Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν

Στο παλαιό Ναύπλιο και τα διατηρητέα σπίτια του είναι ζήτημα αν έχουν απομείνει 100 κάτοικοι. Η πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους έχει μετατραπεί σε τουριστικό πάρκο. Κάτοικοι και φορείς μίλησαν στην «Κ»

15' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Κώστας Καράπαυλος στέκεται όρθιος στο μέσον της σάλας. Με κάθε του βήμα το σανιδένιο πάτωμα, που μετράει 180 χρόνια ζωής, τρίζει. Μας δείχνει στους τοίχους προσωπογραφίες και παλιές οικογενειακές φωτογραφίες: ο προπροπάππος του ήταν οπλαρχηγός και γερουσιαστής του Καποδίστρια, ο προπάππος υπουργός, ο παππούς βουλευτής, ο πατέρας του δήμαρχος. «Εγώ, προτού εκλεγώ δημοτικός σύμβουλος, το ανώτερο αξίωμα που έφτασα ήταν πρόεδρος στον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Οπως βλέπετε, η αστική τάξη σταδιακά παρακμάζει», λέει με φλεγματικό χιούμορ ο δικηγόρος, που εκτός από Ελληνες έχει και Βρετανούς προγόνους.

Κατοικεί σε ένα από τα παλαιότερα σπίτια του Ναυπλίου, γεμάτο από παλιά έπιπλα και «φαντάσματα» συγγενών. Η οικία έχει επισκευαστεί εξωτερικά πριν από 25 χρόνια και βαστάει. Αλλά οι αντοχές της την εγκαταλείπουν. «Τις προάλλες με πήραν οι γείτονες: “Τρέξε Κώστα, ένα παντζούρι έχει ξεκολλήσει και κρέμεται!”. Το αστείο είναι ότι το είχα αλλάξει πρόσφατα. Δυστυχώς οι καινούργιοι μάστορες δεν έχουν τις γνώσεις των παλαιών», λέει.

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν-1
Ο Κώστας Καράπαυλος με τον γιο του Νίκο, τη Μαρία Γεραμάνη και τον σκύλο τους Αρη. Μένει σε ένα σπίτι 180 ετών που κληρονόμησε από την οικογένειά του. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού είναι ένας από τους ελάχιστους απογόνους από τα παλιά σόγια του Ναυπλίου που εξακολουθεί να μένει στην αρχική εστία. Ο αγώνας με το κόστος συντήρησης, τη φορολογία και τη φθορά του χρόνου είναι δυσβάσταχτος. Το ξέρει ο ίδιος, το ξέρει και ο γιος που είναι καθισμένος στον καναπέ με την κοπέλα και τον σκύλο τους: «Βρε, δεν πιστεύω όταν πεθάνω να το κάνεις το σπίτι ξενοδοχείο ή Airbnb», λέει στον νεαρό. Και ύστερα συμπληρώνει κοιτάζοντάς τον τρυφερά: «Δεν του έχω εμπιστοσύνη. Είναι ο πρώτος Καράπαυλος μετά τέσσερις γενιές που δεν σπούδασε Νομική». Σκάνε στα γέλια και οι δυο. Η αλήθεια είναι πως υπό τις παρούσες συνθήκες η επιλογή της εκμετάλλευσης είναι σχεδόν μονόδρομος.

Με οδηγό το κέρδος

Ο αρχιτέκτων μηχανικός Κώστας Μπουντούρης (που συντόνισε και την αποκατάσταση στο Μπούρτζι) λόγω της δουλειάς του στην αρχαιολογική υπηρεσία ελέγχει όλες τις οικοδομικές άδειες της προστατευόμενης –από το υπουργείο ΠολιτισμούΠαλιάς Πόλης: «Από το 1998 έως σήμερα έχω μπει στο 95% των κατοικιών της. Εξ αυτών το 80% είναι ήδη αποκατεστημένο. Πρόσφατα και το υπόλοιπο 20% έχει αρχίσει να φτιάχνεται για ξενοδοχεία ή βραχυχρόνια μίσθωση. Κτίρια που ρήμαζαν λόγω πολλών κληρονόμων έχουν αλλάξει πλέον δύο και τρία χέρια ιδιοκτητών. Είναι τέτοιο το οικονομικό όφελος που ξεπερνιούνται έως και οι οικογενειακές ασυμφωνίες, τόσο ενδημικές στην Ελλάδα».

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν-2
Ο αρχιτέκτων Κώστας Μπουντούρης εργάζεται στην αρχαιολογική υπηρεσία και επέβλεψε την αποκατάσταση στο Μπούρτζι. Ελέγχει τις οικοδομικές άδειες στην Παλιά Πόλη. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Μέχρι το 2010 στις αυτοψίες του έβλεπε, ανάμεσα στους ιδιοκτήτες, και απογόνους παλιών οικογενειών. Αυτοί δεν ήθελαν να χαλάσουν τα σπίτια για να τα κάνουν ξενώνες. Ομως πέθαναν και τα παιδιά τους έφυγαν ή μετοίκησαν. Τα τελευταία δεν είχαν αναστολές, είδαν την οικονομική ευκαιρία. «Ετσι η πόλη γίνεται τουριστική Ντίσνεϊλαντ, μέρα με την ημέρα, δίχως ανάχωμα. Είναι μοιραίο. Δεν είναι εύκολο μέρος για να ζήσει κανείς. Είναι ανήλιαγο, δεν έχει θέσεις στάθμευσης, δεν υπάρχουν ασανσέρ και ανέσεις. Οποιος έχει στην κατοχή του ένα διατηρητέο κτίριο πληρώνει μεγάλη φορολογία, έτσι είτε το πουλάει είτε το αξιοποιεί. Η νομοθεσία δεν δίνει κίνητρα προς τη σωστή κατεύθυνση διότι το κράτος γίνεται και αυτό ένας μεγάλος επιχειρηματίας: ξέρει ότι ο τουρισμός θα του αποφέρει περισσότερα έσοδα από τις κατοικίες», συμπληρώνει.

Περπατώντας μεσοβδόμαδα στα πλακόστρωτα σοκάκια συναντά παντού κανείς μόνο σφαλιστά εξώφυλλα και συνεργεία μπογιατζήδων και μαστόρων που δουλεύουν ακατάπαυστα σε κτίρια που τώρα ανακαινίζονται. Βάζουν τις τελευταίες «πινελιές» σε κελύφη διαφόρων αρχιτεκτονικών στυλ, κυρίως πρώιμα νεοκλασικά. Περιμένουν τα ερωτευμένα ζευγάρια των Αθηναίων που καταφτάνουν μαζικά τα Σαββατοκύριακα και αναζητούν σουίτες και ατμόσφαιρα lounge. Oπως μας εξήγησε ο κ. Μπουντούρης, οι αποκαταστάσεις των τελευταίων ετών γίνονται με πανάκριβα υλικά που θα αποσβεστούν αναγκαστικά από την άνοδο στην τιμή της διανυκτέρευσης. Σε λίγο το παλιό Ναύπλιο όχι μόνο δεν θα έχει καθόλου μόνιμους κατοίκους αλλά θα απευθύνεται σε πλούσιους ταξιδιώτες. Κάπως έτσι θα ενταθεί η υπάρχουσα διχοτόμηση ανάμεσα στη νέα και την παλιά πόλη: από τη μια η χλιδή στη σκιά του Παλαμηδίου, προσβάσιμη σε όλο και πιο λίγους και από την άλλη ο σύγχρονος οικισμός που αναπτύχθηκε δίπλα, όπου σήμερα βρίσκεται αποκλειστικά η αγορά προϊόντων καθημερινής χρήσης και οι υπηρεσίες: το βαλσαμωμένο παρελθόν με το ακαλαίσθητο –γεμάτο παλμό– σήμερα. Κάποτε δεν υπήρχε αυτή η σχάση.

«Η νομοθεσία δεν δίνει κίνητρα προς τη σωστή κατεύθυνση διότι το κράτος γίνεται και αυτό ένας μεγάλος επιχειρηματίας: ξέρει ότι ο τουρισμός θα του αποφέρει περισσότερα έσοδα από τις κατοικίες», λέει ο αρχιτέκτων Κώστας Μπουντούρης.

Τη μεταμόρφωση του παλιού Ναυπλίου από μια ζώσα κοινότητα σε τουριστικό γκέτο έχει ζήσει από την αρχή ο Βασίλης Σταύρου, που ξεκίνησε να εργάζεται ως φύλακας της αρχαιολογικής υπηρεσίας το 1991. «Ηταν δύσκολα χρόνια», ομολογεί πίνοντας μια γουλιά εσπρέσο. «Δουλειά μου ήταν να πηγαίνω στις αυτοψίες των αδειών ώστε να ελέγχω ότι έγιναν σωστά τα πράγματα. Οι άνθρωποι δεν είχαν συνειδητοποιήσει τότε την αξία των οικοδομημάτων τους, ήθελαν να κάνουν του κεφαλιού τους. “Ποιοι είστε εσείς που θα μου πείτε τι παράθυρα θα βάλω και τι χρώμα θα βάψω το σπίτι μου”, έλεγαν. Επειδή αναγκαζόμουν να διακόψω εργασίες, είχα γίνει εχθρός με φίλους, κουμπάρους και συμμαθητές. Με ηρεμία, εξηγήσεις και το πνεύμα ότι όλα γίνονται για το καλό του Ναυπλίου, οι εντάσεις υποχώρησαν. Ολοι πια βλέπουν πόσο χρήσιμη ήταν η αυστηρότητα που είχαμε τότε και μας το αναγνωρίζουν. Και πώς να μην το κάνουν; Eχουν ανεβεί τόσο οι τιμές στα σπίτια, που καταλαβαίνουν ότι βγήκαν κερδισμένοι. Βέβαια τα κτίρια διασώζονται αλλά οι μόνιμοι κάτοικοι σταδιακά εξαφανίζονται», μας εξηγεί.

Εστίαση παντού

«Η Παλιά Πόλη το 1840 στην ακμή της είχε 10.000 κατοίκους. Σήμερα με το ίδιο μέγεθος, ζήτημα είναι να έχει 100 μόνιμους πλέον. Ομως είναι ένα οικονομικό χρυσωρυχείο. Η νέα πόλη έχει 13.000 άτομα πληθυσμό. Οι συγκρίσεις τα λένε όλα», λέει ο Μπάμπης Αντωνιάδης, τοπογράφος μηχανικός, που παλαιότερα είχε πολιτευτεί και παραμένει μια φωνή αντίδρασης στον κορεσμό του τουρισμού: «Πάγιο αίτημα όλων των δημοτικών αρχών είναι να αρθούν οι περιορισμοί στις χρήσεις γης και να ανοίγουν παντού καφετέριες και εστιατόρια. Εχουν σκεφτεί ότι έτσι διώχνουν και τους τελευταίους μόνιμους κατοίκους; Ποιος μπορεί να ζήσει δίπλα από ένα μπαρ ή πάνω από μια ταβέρνα». Γιατί άραγε η πόλη έχει γίνει ένα άδειο σκηνικό θεάτρου, ένα άψυχο φόντο για φωτογραφίες των επισκεπτών; «Φταίει σίγουρα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Εγώ ως μαθητής λ.χ. δεν είχα πάει ποτέ στο Μπούρτζι ή το Παλαμήδι ή τις Μυκήνες», λέει ο συνομιλητής μας.

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν-3
O τοπογράφος – μηχανικός Μπάμπης Αντωνιάδης, ένας ενεργός πολίτης που εναντιώνεται στον κορεσμό του τουρισμού που αλλοιώνει τα πάντα. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

«Ο δάσκαλος που δίδασκε το κεφάλαιο για τη δολοφονία του Καποδίστρια δεν μας πήρε από το χέρι να μας δείξει πού έγινε το συμβάν παρότι το σχολείο μας ήταν δίπλα. Γενιές συμπολιτών δεν μεγάλωσαν με συναίσθηση του ιστορικού βάθους, αναγνωρίζουν μόνον το υλικό του όφελος. Εχει ενδιαφέρον ότι ο άνθρωπος που έσωσε αρχιτεκτονικά την Παλιά Πόλη του Ναυπλίου δεν ήταν γηγενής. Επρόκειτο για την αρχαιολόγο Ευαγγελία Δεϊλάκη (1931-2002), μια γυναίκα που είχε όραμα να διατηρήσει τον ιστορικό χαρακτήρα και δεν φοβήθηκε να τα βάλει με θεούς και δαίμονες. Ηταν εκείνη που πάλεψε να μην γκρεμιστούν οι φυλακές της Ακροναυπλίας για να γίνει ξενοδοχείο. Η ηθική στάση της την οδήγησε σε ρήξεις με τη χούντα έως και σε μετάθεση στον Βόλο. Ούτε οι ίδιοι οι κάτοικοι την έβλεπαν τότε με καλό μάτι».

Σήμερα κάθε γωνιά έχει καταστήματα με σουβενίρ. Από τα υπόλοιπα μαγαζιά υπάρχουν μόνον ένα κουρείο και ένα μανάβικο. Εξαίρεση είναι κι ένα μπακάλικο-ντελικατέσεν με μικρούς Ελληνες παραγωγούς και προϊόντα από τοπικό τυροκομείο της οικογένειας του ιδιοκτήτη. Μετράει 10 χρόνια ζωής, τέσσερα εκ των οποίων στο σημερινό του πόστο: «Η επαφή με τις ρίζες είναι το πιο σημαντικό αλλά δυστυχώς οι άλλοι επαγγελματίες δεν το βλέπουν έτσι και δεν στηρίζουν τον τόπο τους», λένε ο Γιώργος Ρόζης και η Νικόλ Δράσσα.

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν-4
Ο Γιώργος Ρόζης και η Νικόλ Δράσσα διατηρούν μπακάλικο. Μαζί με ένα κουρείο και ένα μανάβικο είναι τα μόνα μη τουριστικά μαγαζιά της Παλιάς Πόλης. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Ο Αθηναίος πολιτικός μηχανικός Κωνσταντίνος Κουβαράς και η Χριστίνα, η Λευκαδίτισσα (τέως υπάλληλος τράπεζας) σύζυγός του έχουν το πιο καλαίσθητο κατάστημα στην Παλιά Πόλη που φιγουράρει σε όλους τους ξένους οδηγούς. Στο «Αλμυρίκι» βρίσκεις μακό μπλουζάκια αριθμημένα και ραμμένα στο χέρι με μεταξοτυπίες που έχουν λογοτεχνικά κείμενα και σχέδια. Παράγονται στη δική τους καθετοποιημένη οικοτεχνική μονάδα. Κυριολεκτικά Made in Nafplion. Επίσης το ζευγάρι τυπώνει και διανέμει έναν δωρεάν χάρτη με τοπόσημα. Εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην αργολική πρωτεύουσα το 2016 όταν ήταν βρέφος ο πρώτος από τους δύο γιους τους. «Θελήσαμε να αλλάξουμε τα πάντα, πόλη, δουλειά, ζωή, σαν άλμα στο κενό. Πάντα μου άρεσε η ιστορία και ήθελα να πάμε σε ένα μέρος με αποτύπωμα του παρελθόντος», λέει ο Κωνσταντίνος που τώρα στα 38 του ξεκίνησε διδακτορικό Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας.

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν-5
Ο Αθηναίος Κωνσταντίνος Κουβαράς ίδρυσε με τη Λευκαδίτισσα σύζυγό του Χριστίνα την οικοτεχνία «Αλμυρίκι» και παράγουν μακό μπλουζάκια φτιαγμένα 100% στο Ναύπλιο. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

«Επρεπε μετά τη μετεγκατάσταση να φροντίσουμε την επιβίωσή μας μέσα στην κρίση. Αναγκαστικά στραφήκαμε στον τουρισμό, μας ήρθε να φτιάχνουμε Τ-shirts. Hταν ένα πείραμα με άγνωστη έκβαση. Ξεκινήσαμε μια επιχείρηση εκ του μηδενός, μάθαμε να κάνουμε τα πάντα μόνοι μας, περάσαμε και δύσκολα αλλά τα καταφέραμε. Η πόλη μας στήριξε. Νομίζω ότι οι ντόπιοι μας αποδέχτηκαν διότι μας έβλεπαν να παλεύουμε με τα κύματα και αυτό δεν είναι κάτι σύνηθες εδώ. Μιλάμε για έναν τόπο που είχε πολύ χρήμα αρχικά από τον κάμπο και τα πορτοκάλια και στη συνέχεια από τους επισκέπτες. Αυτό οδήγησε σε ένα συνδυασμό νεοπλουτισμού και συντηρητισμού με αίτημα το φαίνεσθαι: το καλό αμάξι, το καλό ρούχο, το να γίνουν τα παιδιά γιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί αλλά να μην ανακατευτούν με κάποια παραγωγική διαδικασία. Μου έκανε εντύπωση –όταν πρωτοήρθαμε– η αγάπη των νέων για το bodybuilding και η μανία να έχουν σκυλιά τύπου πίτμπουλ και ροντβάιλερ. Ολα γυρίζουν γύρω από την εικόνα και όχι από την ιστορία που τη βλέπεις παντού στο Ναύπλιο», επισημαίνει.

«Κάπως έτσι η πόλη έγινε πλούσια αλλά όχι προκομμένη, μη παραγωγική, χωρίς οι άνθρωποι να μπορούν να αντισταθούν», λέει ο Κωνσταντίνος. «Οταν έρχονται εύκολα τα χρήματα και δεν υπάρχει παιδεία τότε αφαιρείται η προσμονή για εξέλιξη. Παράλληλα, το πολιτικό προσωπικό υπολείπεται. Οι σκεπτόμενοι δεν θέλουν να μπλέξουν ακόμα και να ταπεινωθούν. Εγώ δοκίμασα να κατέβω στις εκλογές, πήρα 43 ψήφους, δεν είχα κουμπάρους και μπατζανάκηδες. Ετσι κρατώ τον ρόλο του ενεργού πολίτη που θέλει να κάνει τη διαφορά, διδάσκω εθελοντικά μαθήματα Ιστορίας στο κοινωνικό φροντιστήριο και στις φυλακές. Με το μαγαζί και τη στάση μου κοιτάζω να δίνω το καλό παράδειγμα. Δεν είναι λίγο και αυτό».

Ο Γιάννης Καρώνης συνεχίζει την οικογενειακή επιχείρηση της απόσταξης που ξεκίνησε γενιές πριν. Είναι από τους λίγους παλιούς επιχειρηματίες της πόλης: «Φτιάχνουμε κυρίως ούζο και το πουλάμε εδώ στην περιοχή σε ταβέρνες και κάβες και σε κάποιους πελάτες στην Αθήνα. Δεν διαθέτει το Ναύπλιο τον καλώς νοούμενο τοπικισμό, δεν υπάρχει η αλληλεγγύη στην αλυσίδα της παραγωγής. Στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στη Λήμνο λ.χ. βλέπεις πίστη στα τοπικά προϊόντα, στην παραγωγική ταυτότητα. Είναι απομακρυσμένοι οι άνθρωποι και παλεύουν μαζί για την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Εδώ είμαστε στην εμβέλεια της Αθήνας και οι επαγγελματίες δεν νιώθουν πως υπάρχει ανάγκη να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο».

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν-6
Ο Γιάννης Καρώνης ανήκει στην τελευταία γενιά των αποσταγματοποιών που συνεχίζουν την παραγωγή ούζου στο Ναύπλιο, με προγόνους που διακρίθηκαν σε διεθνείς διαγωνισμούς. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Τα ιδρύματα, το Χάρβαρντ και οι θεατρικές σπουδές χωρίς θέατρο

Υπάρχει τελικά αντίρροπο στην ισχύ του τουρισμού; Το Ναύπλιο έχει σπουδαία προίκα από πολιτιστικούς θεσμούς που άλλη πόλη θα ζήλευε: το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα με πλούσια πεπραγμένα, ένα παραγωγικό παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης με μια δραστήρια διευθύντρια, ακόμα και το πανεπιστήμιο που διαθέτει δύο τμήματα, για θεατρικές σπουδές (από 2003) και παραστατικές και ψηφιακές τέχνες (από το 2019). Με την πρόεδρο του δεύτερου τμήματος Μαρίνα Κοτζαμάνη επισκεφθήκαμε το υπό αποπεράτωση κτίριο που θα φιλοξενεί από τον επόμενο χρόνο τις αίθουσες διδασκαλίας. Είναι μια παλιά καπναποθήκη στην καινούργια πόλη. Μας τονίζει πόσο δύσκολο είναι για τους 500 ενεργούς φοιτητές να βρουν στέγη λόγω της τουριστικής φυσιογνωμίας του Ναυπλίου, σε βαθμό που κάποιοι προτιμούν να πηγαινοέρχονται με το ΚΤΕΛ αυθημερόν από την Αθήνα. Οι φοιτητές κάνουν δράσεις, παρουσιάζουν περφόρμανς και ανεβάζουν έργα. Το αστείο είναι ότι δεν διαθέτει ένα θέατρο της «προκοπής» αλλά το ελληνικό κράτος αποφάσισε να φτιάξει εκεί το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών.

Αλλο ένα σοβαρό αντίβαρο είναι το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος του Χάρβαρντ που άνοιξε το 2008. Οπως μας εξηγεί ο εκτελεστικός του διευθυντής Χρήστος Γιαννόπουλος, ήδη από το 2002 το πανεπιστήμιο είχε παρουσία στην ευρύτερη περιοχή χάρη στο Summer School του, το οποίο παραμένει έως σήμερα ίσως το πλέον δημοφιλές πρόγραμμα του είδους του ανάμεσα στους φοιτητές και τους καθηγητές του. Το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Χάρβαρντ στην Ουάσιγκτον ιδρύθηκε το 1961 με δωρεά του Αμερικανού ευεργέτη Πολ Μέλον. Η πρωτοβουλία να γίνει και ένα αντίστοιχο στην Ελλάδα ξεκίνησε από τον διαπρεπή ομηριστή, τον καθηγητή Γκρέγκορι Ναζ, τότε διευθυντή του Κέντρου. «Αρχικά προοριζόταν για την υποβοήθηση δράσεων και προγραμμάτων του πανεπιστημίου που είχαν να κάνουν με τις κλασικές σπουδές και τα θερινά τμήματα του Χάρβαρντ».

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν-7
Ο εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Χάρβαρντ στην Ελλάδα, Χρήστος Γιαννόπουλος, εξηγεί πώς ο θεσμός δίνει μορφωτικές ευκαιρίες στη νέα γενιά Ναυπλιέων. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

«Με τον χρόνο οι φιλοδοξίες έγιναν μεγαλύτερες, οι συνεργασίες με άλλα κέντρα, τμήματα, και γραφεία του πανεπιστημίου αυξήθηκαν, οι δράσεις πολλαπλασιάστηκαν. Το Κέντρο σήμερα υπό τη διεύθυνση του Μαρκ Σιέφσκι βοηθάει ακόμη και άλλα αμερικανικά πανεπιστήμια που επίσης κάνουν προγράμματα διαφόρων επιστημονικών πεδίων στέλνοντας φοιτητές τους στην Ελλάδα, όπως το Ράτγκερς, το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, της πολιτείας του Μίσιγκαν, της Αριζόνας. Παράλληλα, στηρίζει την τοπική ακαδημαϊκή κοινότητα και την τοπική κοινωνία με εργαστήρια και όχι μόνον. Υπάρχει ψηφιακή πρόσβαση για τους πολίτες σε ολόκληρη τη βιβλιοθήκη που έχουμε στη Βοστώνη μέσα από το κτίριό μας. Υπάρχει και ένα καλοκαιρινό πρόγραμμα εισαγωγής στις κοινωνικές επιστήμες με φοιτητές του Χάρβαρντ που έχουν διδαχθεί τέτοια μαθήματα και με τη σειρά τους κάνουν σεμινάρια σε μαθητές Λυκείου από την Αργολίδα για δυόμισι εβδομάδες. Είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πώς μπαίνουν τα παιδιά στο πρόγραμμα αυτό και πώς βγαίνουν, πόσο διευρύνονται οι ορίζοντές τους, πώς μαθαίνουν να κάνουν παρουσιάσεις, να διακρίνονται στη ρητορική και την επιχειρηματολογία και μάλιστα στα αγγλικά», τονίζει ο Γιαννόπουλος, που βλέπει με αισιοδοξία τη νέα γενιά των Ναυπλιωτών.

Εχει δίκιο. Εντελώς τυχαία το 2008 είχα καλύψει δημοσιογραφικά για την «Κ» τα εγκαίνια του Κέντρου στο Ναύπλιο. Τότε είχε γίνει μια διαδήλωση ντόπιων εναντίον του Αμερικανικού Πανεπιστημίου. Κυριαρχούσε καχυποψία και αρνητισμός. Αυτά εξαφανίστηκαν μετά 16 χρόνια; Σίγουρα ναι. Μια κυρία μου αποκάλυψε ότι είχε πάρει μέρος σε εκείνη τη διαμαρτυρία και ύστερα το ίδιο το παιδί της τελείωσε τη μεταπτυχιακή του έρευνα μέσα στη Βιβλιοθήκη του Κέντρου: «Ντρέπομαι για τη στάση που είχαμε κρατήσει τότε», μου έλεγε.

«Είναι πλανεύτρα πόλη. Μοιάζει όμως να έχει προσκολληθεί στην ιστορία της Επανάστασης και τα πιο σύγχρονα πολιτιστικά πράγματα δεν βρίσκουν χώρο να κουμπώσουν», λέει ο Βαγγέλης Ζερβόπουλος της ομάδας Kunstrukt.

Το «Φουγάρο» που άνοιξε η Φλωρίκα Κυριακοπούλου αποκαθιστώντας την παλιά κονσερβοποιία «Ανθός» είναι ακόμα μια προσπάθεια που αξίζει τον έπαινο. Πρόθεσή της ήταν να τον κάνει ένα χώρο ζωής, καλαίσθητο και ζωντανό. Κέρδισε το στοίχημα με πολύ κόπο. «Δεν διαθέτει πολλά ενεργά κύτταρα σύγχρονου πολιτισμού το Ναύπλιο, ούτε υποδομές και εγκαταστάσεις. Οπως ένα θέατρο αξιοπρεπές, με σύγχρονο εξοπλισμό, που θα μπορούσε να φιλοξενήσει εκδηλώσεις μουσικές, θεατρικές ή άλλες. Πέραν της μουσικής πάντως, ο σύγχρονος πολιτισμός δεν φαίνεται να αφορά μεγάλο μέρος του πληθυσμού», μας λέει. «Παρ’ όλα αυτά, στα 11 χρόνια λειτουργίας του, το “Φουγάρο” έχει γίνει “στέκι” για αρκετούς Ναυπλιώτες. Ισως αυτό να οφείλεται κυρίως στα παιδιά που το αγάπησαν αμέσως, παροτρύνοντας γονείς και οικογένειες να περνούν μέρες και ώρες κοντά μας. Τα δημιουργικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του “Φουγάρου” έχουν γίνει ιδιαίτερα δημοφιλή σε όλες τις ηλικίες». Είναι αλήθεια. Μόλις μπεις στη φιλόξενη αυλή, βλέπεις σμήνη από ευτυχισμένα πιτσιρίκια.

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν-8
Η Φλωρίκα Κυριακοπούλου έδωσε νέα πνοή στο Ναύπλιο με την ίδρυση του πολυχώρου που αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Η κ. Κυριακοπούλου πέφτει μέσα για τον σύγχρονο πολιτισμό. Ντόπιοι και επισκέπτες αγκάλιασαν το πολυετές φεστιβάλ κλασικής μουσικής του Γιάννη Βακαρέλη, που πάλεψε προσωπικά μια τριακονταετία για να στήσει τον θεσμό. Αλλά με τα εικαστικά, η πρόκληση είναι μεγαλύτερη, όπως μας λένε τα μέλη της ομάδας Kunstrukt: ο Βαγγέλης Ζερβόπουλος, η Ναυσικά και ο Κριστιάν Ξυπολιάς. Είναι όλοι τους Ναυπλιώτες που έχοντας κάνει έναν κύκλο εκτός, επέστρεψαν και αξιοποίησαν ένα ιδιόκτητο ακίνητο στην περιοχή της Πρόνοιας ως εκθεσιακό χώρο. Το καλοκαίρι διοργάνωσαν μια ενδιαφέρουσα ομαδική που είχε επισκεψιμότητα και διαδόθηκε από στόμα σε στόμα: «Το Ναύπλιο είναι μια πλανεύτρα πόλη, σε καλεί η ομορφιά της. Μοιάζει όμως να έχει προσκολληθεί στην ιστορία της Επανάστασης και τα πιο σύγχρονα πολιτιστικά πράγματα δεν βρίσκουν χώρο να κουμπώσουν», λέει ο Βαγγέλης που ναι μεν είναι ταλαντούχος καλλιτέχνης, αλλά βγάζει τα προς το ζην ως αγρότης καλλιεργώντας πορτοκάλια στην Τίρυνθα. «Γύρισα πίσω μέσα στην κρίση. Είμαι από τους νεότερους παραγωγούς και μένουμε όλο και πιο λίγοι που δουλεύουμε στη γη. Εκλεισαν οι μεγάλες μονάδες και οι συνεταιρισμοί. Χάνεται η επαφή με το χώμα και την αγροτική παράδοση».

«Επιπόλαιοι» επιχειρηματίες

Ποιο είναι το συμπέρασμα τελικά; Ο Ναυπλιώτης σκηνοθέτης, ποιητής και συγγραφέας Θοδωρής Γκόνης λέει: «Ο τόπος μας είναι όμορφος. Μόνο που δεν είναι δικός μας. Πρέπει να τον κερδίζεις κάθε μέρα. Η υπαρξιακή ανάταξη του Ναυπλίου δεν μπορεί να είναι τουριστική αλλά πολιτιστική, πνευματική. Εχει μια δύναμη αυτό το μέρος. Δεν μπορείς όμως να περιμένεις από “επιπόλαιους” που έχουν το μυαλό τους μόνο στο κέρδος να την διακρίνουν. Αυτοί βλέπουν την ομορφιά και την ιστορία σαν αδίστακτοι επιχειρηματίες. Είναι στα μάτια τους ένα πεδίο εμπορίας και αγοραπωλησιών σε αντίθεση με κάποιους από εμάς που μεγαλώσαμε εδώ και είμαστε δεμένοι με μυρωδιές, εικόνες και παραστάσεις, με τους νεκρούς της, με αυτούς που έχουν δώσει την πραγματική όψη της πόλης.

Ναύπλιο: Τα κτίρια σώθηκαν, οι κάτοικοι έφυγαν-9
Ο ποιητής και σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης μεγάλωσε στο Ναύπλιο και δεν θα ήθελε η πόλη των παιδικών του χρόνων να γίνει ένα τεράστιο ξενοδοχείο. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Για πολλούς σύγχρονους επισκέπτες η σχέση με το Ναύπλιο είναι επίπεδα φωτογραφική, για κάποιους κατοίκους σκέτα ωφελιμιστική, για μένα είναι βαθιά βιωματική. Δεν μπορώ να παραδεχτώ αυτό το φόντο, το άδειο σκηνικό. Δεν θα ήθελα η πόλη των παιδικών μου χρόνων να μετατραπεί σε ένα ξενοδοχείο. Εχοντας βέβαια ζήσει σε αυτήν την πόλη πίκρες και παιδεμάρες αλλά και μια εποχή γοητείας που ολοένα και αναζητώ, το βλέμμα μου κλέβει πάντα στο ζύγι και τη βγάζει κερδισμένη και δεν είμαι τελικά εγώ εκείνος που θα την κατηγορήσει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή