευτική αυστηρότητα και προσήλωση σε πολύ συγκεκριμένους δογματικούς κανόνες, οι οποίοι επιβλήθηκαν από τους αυτοκράτορες για τη διατήρηση και ενίσχυση της κρατικής ενότητας. Η επιδίωξη της κρατικής ενότητας υπήρξε η βάση της σκληρής καταστολής των αιρέσεων, οι οποίες υπονόμευαν την ενιαία αντίληψη. Το κρατικό συμφέρον είχε διαμορφώσει μια ανελαστική δογματική στάση (όπως λ.χ. τη ρήση του Μ. Κωνσταντίνου «όπερ εγώ βούλομαι, τούτο κανών νομιζέσθω»), η οποία καθόρισε τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Επιπλέον ο αυτοκράτορας είχε έναν ιερό ρόλο του «επί γης παντοκράτορος». Ήταν δηλαδή το επίγειο ισοδύναμο του επουράνιου βασιλέως. Σε πολιτικό επίπεδο επικρατούσε το βυζαντινό δόγμα της Translatio imperii, σύμφωνα με το οποίο ο μόνος πραγματικός Ρωμαίος αυτοκράτορας ήταν εκείνος της Κωνσταντινούπολης.

Παράλληλα, η μετάβαση από την παγανιστική πολυθεϊα στο μονοθεϊστικό χριστιανισμό είχε οδηγήσει στη μετατροπή του όρου «Έλληνας» σε θρησκευτικό, σημαίνοντας τον «ειδωλολάτρη». Η Ελ. Γλύκατζη Αρβελέρ αναφέρει ότι όπως οι έννοιες «Έλληνας» και «Ειδωλολάτρης» ταυτίστηκαν, έτσι και οι έννοιες «Ρωμαίος» και «Χριστιανός» έγιναν ταυτόσημες. Η επικράτηση των θρησκευτικών σημασιών ήταν τέτοια, ώστε ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός αποκαλούσε τους Βυζαντινούς «Έθνος Χριστιανών».

 Έτσι, από τις απαρχές της ανατολικής πορείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διαμορφώνεται μια νέα ταυτότητα που βασίζεται σε τρία στοιχεία:

α) στην υπαγωγή στην κωνσταντινουπολίτικη εξουσία,

β) στην ελληνική γλώσσα και

γ) στην ορθόδοξη πίστη. 

 Η υψηλή μόρφωση ήταν από την αρχή, με αυτοκρατορικό διάταγμα, προϋπόθεση για να εισέλθει κάποιος στο αυτοκρατορικό περιβάλλον και να καταλάβει κάποια καίρια διοικητική θέση. Το διάταγμα αυτό ενσωματώθηκε αργότερα στο Θεοδοσιανό Κώδικα (438 μ.Χ.) Από την εποχή του Ιουστινιανού (534 μ.Χ.), παρά την συναισθηματική άρνηση της λατινικής ηγεσίας, η ελληνική γλώσσα καθιερώνεται στη βυζαντινή διοίκηση.  

 Κατά τους μέσους βυζαντινούς αιώνες (9ος-12ος αι.) το σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης παρακολουθούσαν διακόσιοι έως τριακόσιοι προνομιούχοι, οι οποίοι προορίζονταν για να στελεχώσουν τα ανώτατα διοικητικά κλιμάκια της Αυτοκρατορίας. Η αρχαϊζουσα παιδεία ήταν βασική προϋπόθεση για την επιλογή των πρέσβεων σε ξένες χώρες. Αυτή η διοικητική ελίτ ήταν φορέας της πεποίθησης ότι οι Έλληνες είναι οι πρόγονοι των Βυζαντινών.

Παρότι οι εκχριστιανισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί υιοθέτησαν το όνομα «Ρωμαίος» κράτησαν όμως το πολιτιστικό του περιεχόμενο, δηλαδή τη συνείδηση της ξεχωριστής ύπαρξης από τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία, όπως τη θρησκεία και –σε μεγάλο βαθμό- τη γλώσσα. Σημαντικό μέρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας διασώθηκε και χρησιμοποιήθηκε για τη διδασκαλία των Βυζαντινών. Χαρακτηριστική και όχι μοναδική περίπτωση είναι ο Πατριάρχης Φώτιος, ο οποίος με τη Μυριόβιβλο ή Βιβλιοθήκη, διέσωσε τον 9ο αιώνα μ.χ. πολλά έργα Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Ο Φώτιος κάνει αναφορά σε  280 συγγραφείς Το έργο κάποιων από αυτούς (όπως Κτησίας, Κόνωνας, Μέμνονας, Διόδωρος) δεν σώθηκε μέχρι τις μέρες μας και μόνο χάρη στο Φώτιο γνωρίζουμε κάποια αποσπάσματα.

 Το περιεχόμενο των εθνοτικών όρων φαίνεται να ήταν κατανοητό στους Βυζαντινούς λόγιους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν στα κείμενά τους την αττική μορφή της ελληνικής γλώσσας. Χαρακτηριστική είναι η χρήση των όρων από τον Ιωάννη Τζέτζη, που έζησε τον 11ο αιώνα… Σε επιστολή που απέστειλε στον Ισαάκο Β’ Κομνηνό αυτοπροσδιορίζεται ως «Έλληνας»: «…πόσω μάλλον εμέ δει ταύτα φυλάττεσθαι, εκ των ευγενεστάτων Ιβήρων τω γε μητρώω γένει καθέλκοντα την σειράν, εκ δε του πατρός καθαρώς τυγχάνοντα ΄Ελληνα.» Τον ίδιο ακριβώς εθνοτικό όρο «Έλλην», χρησιμοποιεί και όταν αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες. Ο Τζέτζης έχει πλήρη επίγνωση των διαφόρων εθνοτικών ομάδων που δρουν εκείνη την περίοδο στα σύνορα της Αυτοκρατορίας και τις αναφέρει με το όνομά τους. Την ίδια επίγνωση έχει και για τους αρχαίους λαούς, όπως τους συναντά μέσα από της αρχαιοελληνική ιστοριογραφία την οποία φαίνεται να κατέχει άριστα.   

Η πλήρης ανάδυση στο προσκήνιο της ελληνικής ταυτότητας από εθνοτικής πλευράς, θα συμβεί τις εποχές γύρω από την Άλωση του 1204. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς θα λειτουργήσει ως ο καταλύτης για την εδραίωση μιας εθνοτικής ελληνικής ταυτότητας. Η Gill Page υποστηρίζει: «Το φαινόμενο της φραγκικής κατάκτησης και εξουσίας υπήρξε η πιο κρίσιμη κινητήρια δύναμη για τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στο πεδίο των ρωμαϊκών εθνοτικών ταυτοτήτων… Οι κατακτήσεις των δυτικών στη Βυζαντινορωμαϊκή αυτοκρατορία ισοδυναμούσαν με μια εθνοτική κρίση (σ.τ.σ. προσκόλλησης στον πυρήνα του εθνοτικού τους αυτοπροσδιορισμού). Επόμενο ήταν τα εθνοτικά κριτήρια να βγουν στο προσκήνιο». Η Page, που χρησιμοποιεί ταυτόσημα τους όρους «Έλληνες» και «Ρωμαίοι», μελετά τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την εθνοτική ταυτότητα των Βυζαντινών οι συγγραφείς εκείνης της εποχής.

Θα εμφανιστούν από τότε οι θεωρίες περί της αδιάκοπης συνέχειας του ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους. O Nικήτας Χωνιάτης υπήρξε ένας μορφωμένος Βυζαντινός συγγραφέας που σταδιοδρόμησε στη δημόσια διοίκηση. Τη χρονιά της Άλωσης το 1204 ήταν 49 ετών. Ο Χωνιάτης ξεκάθαρα ταυτίζει τους Ρωμαίους με τους Έλληνες. Επίσης ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Περσών παρουσιάζεται ως το αντίστοιχο του αγώνα των Βυζαντινών κατά των Φράγκων, οι οποίοι θεωρούνται «βάρβαροι», όπως όλα τα υπόλοιπα έθνη –των Λατίνων συμπεριλαμβανομένων- με τα οποία έρχονταν σε επαφή. Την ίδια περίπου περίοδο συγγράφεται το Χρονικόν του Μορέως στη λατινοκρατούμενη Αχαϊα, όπου η ελληνική καταγωγή των βυζαντινών Ρωμαίων διατυπώνεται με σαφήνεια (στ. 795): «Διαβόντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι / Έλληνες είχαν το όνομα, ούτως τους ωνομάζαν / -πολλά ήταν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσιν – / από την Ρώμη απήρασιν το όνομα των Ρωμαίων.» Στους ανατολικούς λαούς υπάρχει ταύτιση των όρων «Ρωμαίος» και «Έλληνας». Ο Χρ. Μπαρτικιάν αναφέρει ότι ο Αρμένιος συγγραφέας του 13ου αι, Στέφανος Ὀρμπελιάν (1250-1305) γράφει: «ὁ βασιλεύς τῶν Yoyn (των Ἑλλήνων), δηλαδή τῶν Horom (των Ρωμαίων)».

…………………………..

Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από το υπό έκδοση βιβλίο μου με τίτλο «Εμείς και το Ισλάμ. Η συνάντηση του ελληνισμού με το αραβικόΣκέψεις Ισλάμ.«


To view or add a comment, sign in

Explore topics