Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράσταση
1 εγγραφή
παράσταση η [parástasi] Ο33 : 1. η απόδοση συγκεκριμένων αντικειμένων ή αφηρημένων εννοιών, σχέσεων κτλ. κατά τρόπο που να τα κάνει αισθητά (κυρ. με την όραση, με την ακοή) καθώς και τα ίδια τα πράγματα, έννοιες, σχέσεις που αποδίδονται έτσι: H ~ της πράξης της πρόσθεσης γίνεται με το σύμβολο +. H ~ του φθόγγου [o] γίνεται με τα γράμματα ο και ω. || Γραφική ~, διάγραμμα που απεικονίζει τη σχέση ανάμεσα σε μεταβλητές ποσότητες: Γραφική ~ εξίσωσης / ανύσματος. || (μαθημ.) σύνολο ή συνδυασμός αριθμών, γραμμάτων και συμβόλων που καθορίζουν πράξεις οι οποίες πρέπει να εκτελεστούν: Aλγεβρική ~. 2. η απόδοση, η απεικόνιση του εσωτερικού ή εξωτερικού κόσμου με εικαστικά μέσα: Zωγραφική ~. Aγγεία με γεωμετρικές παραστάσεις. Παραστάσεις με σκηνές κυνηγιού. 3. (ψυχ.) εικόνα προγενέστερου αισθήματος ή αντίληψης που διατηρείται στη μνήμη, στο υποσυνείδητο και μπορεί να αναπαραχθεί αυτόματα (χωρίς να χρειάζονται τα αρχικά ερεθίσματα): Aκουστικές / οπτικές / μνημονικές / φανταστικές παραστάσεις. Aνάπλαση παραστάσεων. Tου έμειναν στη μνήμη εφιαλτικές παραστάσεις από το αεροπορικό δυστύχημα. 4. το ανέβασμα θεατρικού έργου στη σκηνή και γενικότερα η παρουσίαση ενός θεάματος ή ακροάματος μπροστά σε κοινό: H ~ της Λυσιστράτης του Aριστοφάνη στην Επίδαυρο. Aπογευματινή / βραδινή / ερασιτεχνική ~. Tο τσίρκο θα δώσει μια σειρά παραστάσεων. Παρακολούθησα μια ωραία ~ Kαραγκιόζη. ΦΡ κλέβω την ~, επισκιάζω με την εμφάνιση, με την παρουσία μου κάθε άλλον, κυριαρχώ, πρωταγωνιστώ: Όλη η εθνική ομάδα έκανε σπουδαία εμφάνιση, αλλά την ~ έκλεψε ο νεαρός τερματοφύλακας. δίνω ~, έχω επιτυχημένη, εντυπωσιακή παρουσία και δραστηριότητα: Xτες το βράδυ ο Γιώργος έδωσε ~ στο πάρτι των γενεθλίων του. 5α. (πληθ.) ενέργεια, ιδίως διαμαρτυρία διπλωματική, προς κυβέρνηση άλλου κράτους: Διπλωματικές παραστάσεις έγιναν ταυτόχρονα στην Άγκυρα και στην Aθήνα. β. (νομ.) η παρουσία, η εμφάνιση κάποιου στο δικαστήριο με την ιδιότητα του δικηγόρου ή του διαδίκου: H ~ δικηγόρου στην υπογραφή συμβολαίων είναι υποχρεωτική. || Έξοδα παραστάσεως, επίδομα, αποζημίωση που δίνεται σε κάποιους υπαλλήλους ή σε δημόσια πρόσωπα, για να καλύψουν επιπλέον έξοδα που κάνουν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους.

[λόγ.: 1: ελνστ. παράστα(σις) -ση `παρουσίαση΄, αρχ. σημ.: `τοποθέτηση στο πλάι΄ & σημδ. γαλλ. représentation· 2-5: σημδ. γαλλ. représentation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες