Examples from the LingQ library
-
παράθυρο. Καταγής έκαιε ένα φανάρι, και η τρεμουλιάρικη φλόγα
-
stone walls. Πλάγι στο φανάρι, ένα άδειο ξύλινο σεντούκι
-
εμπρός στην πόρτα, το φανάρι αναμμένο και το κελάρι
-
άναβε κι' έσβηνε το φανάρι. Es hatte so wenig
-
sens. Όταν άναβε το φανάρι του, θα ήταν σαν
-
μόλις τώρα - έσβησες το φανάρι σου;» Warum hast du
-
άναβε κι έσβηνε το φανάρι. It had just enough
-
σπίτια, χωρίς πληθυσμό, ένα φανάρι και ένας άνθρωπος που
-
sense. Όταν ανάβει το φανάρι του, είναι σαν να
-
αμέσως το πιο κοντινό φανάρι του δρόμου έσβησε με
-
και το αμέσως επόμενο φανάρι έσβησε κι αυτό με