Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
4.515 εγγραφές [1961 - 1970]
καταχωνιάζω [kataxonázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1α. βάζω κτ. σε βαθύ κρυψώνα: Στο υπόγειο / στον πάτο του μπαούλου έχει καταχωνιάσει λίρες και κοσμήματα. β. τοποθετώ κτ. σε μέρος που δεν είναι εμφανές ή προσιτό: Πού τα καταχωνιάζεις τα πράγματά σου και δεν τα βρίσκεις, όταν τα χρειάζεσαι; Παλιά βιβλία καταχωνιασμένα στα ψηλά ράφια / στα υπόγεια κάποιας βιβλιοθήκης. 2α. για κτ. που δεν έχει μπροστά του ανοιχτό ορίζοντα: Mικρές μονοκατοικίες καταχωνιάστηκαν ανάμεσα σε πανύψηλες πολυκατοικίες. Tο χωριό είναι καταχωνιασμένο μέσα στα βουνά. β. (παθ.) για κπ. που βρίσκεται κάπου απομονωμένος: Πού πήγες και καταχωνιάστηκες στα τελευταία καθίσματα;

[καταχών(ω) μεταπλ. -ιάζω]

καταχώνιασμα το [kataxónazma] Ο49 : η ενέργεια του καταχωνιάζω, τοποθέτηση σε μέρος κρυφό, απρόσιτο ή απομονωμένο.

[καταχωνιασ- (καταχωνιάζω) -μα]

καταχώνω [kataxóno] -ομαι Ρ1 μππ. και καταχωσμένος : βάζω, χώνω κτ. πολύ βαθιά μέσα στη γη και το σκεπάζω εντελώς: Έσκαψε και κατάχωσε ό,τι πολύτιμο είχε για να μην το βρουν οι ξένοι. Bρέθηκε ένα κιβώτιο καταχωμένο στα θεμέλια του σπιτιού. || καταχωνιάζω.

[μσν. καταχώνω < αρχ. καταχώννυμι μεταπλ. κατά το χώννυμι > χώνω]

καταχώρηση η [kataxórisi] Ο33 : καταχώριση.

[λόγ. καταχωρη- (καταχωρώ) -σις > -ση]

καταχωρίζω [kataxorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. γράφω κτ. σε ορισμένη σειρά και θέ ση, σε ειδικό βιβλίο, κατάλογο κτλ., ή το κρατώ στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή: Οι γάμοι / οι θάνατοι καταχωρίζονται στα οικεία βιβλία του ληξιαρχείου. Ο αρμόδιος υπάλληλος καταχώρισε την αίτηση με αριθμό πρωτοκόλλου τριάντα. Tα έσοδα και οι δαπάνες είναι καταχωρισμένα σε λογιστικά βιβλία. || Aυτό το γεγονός θα καταχωριστεί στις δέλτους της ιστορίας, θα καταγραφεί. 2. δημοσιεύω κτ. σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, κυρίως για πληρωμένη δημοσίευση μικρής αγγελίας, διαφήμισης, δήλωσης κτλ.

[λόγ. < ελνστ. καταχωρίζω `εγγράφω σε κατάλογο΄, αρχ. σημ.: `βάζω στη θέση του΄ (διαφ. το ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ)]

καταχώριση η [kataxórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταχωρίζω. 1. εγγραφή στοιχείων σε ειδικό βιβλίο και σε ορισμένη θέση ή εναποθήκευση στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή με την κατάλληλη διαδικασία: Έγινε η ~ των ονομάτων στους πίνακες των επιτυχόντων. H ~ των εξόδων γίνεται στη δεξιά στήλη του λογιστικού βιβλίου. Έγινε έλεγχος στις καταχωρίσεις των κονδυλίων. 2. δημοσίευση ενός κειμένου σε εφημερίδα ή σε περιοδικό. || το δημοσίευμα: Διάβασα την ~ του ισολογισμού της εταιρείας.

[λόγ. καταχωρι- (καταχωρίζω) -σις > -ση]

καταχωρώ [kataxoró] -ούμαι Ρ10.9 : καταχωρίζω.

[λόγ. < ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ σε αίτημα΄, με σφαλερή ταύτιση προς το καταχωρίζω από το συνοπτ. θ. καταχωρισ-]

κατάχωση η [katáxosi] Ο33 : η ενέργεια του καταχώνω: Έγινε ~ των αρχαιολογικών ευρημάτων, ευρήματα που τα είχαν φέρει στο φως, τα κάλυψαν πάλι με χώμα.

[λόγ. < ελνστ. κατάχω(σις) -ση]

καταψηφίζω [katapsifízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω αρνητική ψήφο σε κπ. ή σε κτ. ή δεν του δίνω την ψήφο μου. ANT υπερψηφίζω: Tο νομοσχέδιο / η πρόταση καταψηφίστηκε με εκατόν ογδόντα ψήφους κατά και με εκατόν είκοσι υπέρ. Ο λαός καταψήφισε πάλι τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

[λόγ. ενεργ. < αρχ. καταψηφίζομαι `καταδικάζω με ψήφο΄ σημδ. γαλλ. voter contre, ενεργ. κατά το γαλλ. voter και κατά το ψηφίζω]

καταψήφιση η [katapsífisi] Ο33 : η ενέργεια του καταψηφίζω, αρνητική ψήφος ή ψήφος υπέρ του αντιπάλου. ANT υπερψήφιση: Θεωρείται βέβαιη η ~ της πρότασής του στο διοικητικό συμβούλιο. Εντύπωση προκάλεσε η ~ πολλών στελεχών του κόμματος στις τελευταίες εκλογές.

[λόγ. < ελνστ. καταψήφισις (-σις > -ση) `καταδικαστική ψήφος΄ κατά τη σημ. του καταψηφίζω]

< Προηγούμενο   1... 195 196 [197] 198 199 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες