Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ της σπαραχτικής σιωπής και της άγρυπνης συνείδησης

Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ της σπαραχτικής σιωπής και της άγρυπνης συνείδησης

Screenshot_22Μετά τη δημιουργία της ΕΠΟΝ, εντάχθηκε στην Οργάνωση της Θεσσαλονίκης και στο ΚΚΕ, ενώ με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στο ΚΚΕ «Εσωτερικού».
Σπούδασε Ιατρική στο ΑΠΘ και το 1955 μετεκπαιδεύτηκε στη Βιέννη.
Για τη δράση του συνελήφθη το 1948, βασανίστηκε, καταδικάστηκε για παράνομη δράση από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο και φυλακίστηκε στο Επταπύργιο, έως το 1951. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη σαν ακτινολόγος.
Το 1978 εγκαταστάθηκε, με την σύζυγο και τον μοναχογιό του, στην Αθήνα. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης ήταν από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, αν και η πρώτη λογοτεχνική εμφάνισή του έγινε εν μέσω της τριπλής φασιστικής κατοχής και μάλιστα στα 17 του χρόνια.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925, από γονείς Κρητικούς. Μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, το 1942, εμφανίστηκε στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν ΕΑμίτες και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά, και το 1944 στο ΕΠΟΝίτικο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», του οποίου ήταν αρχισυντάκτης.

Στα χρόνια των αγώνων και του εγκλεισμού του, ο Μανώλης Αναγνωστάκης έγραψε και δημοσίευσε τις παρακάτω ποιητικές συλλογές: «Εποχές» (1945), «Εποχές 2» (1948), «Εποχές 3» (1951).
Ακολούθησαν οι συλλογές
«Η συνέχεια» (1954),
«Η συνέχεια 2» (1956),
«Η συνέχεια 3» (1962),
«Το περιθώριο» (1968-1969),
«Ο στόχος» (1970),
«Κόμμα» (1971).
Το 1975 δημοσίευσε τη συλλογή «Τα Ποιήματα (1941-1971)».
Το 1983, εκτός εμπορίου, τη συλλογή «Υ.Γ» (επανεκδόθηκε κανονικά το 1992), η οποία περιλαμβάνει ποιήματα μιας ή δυο φράσεων, που μοιάζουν με αυτοβιογραφικά αλλά ετερογραφικά «επιγράμματα».
Το 1987 εκδόθηκαν «Τα συμπληρωματικά», «Παιδική μούσα» (τραγούδια για μικρά παιδιά) και το 1990 η συλλογή – ανθολογία «Η χαμηλή φωνή».
Ο Αναγνωστάκης, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, εξήγησε τη σχεδόν δεκαπεντάχρονη ποιητική «σιωπή» του: «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».
Παράλληλα με την ποίησή του, που μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά, και μελοποιήθηκε από συνθέτες, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Θάνος Μικρούτσικος, Αγγελική Ιονάτου, Μιχάλης Γρηγορίου, Δημήτρης Παπαδημητρίου κ.ά., ασχολήθηκε και με τη μελέτη και την κριτική της λογοτεχνίας, συνεργαζόμενος με διάφορα περιοδικά και με την εφημερίδα «Αυγή». Επίσης, είχε ανακηρυχτεί επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

Τραγούδι: Μιλώ – Μίκης Θεοδωράκης

 Ακούστε…

Διάρκεια: 05:54 – (1.722KB)
Στίχοι: Μανώλης Αναγνωστάκης – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

To Ξεκίνημα

ΦEBPOYAPIOΣ του 1944: μια φοιτητική συντροφιά εκδίδει στην κατοχική Θεσσαλονίκη το πρώτο τεύχος ενός λογοτεχνικού περιοδικού, με τίτλο Ξεκίνημα και υπότιτλο «Δεκαπενθήμερο περιοδικό του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Πίσω από τη νόμιμη αυτή έκδοση, που περνά τις συμπληγάδες της γερμανικής λογοκρισίας, κρύβεται η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η ΕΠΟΝ, που έχει πια ανδρωθεί μετά ένα χρόνο ζωής. Η ΕΠΟΝ έχει ιδρύσει στη Θεσσαλονίκη αυτόν τον Εκπολιτιστικό Oμιλο, που ήρθε να ξαναζωντανέψει ένα μαραζωμένο Πανεπιστήμιο, μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Οι κυριότεροι συντελεστές του περιοδικού είναι διακεκριμένα στελέχη της ΕΠΟΝ (Μ. Αναγνωστάκης, Θ. Φωτιάδης, Θ. Παπαδόπουλος «Αρχισυντάχτης» του περιοδικού -και ψυχή του- δεν είναι κάποιος φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά ένας φοιτητής της Ιατρικής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο μέλλων γιατρός εμπλέκεται ήδη με τη λογοτεχνία, και ειδικότερα με την ποίηση, αφού θα δημοσιεύσει στο Ξεκίνημα το πρώτο του νεωτερικό ποίημα [«Απροσδιόριστη χρονολογία», Ξεκίνημα, αρ. 3, 20 του Μάρτη 1944]. Oχι όμως μόνο. Εμπλέκεται και με την κριτική, αφού θα κρατήσει συστηματικά στο περιοδικό τη στήλη της κριτικής του βιβλίου. Οι δύο σταθερές της πνευματικής του πορείας, η ποίηση και η κριτική, εντοπίζονται ήδη στην πρώτη του νεανική απόπειρα, αυτή που σηματοδοτεί κυριολεκτικά το Ξεκίνημά του. Υπάρχει όμως και μια τρίτη σταθερά: η έγνοια του για το συλλογικό, η βαθιά πολιτική του στάση, πέρα από κομματικές εντάξεις, αυτή που θα τον χαρακτηρίσει σ’ όλη του τη ζωή και θα σφραγίσει το έργο του. Πρόκειται για το φαινόμενο που ο Δ.Ν. Μαρωνίτης εύστοχα χαρακτήρισε ως «την εκκόλαψη μιας νέας ποιητικής ηθικής, που προκύπτει από τη συμπλοκή ποιητικής πράξης και πολιτικής δράσης.»
Στον Αναγνωστάκη η συμπλοκή αυτή στάθηκε καθοριστική και η απαρχή της ανιχνεύεται στο κατοχικό Ξεκίνημα. Γι’ αυτό και η τόσο νεανική αυτή του δραστηριότητα αξίζει να μη λησμονείται. Εξάλλου και ο ίδιος απέδιδε ξεχωριστή σημασία στο περιοδικό αυτό: δείγμα της αποτελεί το γεγονός ότι το ανέφερε ακόμη και στα συνοπτικά βιογραφικά του σημειώματα. Και συμπεριέλαβε δύο από τις κριτικές του στο Ξεκίνημα στον τόμο Συμπληρωματικά μαζί με άλλα, ώριμα κείμενά του από την Κριτική. Στον πρόλογο σημειώνει: «Δεν θέλησα ν’ αφήσω έξω, για λόγους συναισθηματικούς περισσότερο, δύο εντελώς νεανικά μου σημειώματα (του 1944!) [.]»
Κι όμως ο αυστηρός Αναγνωστάκης δεν θα συμπεριελάμβανε μόνο για συναισθηματικούς λόγους τα κριτικά αυτά σημειώματα, αν δεν αναγνώριζε σ’ αυτά κάποια αξία, και πάντως τις απαρχές του ως κριτικού. Εξάλλου στο Ξεκίνημα δημοσιεύτηκαν περισσότερα από δύο σημειώματα, αυτά όμως ήταν τα πιο ενδιαφέροντα. Στο πρώτο από αυτά, ο Αναγνωστάκης κρίνει την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, ένα ηθελημένα προκλητικό τέκνο του υπερρεαλισμού. Και τολμά ευθαρσώς να γράψει, σε μια εποχή που η επίσημη αριστερά, και όχι μόνον, κατακεραυνώνει τον υπερρεαλισμό και τη νεωτερική γραφή: «Ο Γκάτσος είναι ένα πραγματικό, ένα γνήσιο ταλέντο. […] Ο Γκάτσος μάς δείχνει πόσο γόνιμη είναι η επίδραση κι η αφομοίωση της παράδοσης σ’ έναν πραγματικό ποιητή, μας κάνει να νιώσουμε όλη τη δροσερότητα και την ομορφιά της μοντέρνας ποίησης, που τόσο οικτρά την έχουνε παρεξηγήσει τόσοι ποιητές και κριτικοί μας. Oπως ο Ελύτης, είναι γεμάτος υγεία, οι στίχοι του είναι διάφανοι και καθαροί, λουσμένοι στο αίθριο φως, πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία και νιάτα.»
Η δεύτερη κριτική αφορά τους Θαλασσινούς προσκυνητές του Τάσου Αθανασιάδη, μια συλλογή διηγημάτων που συναντά την αμείλικτη κριτική του νεαρού Αναγνωστάκη, ο οποίος γράφει: «Σήμερα έχουμε άλλες απαιτήσεις από την τέχνη. Απαιτήσεις που δεν δικαιώνονται διαβάζοντας τους Θαλασσσινούς προσκυνητές. Δεν βλέπουμε εκεί μέσα τη ζωή, τη ζωή μας. Στα ερωτήματά μας δεν δίνεται απάντηση.
Το Ξεκίνημα προσπαθούσε να κάνει αυτό ακριβώς, να συνδυάζει την τέχνη με τη ζωή, και κατόρθωσε να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα σε λογοτεχνικά κείμενα (πρωτότυπα και μεταφράσματα), επιστημονικά άρθρα (γραμμένα ενίοτε από καθηγητές του ΑΠΘ) και κείμενα που αφορούσαν την καθημερινότητα του φοιτητή στις δύσκολες συνθήκες της εποχής, που αντανακλούσαν δηλαδή «τη ζωή τους». Αποτελεί έτσι ένα απτό παράδειγμα, ίσως το καλύτερο, της σύζευξης που επιχείρησε η αριστερά στα χρόνια της κατοχής ανάμεσα στην κουλτούρα και στην πολιτική. Στο Ξεκίνημα φιλοξενήθηκαν τα πρώτα ποιήματα της γνωστής τριάδας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, των Θεσσαλονικέων Μανόλη Αναγνωστάκη, Κλείτου Κύρου και Πάνου Θασίτη. Δημοσιεύτηκαν όμως και ποιήματα Αθηναίων ποιητών της ίδιας γενιάς, όπως των: Ελένη Βακαλό, Σταύρου Βαβούρη, Τάκη Σινόπουλου.

Η ποίηση που δημοσιεύεται στο περιοδικό προβάλλει τη νεωτερική γραφή, ανήκει δηλαδή στην πρωτοπορία. Παρ’ όλα αυτά, δεν συνοδεύεται από τη συνήθως ελιτίστικη στάση της avant-garde, και σ’ αυτό έγκειται η ιδιομορφία του. Ο Αναγνωστάκης γράφει στον απολογισμό που κάνει λίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στο άρθρο «Κλείνοντας τον πρώτο χρόνο»: «Oμως όσοι ζούνε κοντά στον φοιτητή, όσοι ζούνε τη ζωή του, ξέρουνε πόσο όμορφα συνταιριάζονται στον νέο και μάλιστα στον φοιτητή όλες οι φροντίδες: το πιάτο της Λέσχης και το προοδευτικό και ζωντανό λογοτέχνημα. Η υγειονομική εξέταση με τη μελέτη της ιστορίας του τόπου του. Η ψυχαγωγία του καταπονημένου νέου με τη βαθύτερη γνωριμία των εκλεκτών καλλιτεχνικών δημιουργημάτων. Oλα αυτά σ’ ένα σύνολο αρμονικό και ταιριαχτό…»
Η σύγκρουση όμως με την ηγεσία δεν άργησε να έρθει και -παραδόξως;- η απελευθέρωση σήμανε το τέλος του Ξεκινήματος. Από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού [τόμος Β΄, αρ. 1, Νοέμβρης 1944] λείπει το όνομα του Αναγνωστάκη ως αρχισυντάκτη, και το εκδοτικό σημείωμα υπογράφεται από τον Πάνο Δημητρίου, τον γραμματέα της ΕΠΟΝ Μακεδονίας. Στο σημείωμα αυτό δηλώνεται πως το περιοδικό πρέπει να αλλάξει εντελώς πνεύμα «να μην είναι τ’ όργανο ενός κύκλου, μιας κλειστής ομάδας διανοουμένων» αλλά να αφορά όλη τη νεολαία, ούτε καν μόνο τη φοιτητική, αλλά «οι νέοι εργάτες κι υπάλληλοι και τα παιδιά της αγροτιάς πρέπει να νιώσουν το Ξεκίνημα σαν δικό τους». Εννοείται πως ήταν ο καλύτερος τρόπος να κλείσει το περιοδικό. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης δεν σχολίασε ποτέ την απομάκρυνσή του από το περιοδικό. Η ιστορία του όμως με το Ξεκίνημα αποτυπώνει ίσως την πρώτη βαθιά ρωγμή στη σχέση του με την επίσημη αριστερά, αυτή που θα οδηγήσει στη διαγραφή του από το ΚΚΕ, λίγα χρόνια αργότερα. Χαρακτηριστικό της στάσης του είναι πως όταν το Στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης τον καταδικάζει εις θάνατον το 1949, εκείνος αρνείται να ομολογήσει τη διαγραφή του «που ασφαλώς θα απέτρεπε την καταδίκη του σε θάνατο.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε πάντοτε ενεργός και αριστερός διανοούμενος, παρά την τραυματική του εμπειρία με τους επίσημους φορείς της αριστεράς. Η στάση του ήταν εμβληματική μιας εποχής και ενός ήθους, που με τον θάνατό του πλησιάζει περισσότερο προς το τέλος της.

Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

 Βιογραφικό

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
(1925-2005)

Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή Εποχές. Ακολούθησαν οι Εποχές2 (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή), οι Εποχές3 (1951), η Συνέχεια, η συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1941-1956 (1956), η Συνέχεια2 και η Συνέχεια3 (1962 – συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια ο Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά ως το 1970, οπότε δημοσίευσε ποιήματά του με τον γενικό τίτλο Ο στόχος στο συλλογικό τόμο 18 Κέιμενα. Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική, μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας, Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Ειδικότερα η γραφή του Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή αναδίπλωση του ποιητή σ΄ έναν προσωπικό του κόσμο – στα πλαίσια του οποίου επιχειρείται η διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο σύγχρονο κόσμο – αναδίπλωση η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω της κατ’ επίφασιν συναισθηματικής απόστασης του δημιουργού από τα θέματα που τον απασχολούν και της συχνά επιγραμματικής διατύπωσης. Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, των αναφορών στην παιδική ηλικία και τους φίλους, της ταύτισης ποίησης και ζωής, φίλοι. Έργα του Μανώλη Αναγνωστάκη μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης «έφυγε» τα ξημερώματα της Πέμπτης 24 Ιουνίου 2005, μετά από μακροχρόνια προβλήματα με την υγεία του.

Μανώλης Αναγνωστάκης – Φοβάμαι 

 

Μανώλης Αναγνωστάκης – Βασίλης Παπακωνσταντίνου – ΄Εφτασες αργά

 

 

Μανώλης Αναγνωστάκης – Κι ήθελε ακόμη

 

 

Πηγη:http://www.os3.gr

1.491

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση