Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
244 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεξιοσύνη η [δeksiosíni] Ο30α : (οικ.) επιδεξιότητα.
[δεξι(ός) -οσύνη]
- δεξιοτέχνης ο [δeksiotéxnis] Ο10 θηλ. δεξιοτέχνισσα [δeksiotéxnisa] Ο27 : μουσικός εκτελεστής προικισμένος με εξαιρετική επιδεξιότητα, αυτός που κατέχει άριστα την τεχνική ενός μουσικού οργάνου, βιρτουόζος: ~ του πιάνου / της κιθάρας. || (επέκτ.) αυτός που κατέχει άριστα την τεχνική που απαιτεί το επάγγελμα ή η δραστηριότητά του, καλλιτεχνική ή άλλη: ~ του χρωστήρα / της πένας. ~ της μπάλας. Είναι έργο μεγάλου δεξιοτέχνη. || (ως επίθ.): ~ οδηγός.
[λόγ. δεξι(ός) -ο- + τέχν(η) -ης κατά τη σημ. της λ. δεξιότητα· λόγ. δεξιοτέχν(ης) -ισσα]
- δεξιοτεχνία η [δeksiotexnía] Ο25 : η ιδιότητα του δεξιοτέχνη: ~ στο πιάνο / στο βιολί.
[λόγ. δεξιοτέχν(ης) -ία]
- δεξιότητα η [δeksiótita] Ο28 : ικανότητα αναγκαία για τη διεκπεραίωση ενός έργου, μιας υπόθεσης κτλ.: Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη ~. Tεχνικές δεξιότητες. Παιδί με πολλές δεξιότητες. Aνάπτυξη των δεξιοτήτων.
[λόγ. < αρχ. δεξιότης, αιτ. -ητα]
- δεξιόχειρας ο [δeksióxiras] Ο5 : αυτός που χρησιμοποιεί κυρίως το δεξί του χέρι για να γράψει ή για να εκτελέσει κάποια χειρωνακτική εργασία. ANT αριστερόχειρας: Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δεξιόχειρες.
[λόγ. δεξι(ός) -ο- + -χειρ > -χειρας κατά το αριστερόχει ρ(ας)]
- δεξιοχειρία η [δeksioxiría] Ο25 : η ιδιότητα του δεξιόχειρα.
[λόγ. δεξιόχειρ(ας) -ία]
- δεξιώνομαι [δeksiónome] Ρ1β : δίνω δεξίωση, οργανώνω μια επίσημη κοινωνική συγκέντρωση στο σπίτι μου ή σε ειδική αίθουσα: Ο πρωθυπουργός θα δεξιωθεί τους υψηλούς του καλεσμένους. Δεξιώνεται συχνά κόσμο.
[λόγ. < αρχ. δεξι(οῦμαι) `χαιρετάω με το δεξί χέρι, καλωσορίζω΄ -ώνομαι]
- δεξίωση η [δeksíosi] Ο33 : επίσημη συγκέντρωση που οργανώνει κάποιος στο σπίτι του ή σε ειδική αίθουσα: Δίνω ~, δεξιώνομαι. Γαμήλια ~. H ~ θα δοθεί στον κήπο. Οι καλεσμένοι μιας δεξίωσης. Aίθουσα δεξιώσεων. Στη ~ του υπουργού παρευρέθηκαν μέλη της υψηλής κοινωνίας.
[λόγ. < ελνστ. δεξίω(σις) `χαιρετισμός με το δεξί χέρι΄ -ση]
- δέομαι [δéome] Ρ αόρ. δεήθηκα, απαρέμφ. δεηθεί : αναπέμπω δέηση προς το Θεό, παρακαλώ θερμά το Θεό για κτ.: Xιλιάδες πιστοί στις εκκλησίες δέονται για τη σωτηρία της πόλης από το σεισμό. ~ και ικετεύω, θερμοπαρακαλώ.
[λόγ. < αρχ. δέομαι]
- δεοντολογία η [δeondolojía] Ο25 : (φιλοσ.) η θεωρία των καθηκόντων και των υποχρεώσεων, στην ηθική. || σύνολο κανόνων που δεσμεύουν ηθικά κπ. στην εκτέλεση των επαγγελματικών του κυρίως καθηκόντων: H δημοσιογραφική ~ επιβάλλει το σεβασμό της προσωπικότητας του άλλου. Στην περίπτωση αυτή δεν τηρήθηκε ο κώδικας της ιατρικής δεοντολογίας.
[λόγ. < γαλλ. déontologie < αρχ. δεοντ- (δες δέων) -ο- + -logie = -λογία]