Βασίλης Τζανακάρης
Ένα παιδί μετράει κεφάλια
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Σάββατο μεσημέρι. Το φαγητό με περίμενε στην κουζίνα. Η μυρωδιά του φούρνου μου ξυπνούσε αναμνήσεις που έγιναν ακόμα πιο έντονες όταν δοκίμασα την πρώτη πιρουνιά. Κοτόπουλο με ρύζι στο φούρνο, συνοδευόμενο από ένα εξαιρετικό πρόβειο γιαούρτι. Ήταν η στιγμή που συνέλαβα τον εαυτό μου να… χαμογελάει στην γιαγιά μου. Η γεύση είχε παίξει για μια ακόμη φορά έναν από τους πιο συγκλονιστικούς της ρόλους. Ενεργοποίησε τον μηχανισμό της μνήμης, των αναμνήσεων, και μια πιρουνιά φαγητού έφερε στο τραπέζι του σπιτιού μια άγια μορφή ενός ανθρώπου που εδώ και δεκαετίες δεν αναπνέει ανάμεσα μας.
Κατευθύνθηκα στο τραπέζι έχοντας μόλις ολοκληρώσει την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου του Βασίλη Τζανακάρη με τίτλο «Ένα παιδί μετράει κεφάλια», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, το οποίο αποτελείται από 27 διηγήματα που συνθέτουν ένα μωσαϊκό αναμνήσεων της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, καθώς περιλαμβάνουν «μια σειρά γεγονότων που συνέβησαν στην πόλη του, τις Σέρρες, και τα οποία τον σημάδεψαν», όπως σημειώνει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
«Είχαν πολλές και μεγάλες δυνατότητες έκφρασης και περιγραφής οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, που, όπως και η γιαγιά μου, δεν είχαν τη δυνατότητα να πάνε σε κάποιο σχολείο και να μάθουν γράμματα. Γι’ αυτό και τότε αναδείχθηκαν μεγάλοι παραμυθάδες, που άρχιζαν τις ιστορίες τους σε σπίτια, δημόσιους χώρους, καφενεία και τις συνέχιζαν επί μέρες, με τους ακροατές τους να περιμένουν εναγωνίως τη συνέχεια, την οποία πολλές φορές για να την ακούσουν πλήρωναν κιόλας. Πράγματα που δεν μπορούμε να τα διανοηθούμε ή να τα πιστέψουμε, αλλά και να τα πραγματοποιήσουμε εμείς σήμερα, με τόσα γράμματα, κινητά τηλέφωνα κι αστείρευτους κρουνούς γνώσης και μόρφωσης κάθε είδους», γράφει ο Τζανακάρης για την δική του γιαγιά και τώρα νιώθω πως οι γιαγιάδες μας, άγνωστες μεταξύ τους, κάθονται παρέα κάπου εκεί ψηλά και τα λένε. Άλλωστε τι Σέρρες, τι Λάρισα; Ίδιος ο πόνος των ανθρώπων που μεγάλωσαν σε δύσκολες και μαύρες για την χώρα εποχές, ίδια η φτώχεια, ίδιοι οι κακοτράχαλοι δρόμοι, ίδια τα δράματα. Το μόνο διαφορετικό, τα ονόματα των πρωταγωνιστών που άλλαζαν από τόπο σε τόπο…
Την δική μου γιαγιά η αλήθεια είναι πως την έφερα στο νου μου πριν δοκιμάσω το φαγητό του Σαββάτου. Ήρθε ως αντανάκλαση στη μνήμη μου διαβάζοντας στο βιβλίο του Τζανακάρη την αφήγησή του για τον μεγάλο λήσταρχο της εποχής Μήτρο Τζατζά, ένα όνομα οικείο σε μένα καθώς η καταγωγή του ήταν από την Κρανιά Ολύμπου, το χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε η γιαγιά, ο παππούς και η μητέρα μου. Είχα ακούσει λοιπόν κάποιες, διάσπαρτες, ιστορίες στις οποίες όμως σαν παιδί τότε δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, σε αντίθεση με τον συγγραφέα ο οποίος όχι μόνο τις άκουσε, αλλά τις ερεύνησε και τις κατέγραψε, παρουσιάζοντας μας δυο βιβλία* που έχουν να κάνουν με τη ζωή των μυθικών για εκείνη των εποχή λήσταρχων, όπως του Φώτη Γιαγκούλα. Ο συγγραφέας – δημοσιογράφος, με την αφοσίωσή του στην έρευνα και την συγγραφή, κατάφερε τα βιβλία του να αποτελούν ψηφίδες ιστορίας έτοιμες να τοποθετηθούν στο ιστορικό μωσαϊκό του τόπο μας.
Αυτό κάνει και στο τελευταίο του βιβλίο ο Τζανακάρης μέσα από τα διηγήματά του. Αναδεικνύει μορφές, ανθρώπους καθημερινούς, των βασανισμένων χρόνων και συνθέτει με απλότητα και ευαισθησία το μωσαϊκό εκείνων των χρόνων, όπου τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το σήμερα.
«Ξαφνικά έγινε σούσουρο ανάμεσα στο πλήθος κι όλοι έστρεψαν τα κεφάλια τους προς την ίδια κατεύθυνση. Από το βάθος της πλατείας, δίπλα από το βενζινάδικο, ερχόταν κατά τον σωρό η κυρία Εκάβη, η δασκάλα, ψηλή, αγέλαστη, με μαύρα ρούχα και μαύρη μαντίλα σφιχτοδεμένη κάτω από το πηγούνι της. Προχωρούσε αμίλητη και μόνο κάτω από τον δυνατό ήλιο, θλιμμένη έτσι όπως κανείς δεν την είχε δει μέχρι τότε. Κι όσο ζύγωνε οι άνθρωποι παραμέριζαν, άνοιγαν δρόμο κι ένας δυο έβγαλαν τα καπέλα τους περισσότερο από σεβασμό παρά για να την χαιρετήσουν…
«Βοήθησε με Στεφανάκη να τον πάρουμε!» είπε. Εκείνος την ακολούθησε μέχρι τον σωρό και της έδειξε με το δάχτυλο…
»Η κυρία Εκάβη έσκυψε και με τον Στέφανο δίπλα της ξεκόλλησε το κεφάλι του γιου της από την πυραμίδα με προσοχή και ευλάβεια. Σαν να φοβόταν ότι αυτό που έπιανε διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο να γίνει χίλια κομμάτια έτσι και της έπεφτε. Ο Στέφανος είδε τα χέρια της, άσπρα και τρυφερά, πρώτα να χαϊδεύουν τα ματωμένα μαλλιά, τη μύτη, το μέτωπο, το στόμα, και δεν είπε λέξη. Μόνο βοήθησε να ανοίξει το κάτασπρο πανί που είχε φέρει μαζί της και να τυλίξει σ’ αυτό το κεφάλι του Ορέστη. Ύστερα ανασηκώθηκε με κόπο, το έσφιξε και με τα δυο της χέρια πάνω στο στήθος και χάθηκε μέσα στο σπάταλο φως του ήλιου…»
Ο συγγραφέας ξεκινάει τη νέα του συγγραφική περιπέτεια με το διήγημα που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, καθώς όπως εξηγεί ο ίδιος «η εικόνα των κομμένων κεφαλιών ανταρτών και κυρίως η τοποθέτησή τους στο πλέον κεντρικό σημείο της πόλης μου ήταν κάτι σαν την ομηρική ύβρη που έμεινε ανεξίτηλα τυπωμένη στην παιδική μου μνήμη…».
Η συγκλονιστική αυτή διήγηση δεν είναι η μοναδική μέσα στο βιβλίο του Τζανακάρη. Πονάω καθώς διαβάζω τον «“Γενναίο” λοχαγό με το ποντικίσιο μουστάκι» με πρωταγωνιστές μια σκύλα με τα κουταβάκια της στο στρατόπεδο όπου υπηρετούσε ο συγγραφέας, και τον λοχαγό που με μια κλωτσιά του αποκεφάλισε το ένα από αυτά. «Από την επόμενη μέρα η σκύλα δεν ξαναφάνηκε. Φαίνεται πως είχε μαζέψει τα μικρά της κι έφυγε τρομαγμένη και απογοητευμένη από όλους εκείνους που κάποτε είχε εμπιστευτεί και αγαπήσει».
Συγκινούμαι καθώς τα μάτια μου συναντούν την ιστορία της Ανέζας, της πόρνης που δολοφονήθηκε Μεγάλη Παρασκευή, όταν της έμπηξαν βίαια το πυρωμένο σίδερο βαθιά μέσα στα σωθικά της. «Ο πεθαμένος Χριστός ανηφόριζε κιόλας κατά το Ιμαρέτ. Η Ανέζα κατηφόριζε κατά τον Άδη. Κάπου θα ξαναντάμωναν οι δυο τους, αλλά όχι εδώ, αλλού».
Ταξιδεύω με τον συγγραφέα όταν συναντά στον Μόλυβο, τη Στέλλα Ιωάννου, τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», του Στρατή Μυριβήλη. «Δεν θέλω να τον ξέρω!», έκανε οργισμένη για όσα υπονοούμενα άφηνε ο Λέσβιος συγγραφέας μέσα από τις σελίδες του, μόλις αναφέρθηκα σ’ εκείνον. «Με ρεζίλεψε. Ποτέ δεν ήμουν ερωμένη του. Μπορεί εκείνος να μ’ αγαπούσε αλλά αυτό ήταν όλο κι όλο και τίποτα περισσότερο. Ό,τι έγραψε και ό,τι υπονοούσε το έβγαλε από το μυαλό του…»
Θυμάμαι τον Μάνο Χατζιδάκι και τα όσα γράφει** για το ζεϊμπέκικο, παρακολουθώντας το χωριατόπαιδο μέσα στο στρατόπεδο να χορεύει τελετουργικά, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την προσωπική του «αντίσταση».
Δεν θέλω να αδικήσω τα υπόλοιπα διηγήματα του Βασίλη Τζανακάρη. Κάθε διήγημά του εμπεριέχει και μια διαφορετική εικόνα εποχής. Τόσο διαφορετική, όσο και οικεία, καθώς εμπεριέχεται στο DNA αυτού του λαού. Μπορεί να τις έχουμε αποβάλλει από τις συζητήσεις μας γιατί αφορούν το χθες. Ίσως κι επειδή οι περισσότεροι εκ των πρωταγωνιστών έχουν φύγει από τη ζωή. Πήραν μαζί τους όνειρα και εφιάλτες, είδαν την χώρα να προχωράει και την παρέδωσαν στα παιδιά τους καλύτερη απ’ ότι την παρέλαβαν οι ίδιοι, πληρώνοντας την διαδρομή αυτή με το εισιτήριο της δικής τους ζωής.
Οι γιαγιάδες και οι παππούδες, οι θείες και οι θείοι, οι αγρότες, οι περιπτεράδες, οι νοικοκυρές, οι φαντάροι και οι αξιωματικοί, οι άντρες που όριζαν κυριολεκτικά τις τύχες ολόκληρης της φαμίλιας. Πρόσωπα άγνωστα σε μας, κι όμως τόσο γνωστά. Αυτό είναι ένα από τα κατορθώματα του Τζανακάρη. Καταφέρνει με τις δικές του μνήμες να ενεργοποιεί τις δικές μας. Ή τα ακούσματά μας. Κι αυτό ίσως να είναι και απαραίτητο στην εποχή μας. Δεν είναι καθόλου κακό να γνωρίζεις τι ακριβώς συνέβαινε σε τούτα εδώ τα χώματα πριν πολλές δεκαετίες. Απεναντίας. Υποχρεωτικό είναι. Από το στόμα των ανώνυμων που πάλεψαν, αδίκησαν και αδικήθηκαν, εκμεταλλεύτηκαν, έμπλεξαν, αμάρτησαν, πρόκοψαν, δημιούργησαν, καταστράφηκαν, ερωτεύτηκαν, αγάπησαν και αγαπήθηκαν… Απ’ όλα έχει ο μπαχτσές λένε και στα δικά μας τα χωριά. Απ’ όλα. Όπως ο άνθρωπος δηλαδή…
*2013 Φώτης Γιαγκούλας ο Απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες, εκδόσεις Μεταίχμιο
2016 Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν, εκδόσεις Μεταίχμιο
** «Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός σύγχρονος ελληνικός ρυθμός», Μάνος Χατζιδάκις, Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδόσεις Ίκαρος