Examples from the LingQ library
-
το κτήμα και το χωράφι του; Do you know
-
fruit company. Για το χωράφι του δεν ξέρω. Ich
-
the estate / property το χωράφι the farm field Μήπως
-
income, diverse assets, ένα χωράφι από 'δώ, κάποιο νοίκι
-
γυρίσει στο πατρικό του χωράφι or an engineer returning
-
Ομοίως κ' «ένα πινάκι χωράφι», εν αγριοχώραφον, το οποίον
-
να είναι αποκάτω, στο χωράφι. Η Φραγκογιαννού, αποθέσασα προς
-
ο Γιάννης ειργάζετο στο χωράφι, αλλά μόνον η ιδία
-
Μα πού είναι;... Στο χωράφι, είπες; Και τί κάνει
-
σαν φωτιά που καίει χωράφι με καλαμιές. The glow
-
στο δικό σου το χωράφι βρέθηκε, εσύ θα κερδίσεις